χήρα: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''χήρα''': {khḗra}<br />'''Forms''': ion. -η<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Witwe]], [[vom Gatten verlassene Frau]], [[vidua]] (seit Il.).<br />'''Composita''' : Als Hinterglied in [[φιλόχηρος]], -[[χήρα]] ‘Witwen- freund(in)’ (sp. Inschr.).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[χῆρος]] [[verwitwet]], [[verwaist]], [[entblößt]], [[viduus]] (E., Kall., A. R., ''AP'', sp. Prosa), selten als Subst. [[Witwer]], vom Tiermännchen (Arist. [neben [[χήρα]], Ath.). Zum sekundären [[χῆρος]] gegenüber älterem [[χήρα]] Lommel Femininbild. 13. — 2. [[χηροσύνη]] f. [[Witwenstand]] (A. R., Man. u.a.). 3. -αιότης f. ib. (Pap. VI<sup>p</sup> nach [[γεραιότης]] u.a.). 4. -ήϊος [[verwitwet]], [[leer]] (Antim.), -ειος ib. (''AP''). 5. -ικός [[zu einer Witwe gehörig]] (Tz.). Verba: 6. -εύω, auch m. κατα-, ἐπι-, [[verwitwet]], [[geschieden]], [[entblößt sein]] (ι 124, Gortyn, att. usw.) mit -ευσις f. [[Witwenstand]], [[Stand als Geschiedene]] (Gortyn, LXX). 7. -ῶσαι, -ωθῆναι, -όω ‘zur Witwe machen, Witwe werden, (des Gatten) berauben bzw. beraubt werden, entvölkern bzw. entvölkert werden’ (seit Il.) mit -ωσις f. [[Beraubung]] (Sch.). 8. -αίνω [[Witwe werden]] (Herod.). — Zu [[χηρωσταί]] s. bes.<br />'''Etymology''' : Als Bez. der Witwe hat [[χήρα]] das alte Wort für [[Witwe]] (in lat. ''vidua'', nhd. ''Witwe'' usw.) ersetzt; ein Ausläufer desselben ist indessen in [[ἠΐθεος]] (s.d.) erhalten. Mit [[χήρα]] wurde schon von Pott (s. Curtius 200) lat. ''hērēs'' verglichen, s. [[χηρωσταί]]. Herangezogen wurden seit alters (Bopp, Pott) teils [[χώρα]] (mit Abtönung), teils mit anderem Suffix [[χῆτος]], Dat. χήτει und das schwundstufige [[χατέω]] (s.d.). Als gemeinsame Grundlage läßt sich ein Verb der Bed. [[verlassen]] in aind. ''já''-''hā''-''ti'' erkennen (Curtius a.O.), s. [[κιχάνω]]; dazu noch WP. 1, 542ff., Pok. 41 8 f. m. weiteren Einzelheiten u. Lit. — Mann Lang. 28, 35 vergleicht mit berechtigtem Zögern alb. ''i'' ''gjorë'' [[miserable]], [[wretched]].<br />'''Page''' 2,1095-1096
|ftr='''χήρα''': {khḗra}<br />'''Forms''': ion. -η<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Witwe]], [[vom Gatten verlassene Frau]], [[vidua]] (seit Il.).<br />'''Composita''': Als Hinterglied in [[φιλόχηρος]], -[[χήρα]] ‘Witwen- freund(in)’ (sp. Inschr.).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[χῆρος]] [[verwitwet]], [[verwaist]], [[entblößt]], [[viduus]] (E., Kall., A. R., ''AP'', sp. Prosa), selten als Subst. [[Witwer]], vom Tiermännchen (Arist. [neben [[χήρα]], Ath.). Zum sekundären [[χῆρος]] gegenüber älterem [[χήρα]] Lommel Femininbild. 13. — 2. [[χηροσύνη]] f. [[Witwenstand]] (A. R., Man. u.a.). 3. -αιότης f. ib. (Pap. VI<sup>p</sup> nach [[γεραιότης]] u.a.). 4. -ήϊος [[verwitwet]], [[leer]] (Antim.), -ειος ib. (''AP''). 5. -ικός [[zu einer Witwe gehörig]] (Tz.). Verba: 6. -εύω, auch m. κατα-, ἐπι-, [[verwitwet]], [[geschieden]], [[entblößt sein]] (ι 124, Gortyn, att. usw.) mit -ευσις f. [[Witwenstand]], [[Stand als Geschiedene]] (Gortyn, LXX). 7. -ῶσαι, -ωθῆναι, -όω ‘zur Witwe machen, Witwe werden, (des Gatten) berauben bzw. beraubt werden, entvölkern bzw. entvölkert werden’ (seit Il.) mit -ωσις f. [[Beraubung]] (Sch.). 8. -αίνω [[Witwe werden]] (Herod.). — Zu [[χηρωσταί]] s. bes.<br />'''Etymology''': Als Bez. der Witwe hat [[χήρα]] das alte Wort für [[Witwe]] (in lat. ''vidua'', nhd. ''Witwe'' usw.) ersetzt; ein Ausläufer desselben ist indessen in [[ἠΐθεος]] (s.d.) erhalten. Mit [[χήρα]] wurde schon von Pott (s. Curtius 200) lat. ''hērēs'' verglichen, s. [[χηρωσταί]]. Herangezogen wurden seit alters (Bopp, Pott) teils [[χώρα]] (mit Abtönung), teils mit anderem Suffix [[χῆτος]], Dat. χήτει und das schwundstufige [[χατέω]] (s.d.). Als gemeinsame Grundlage läßt sich ein Verb der Bed. [[verlassen]] in aind. ''já''-''hā''-''ti'' erkennen (Curtius a.O.), s. [[κιχάνω]]; dazu noch WP. 1, 542ff., Pok. 41 8 f. m. weiteren Einzelheiten u. Lit. — Mann Lang. 28, 35 vergleicht mit berechtigtem Zögern alb. ''i'' ''gjorë'' [[miserable]], [[wretched]].<br />'''Page''' 2,1095-1096
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese

