καταστέλλω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταστέλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> приводить в порядок, поправлять ([[πλόκαμον]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> одевать, убирать, наряжать: κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλη Arph. надевать на кого-л. ножные украшения;<br /><b class="num">3)</b> прижимать, закрывать (τὰ [[βράγχια]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> успокаивать, сдерживать, унимать (τοσοῦτον οἶκτον Eur.; τοὺς νέους Plut.; τὴν ταραχήν Sext.; τὸν ὄχλον NT). - см. тж. [[κατεσταλμένος]]. | |elrutext='''καταστέλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> приводить в порядок, поправлять ([[πλόκαμον]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> одевать, убирать, наряжать: κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλη Arph. надевать на кого-л. ножные украшения;<br /><b class="num">3)</b> [[прижимать]], [[закрывать]] (τὰ [[βράγχια]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> успокаивать, сдерживать, унимать (τοσοῦτον οἶκτον Eur.; τοὺς νέους Plut.; τὴν ταραχήν Sext.; τὸν ὄχλον NT). - см. тж. [[κατεσταλμένος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 09:55, 19 August 2022
English (LSJ)
fut. -A στελῶ E.Ba.933 (for Aeol. forms v. κασπολέω): —put in order, arrange, (πλόκαμον) E. l. c.; equip, clothe, dress, κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλει Ar.Th.256, cf. Plu.2.69c. II let down, lower, τὰς ῥάβδους D.H.8.44; κ. τὰ βράγχια shut them, Plu.2.979c; press down, τὴν γλῶσσαν Gal.15.792. 2 repress, restrain, οἶκτον E.IA934; τὸν ὄχλον Act.Ap.19.35, cf. Wilcken Chr.10 (ii B.C., prob.); κ. τὰς ἐπιθυμίας Phld.Rh.2.284 S., cf. Arr.Epict.3.19.5; τοὺς νέους Plu.2.207e, cf. 547b, etc.:—Pass., ἅπαντα λήξει καὶ κατασταλήσεται Apollod.Com.18; of persons, to be placed under restraint, reduced to order, PTeb.41.21 (ii B.C.), BGU1192.5 (i B.C.); also κατεσταλμένοι τοῖς ἤθεσι of calm, sedate character, opp. τολμηρός, D.S.1.76, cf. Arr.Epict.4.4.10; κατεσταλμένον ἦθος D.S.10.3; κατέσταλται πρὸς τὸ κόσμιον Plu.Comp.Lyc.Num.3, cf. Ael.NA4.29, Arr. Epict.3.23.16. 3 Medic., reduce, τὰ ὑπερσαρκοῦντα Dsc.2.1.
German (Pape)
[Seite 1381] 1) anordnen, ordnen, πλόκαμον Eur. Bacch. 931; bekleiden, κατάστειλόν με τὰ περὶ τὼ σκέλη Ar. Thesm. 256. – 2) herab-, herunterlassen, senken, τὰς ῥάβδους D. Hal. 8, 44; – zurückhalten, hemmen, unterdrücken, auch stillen, besänftigen, Eur. I. A. 934; κιθάρα καταστέλλειν τὸ πυρῶδες (die Leidenschaftlichkeit) δυναμένη Ath. XIV, 624 a; Plut. de adul. et am. discr. 42; häufig bei Sp.; τὴν ταραχήν S. Emp. adv. eth. 131; D. Sic. 1, 76 stellt den τολμηροί entgegen οἱ κατεσταλμένοι τοῖς ἤθεσι, von ruhigem, gelassenem Charakter; τὸ φρόνημα αὐτῷ κατέσταλται καὶ μεμείωται, ist gedemüthigt, Ael. A. H. 4, 29.