Revision as of 11:07, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χήρα Medium diacritics: χήρα Low diacritics: χήρα Capitals: ΧΗΡΑ
Transliteration A: chḗra Transliteration B: chēra Transliteration C: chira Beta Code: xh/ra

English (LSJ)

Ion. χήρη, ἡ,
A widow, χῆραι γυναῖκες Il.2.289; μήτηρ χ. 22.499; μὴ παῖδ' ὀρφανικὸν θήῃς χ. τε γυναῖκα 6.432; λείπειν τινὰ χ. ἐν μεγάροισιν 22.484, 24.725, cf. S.Aj.653, E.Andr.348, Tr.380; χήρας δὲ γυναῖκας ἐποίησαν Lys.2.71; as a name of Hera, Paus.8.22.2 (χῆραι· αἱ μὴ ἔχουσαι ἄνδρας, Hsch.; ἡ μονωθεῖσα ἀπ' ἀνδρὸς χ. Poll.3.47).
2 Com., of a dish, widowed, i.e. without sauce, Sotad.Com.1.26.
3 later masc. χῆρος, widower, Arist.HA612b34 (of birds), Call.Epigr. 17, Gramm. post Hdn.Epim.286.
II χῆρος, α, ον, Adj, metaph., bereaved, χῆρα μέλαθρα E.Alc.862 (anap.); μάνδραι Call.Cer.106; βίος Epigr.Gr.406.13 (Iconium); εὐνή IG14.1389 i 12; δόμος Call.Epigr. 22; δρυμοὶ χήροι bereft of men, AP9.84 (Antiphan.): c. gen., Il.6.408; φάρσος . . στελεοῦ χῆρον ἐλαϊνέου AP6.297 (Phanias), cf. Vett.Val. 117.6; χήρους γυναικῶν οἰκεῖν Str.7.3.4; τὰ χῆρα φρονήσεως Ph.1.601; ναῦς ὕδατος χ. Ael.NA13.28. (Cf. χωρίς, χατίζω, Skt. jáhāti 'abandon, renounce'.)

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, ion. χήρη (vgl. χῆρος, eigtl. die Beraubte, nämlich des Mannes), die Wittwe, u. adj. verwittwet; χῆραί τε γυναῖκες Il. 2, 289; ἣ τάχα χήρη σεῦ ἔσομαι 6, 408, vgl. 22, 484; μήτηρ χήρη 499; Soph. Ai. 638; Eur. Andr. 348 Troad. 380; χήρας γυναῖκας ἐποίησαν Lys. 2, 71; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χήρα: Ἰων. χήρη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. vidua, μετὰ γεν., τάχα χήρη σευ ἔσομαι, λέγει ἡ Ἀνδρομάχη πρὸς τὸν Ἕκτορα, Ἰλ. Ζ. 408· χῆραι γυναῖκες Β. 289· μήτηρ χήρη Χ. 499· μὴ παῖδ’ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην τε γυναῖκα Ζ. 432· λείπειν τινὰ χ. ἐν μεγάροισιν Χ. 484, Ω. 726, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 653, Εὐρ. Ἀνδρ. 348, Τρῳ. 380· χήρας δὲ γυναῖκας ἐποίησαν Λυσί. 197. 19· ἐπώνυμον τῆς Ἥρας ὅπερ ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ὁ Τήμενος ὁ ἱδρύσας αὐτῇ τρία ἱερὰ ἐν Στυμφήλῳ, Παυσ. 8. 22, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «χήρα· ἡ μετὰ γάμον μὴ συνοικοῦσα ἀνδρί, ἡ τὸν ἄνδρα στερηθεῖσα γυνή»· ― «χήρα. καὶ χηρεία ἐκ τοῦ χηρεύω» Σουΐδ. 2) ἐν κωμικῇ, φράσει ἐπὶ ἐδέσματος, ἄνευ καρυκεύματος παρεσκευασμένου, ἀμίαν τε χήραν, θηρίον καλὸν σφόδρα Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 26. 3) ἐκ τοῦ χήρα ἀκολούθως ἐσχηματίσθη τὸ ἀρσ. χῆρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4. Καλλ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 7. 522· ἴδε Ἀριστοφ. Βυζ. ἐν τῷ παραρτήματι εἰς τοὺς τοῦ Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 286, Α. Β. 1261, Πολυδ. Γ΄, 47. ΙΙ. χῆρος, -α, -ον, ὡς ἐπίθ., ἐπὶ μεταφορ. σημασίας, ἐστερημένος, ἔρημος, χῆρα μέλαθρα Εὐρ. Ἄλκ. 862· μάνδραι Καλλ. εἰς Δήμ. 105· βίος Ἐπιγράμμ. 406. 13 εὐνὴ αὐτόθι 1016. 12· δόμος Ἀνθ. Παλατ. 7. 517· δρυμοὶ χ., ἐστερημένοι τῶν φύλλων, αὐτόθι 9. 84· καὶ μετὰ γεν., φάρσος .. στελεοῦ χῆρον ἐλαϊνέου, ἀποσπασθὲν ἐκ τῆς …, αὐτόθι 6. 297· ναῦς ὕδατος χ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 28· πρβλ. ὀρφανὸς ΙΙ. 3. (Ἐκ τῆς √ΧΑ, ἥτις φαίνεται καὶ ἐν ταῖς λέξεσι χωρίς, χατέω, χῆτος, χάζομαι· Σανσκρ. hà, gahâ-mi (relinquo)· πρβλ. Λατ. ce-dere, καὶ ἴσως ca-rere.)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. χῆρος.

Spanish

viuda

English (Strong)

feminine of a presumed derivative apparently from the base of χάσμα through the idea of deficiency; a widow (as lacking a husband), literally or figuratively: widow.