Greek (Liddell-Scott)
καταστέλλω: μέλλ. -στελῶ·― διευθετῶ, βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, συγυρίζω, πλόκαμον τὸν ἐξεστηκότα κ. Εὐρ. Βάκχ. 933. στολίζω, ἐνδύω, κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλη Ἀριστοφ. Θεσμ. 256, πρβλ. Πλούτ. 2. 69C μορφῶσαι αὐτὴν καὶ καταστεῖλαι νυμφικῶς· «καταστέλλει· περικαλύπτει» Ἡσύχ. ΙΙ. καταβιβάζω, χαμηλώνω, τὰς ῥάβδους Διον. Ἁλ. 8. 44· κ. τὰ βράγχια, κλείω, Πλούτ. 2. 979C. 2) ἐμποδίζω, καταπραΰνω, καταβάλλω, πρβλ. ἀναστέλλω, Εὐρ. Ι. Α. 934· κ. τὰ ὑπερσαρκοῦντα Διοσκ. 2. 1· ἡ φιλοσοφία σωφρονίζουσα καὶ τὰ ψυχικὰ πάθη καταστέλλουσα Σέξτ. Ἐμπ. 357· τὸν ὄχλον Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 35· ὁ Ἀχιλλεὺς κατεπραΰνετο τῇ κιθάρᾳ δυναμένῃ καταστέλλειν τὸ πυρῶδες Ἀθήν. 624Α· κ. τὴν ἐπιθυμίαν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 5· τοὺς νέους Πλούτ. 2. 207Ε, πρβλ. 547Β· τοὺς ἀναισχυντοῦντας διὰ τῆς ἀνάγκης κατεστάλκεισαν Διοδ. Ἐκλογ. σ. 630, 85·― Παθ., ἅπαντα λήξει καὶ κατασταλήσεται Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἐπὶ προσώπων, ὁ κατεσταλμένος, ἀνὴρ ἡσύχου χαρακτῆρος, ἀντίθ. τῷ τολμηρός, Διόδ. 1. 76, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 10· κατέσταλται πρὸς τὸ κόσμιον Πλουτ. Σύγκρ. Λυκούργ. κ. Νουμᾶ 3, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 29, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 23, 16· τὸ φρόνημα κατέσταλται καὶ μεμείωται Αἰλ. π. Ζ. 4, 27· ἐπὶ τὸ αἰδῆμον, ἐπὶ τὸ κατεσταλμένον Ἐπικτ. Διατρ. 4. 12, 4· τὸν ἀπαθῆ, τὸν κατεσταλμένον 4, 4, 10· κατεσταλμένον τὸ βλέμμα 8. 17· κατεσταλμένος καὶ σεμνὸς Ἀρτεμ. 2. 35.
French (Bailly abrégé)
I. mettre en ordre, arranger, disposer, acc.;
II. réprimer, d’où
1 contenir, calmer ; Pass. être contenu, d’où au pf. être calme, tranquille : κατεσταλμένος (homme) d’un caractère calme ; τὸ κατεσταλμένον calme (de la tenue, du regard);
2 prendre soin de, acc..
Étymologie: κατά, στέλλω.
English (Strong)
from κατά and στέλλω; to put down, i.e. quell: appease, quiet.
English (Thayer)
1st aorist participle καταστείλας; perfect passive participle κατεσταλμενος;
a. properly, to send or put down, to lower.
b. to put or keep down one who is roused or incensed, to repress, restrain, appease, quiet: τινα, Josephus, Antiquities 20,8, 7; b. j. 4,4, 4; Plutarch, mor., p. 207e.
Greek Monolingual
(AM καταστέλλω)
1. κάνω κάτι να περιοριστεί, συγκρατώ την ορμή κάποιου, δαμάζω, υποτάσσω, αναχαιτίζω, σταματώ, καταπνίγω
2. κατευνάζω, καταπραΰνω, καθησυχάζω
μσν.
1. κυριεύω, υποτάσσω
2. θάβω, ενταφιάζω
αρχ.
1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω, συγυρίζω
2. κατεβάζω, χαμηλώνω
3. στολίζω, ντύνω
4. παθ. καταστέλλομαι
επαναφέρομαι στην τάξη
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεσταλμένος, -η, -ον
ήπιος, άτολμος, σεμνός, συνεσταλμένος
6. (κατά τον Ησύχ.) «καταστέλλει
περικαλύπτει».
Greek Monotonic
καταστέλλω: μέλ. -στελῶ,
I. διευθετώ, βάζω σε τάξη, σε Ευρ.
II. κατεβάζω, χαμηλώνω, υποβιβάζω, σε Ευρ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
καταστέλλω:
1) приводить в порядок, поправлять (πλόκαμον Eur.);
2) одевать, убирать, наряжать: κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλη Arph. надевать на кого-л. ножные украшения;
3) прижимать, закрывать (τὰ βράγχια Plut.);
4) успокаивать, сдерживать, унимать (τοσοῦτον οἶκτον Eur.; τοὺς νέους Plut.; τὴν ταραχήν Sext.; τὸν ὄχλον NT). - см. тж. κατεσταλμένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-στέλλω in orde brengen, schikken. kalmeren, tot bedaren brengen:; κ. τὸν ὄχλον de menigte kalmeren NT Act. Ap. 19.35; ptc. perf. pass.: δέον ἐστὶν ὑμᾶς κατεσταλμένους ὑπάρχειν u dient zich rustig te houden NT Act. Ap. 19.36.
Middle Liddell
fut. -στελῶ
I. to put in order, arrange, Eur.
II. to keep down, repress, check, Eur., NTest.
Chinese
原文音譯:katastšllw 卡他-士帖羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-安放
字義溯源:平靖,剷除,安靜,安撫,平靜,抑制;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 安靜(1) 徒19:36;
2) 安撫(1) 徒19:35