English (Thayer)

χήρας, ἡ (feminine of the adjective χῆρος, 'bereft'; akin to χέρσος, sterile, barren, and the Latin careo (but cf. Curtius, § 192)), from Homer, Iliad 6,408 down, the Sept. for אַלְמָנָה, a widow: γυνή added (Homer, Iliad 2,289 down), a widow, Revelation 18:7.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α
1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ.
β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.)
2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραι
εκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία της Εκκλησίας χριστιανών γυναικών, για τις οποίες μεριμνούσε η Εκκλησία μετά τη χηρεία τους και οι οποίες επικουρούσαν τους κληρικούς στο ποιμαντικό τους έργο
νεοελλ.
1. στον πληθ. ζωολ. κοινή ονομασία τών αφρικανικών στρουθιόμορφων πτηνών της υποοικογένειας viduinae, με 12 περίπου είδη, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τον σπουργίτη
2. παροιμ. α) «η χήρα μέσα κάθεται κι έξω τήν κουβεντιάζουν» — δηλώνει ότι η χήρα, όσο και αν έχει άψογη συμπεριφορά, υπόκειται συνήθως σε κακολογίες
β) «η χήρα πάντρευε την κόρη της το πλειότερο για λόγου της» — λέγεται για εκείνους που προσποιούνται ότι φροντίζουν για τους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα επιδιώκουν το δικό τους συμφέρον
γ) «να κλαιν' οι χήρες, να κλαίν' κι οι παντρεμένες;» ή «κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες» — λέγεται για εκείνους που παραπονούνται χωρίς λόγο ή σε ακατάλληλο χρόνο
δ) «και τ' αρφανά πορεύονται κι οι χήρες κονομιώνται» — εκφράζει την ελπίδα ότι και οι άποροι έχουν τη δυνατότητα να βρουν τα μέσα συντήρησής τους και να επιζήσουν
μσν.-αρχ.
(σε κωμική χρήση) άνοστο φαγητό, παρασκευασμένο χωρίς καρυκεύματα
αρχ.
ως κύριο όν.) ἡ Χήρα
προσωνυμία της Ήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χή-ρα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. χη-ρος (< ghē-ro-) σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghē- «είμαι άδειος, λείπω, αφήνω, φεύγω» (πρβλ. χατέω, χάζω, κιχάνω) με κατάλ. -ρος (πρβλ. λεπ-ρός). Αρχική, επομένως, σημ. της λ. θα πρέπει να ήταν η σημ. «αυτή που είναι κενή, που έχει στερηθεί τον άνδρα της». Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι η λ. πλάστηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει μόνο τη γυναίκα, ενώ μόνο στους μτγν. χρόνους απαντά και αρσ. τ. χῆρος, ο οποίος αναφερόταν αρχικά σε ζώα και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για τον άνδρα. Η λ. χήρα, τέλος, πρέπει να αντικατέστησε στην Ελληνική έναν αρχικό τ., ο οποίος θα αναγόταν στον ΙΕ τ. widhewā «χήρα» (πρβλ. αγγλ. widow, γερμ. Witwe), βλ. και λ. ηίθεος].

Greek Monotonic

χήρα: Ιων. χήρη, ἡ,
I. 1. στερημένη από σύζυγο, χήρα, Λατ. vidua, με γεν., χήρη σευ ἔσομαι, λέει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· χῆραιγυναῖκες, χήρες γυναίκες, στο ίδ.· ομοίως, σε Ευρ. κ.λπ.
2. από το χήρα δημιουργήθηκε το αρσ. χῆρος, σε Ανθ.
II. χῆρος, , -ον, ως επίθ., με μεταφ. σημασία, στερημένος, έρημος, χῆρα μέλαθρα, σε Ευρ.· με γεν., φάρσος στελεοῦ χῆρον, κομμάτι αποσπασμένο από τον κορμό, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

χήρα: эп.-ион. χήρη ἡ (тж. γυνὴ χ. NT) вдова Hom., Soph., Eur., Lys. etc.

Middle Liddell

χήρα, ιονιξ χήρη, ἡ,
I. bereft of a husband, a widow, Lat. vidua, c. gen., χήρη σευ ἔσομαι, says Andromache to Hector, Il.; χῆραι γυναῖκες widow women, Il.; so Eur., etc.
2. from χήρα was formed the masc. χῆρος (as widower from widow), Anth.
II. χῆρος, α, ον, as adj., in metaph. sense, widowed, bereaved, χῆρα μέλαθρα Eur.; c. gen., φάρσος στελεοῦ χῆρον a piece torn from the stem, Anth. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

χήρα: {khḗra}
Forms: ion. -η
Grammar: f.
Meaning: Witwe, vom Gatten verlassene Frau, vidua (seit Il.).
Composita: Als Hinterglied in φιλόχηρος, -χήρα ‘Witwen- freund(in)’ (sp. Inschr.).
Derivative: Davon 1. χῆρος verwitwet, verwaist, entblößt, viduus (E., Kall., A. R., AP, sp. Prosa), selten als Subst. Witwer, vom Tiermännchen (Arist. [neben χήρα, Ath.). Zum sekundären χῆρος gegenüber älterem χήρα Lommel Femininbild. 13. — 2. χηροσύνη f. Witwenstand (A. R., Man. u.a.). 3. -αιότης f. ib. (Pap. VIp nach γεραιότης u.a.). 4. -ήϊος verwitwet, leer (Antim.), -ειος ib. (AP). 5. -ικός zu einer Witwe gehörig (Tz.). Verba: 6. -εύω, auch m. κατα-, ἐπι-, verwitwet, geschieden, entblößt sein (ι 124, Gortyn, att. usw.) mit -ευσις f. Witwenstand, Stand als Geschiedene (Gortyn, LXX). 7. -ῶσαι, -ωθῆναι, -όω ‘zur Witwe machen, Witwe werden, (des Gatten) berauben bzw. beraubt werden, entvölkern bzw. entvölkert werden’ (seit Il.) mit -ωσις f. Beraubung (Sch.). 8. -αίνω Witwe werden (Herod.). — Zu χηρωσταί s. bes.
Etymology: Als Bez. der Witwe hat χήρα das alte Wort für Witwe (in lat. vidua, nhd. Witwe usw.) ersetzt; ein Ausläufer desselben ist indessen in ἠΐθεος (s.d.) erhalten. Mit χήρα wurde schon von Pott (s. Curtius 200) lat. hērēs verglichen, s. χηρωσταί. Herangezogen wurden seit alters (Bopp, Pott) teils χώρα (mit Abtönung), teils mit anderem Suffix χῆτος, Dat. χήτει und das schwundstufige χατέω (s.d.). Als gemeinsame Grundlage läßt sich ein Verb der Bed. verlassen in aind. --ti erkennen (Curtius a.O.), s. κιχάνω; dazu noch WP. 1, 542ff., Pok. 41 8 f. m. weiteren Einzelheiten u. Lit. — Mann Lang. 28, 35 vergleicht mit berechtigtem Zögern alb. i gjorë miserable, wretched.
Page 2,1095-1096

Chinese

原文音譯:c»ra 黑拉
詞類次數:形容詞(26)
原文字根:寡婦 相當於: (אַלְמָנָה‎)
字義溯源:寡婦,寡,寡居;源自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)出自(χάσμα)X*=裂開,張開)
出現次數:總共(27);太(1);可(3);路(9);徒(3);林前(1);提前(8);雅(1);啓(1)
譯字彙編
1) 寡婦(24) 太23:14; 可12:40; 可12:42; 可12:43; 路4:25; 路7:12; 路18:3; 路18:5; 路20:47; 路21:2; 路21:3; 徒6:1; 徒9:39; 徒9:41; 林前7:8; 提前5:3; 提前5:3; 提前5:4; 提前5:5; 提前5:9; 提前5:16; 提前5:16; 雅1:27; 啓18:7;
2) 寡婦們(1) 提前5:11;
3) 寡居了(1) 路2:36;
4) 寡(1) 路4:26

English (Woodhouse)

widowed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Afrikaans: weduwee; Albanian: ve; Arabic: أَرْمَلَة‎; Egyptian Arabic: أرملة‎; Armenian: այրի; Aromanian: veduã, veduvã; Asturian: viuda; Azerbaijani: dul; Bashkir: тол, тол ҡатын; Basque: alargun; Belarusian: удава́, ўдава́; Breton: intañvez; Bulgarian: вдови́ца; Burmese: မုဆိုးမ; Catalan: vidu or; Central Melanau: jabul; Chechen: жеро; Cherokee: ᎤᏬᏑᎶᏨ; Chinese Mandarin: 寡婦, 寡妇; Chukchi: ӄликвъильын; Czech: vdova; Danish: enke; Dutch: weduwe; Erzya: дова; Esperanto: vidvino; Estonian: lesk; Ewe: ahosi; Faroese: einkja; Finnish: leski; French: veuve; Friulian: vedue; Galician: viúva; Georgian: ქვრივი; German: Witwe; Greek: χήρα; Ancient Greek: χήρα; Haitian Creole: vèv; Hebrew: אַלְמָנָה‎; Hindi: विधवा, वीडो, बेवा, राँड़; Hungarian: özvegy, özvegyasszony; Iban: balu; Icelandic: ekkja; Ido: vidvino; Indonesian: janda,; Iranun: balu; Irish: baintreach; Middle Irish: baintrebthach; Old Irish: fedb; Istriot: viduva; Italian: vedova; Japanese: 寡婦, 未亡人, 後家; Javanese: randha; Kazakh: жесір әйел, тұл әйел, тұл жесір; Khmer: ស្ត្រីមេម៉ាយ; Korean: 홀어미, 과부); Kyrgyz: жесир аял; Lao: ແມ່ໝ້າຍ, ໝ້າຍ; Latin: vidua; Latvian: atraitne; Lithuanian: našlė; Livonian: lešknai, atrāitanai; Macedonian: вдовица; Malagasy: mpananotena; Malay: janda, balu; Maltese: armla; Maori: pouaru, takahore; Marathi: विद्वा; Mongolian: бэлэвсэн эхнэр; Navajo: asdzání bahastiin daaztsánígíí; Norman: veuve; Northern Sami: leaska; Norwegian Bokmål: enke or; Nynorsk: enkje; Occitan: veusa; Old Church Slavonic Cyrillic: въдова; Glagolitic: ⰲⱏⰴⱁⰲⰰ; Old English: widuwe; Old Norse: ænkia, ekkia; Oriya: ନିସଙ୍ଗ ଧାଡ଼ି; Ossetian: идӕдз ус; Pashto: کونډه‎, باربلېزه‎; Persian: بیوه‎; Plautdietsch: Wätfru; Polish: wdowa; Portuguese: viúva; Quechua: ikma; Romanian: văduvă; Russian: вдова́, вдови́ца; Sanskrit: विधवा; Sardinian: fiuda; Scots: weedae, weedae-wife; Scottish Gaelic: banntrach; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀дова, удо̀вица; Roman: ùdova, udòvica; Sicilian: vìduva, vìdua; Slovak: vdova; Slovene: vdova; Sorbian Lower Sorbian: hudowa; Upper Sorbian: wudowa; Spanish: viuda; Swahili: mjane; Swedish: änka; Tajik: бева; Talysh: ویوه‌ژن‎; Tamil: விதவை; Thai: แม่ม่าย, แม่หม้าย, ม่าย, หม้าย; Turkish: dul; Turkmen: dul aýal, dul zenan; Ugaritic: 𐎀𐎍𐎎𐎐𐎚; Ukrainian: вдова́, удова́, вдови́ця, удови́ця; Urdu: بیوہ‎, ویڈو‎; Uzbek: tul, beva; Venetian: védoa; Vietnamese: quả phụ; Volapük: jiviudan; Votic: lehtši; Welsh: gweddw; West Coast Bajau: baau, pituanun; West Frisian: widdo; Yiddish: אַלמנה‎, אַלמאָנע‎; Yup'ik: aipaineq; Yámana: šupun-kipa