στέγη: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> toit;<br /><b>II.</b> tout édifice couvert, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> maison : κατὰ στέγας SOPH à la maison ; palais;<br /><b>2</b> chambre;<br /><b>3</b> tente;<br /><b>4</b> tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[στέγω]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> toit;<br /><b>II.</b> tout édifice couvert, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> maison : κατὰ στέγας SOPH à la maison ; palais;<br /><b>2</b> chambre;<br /><b>3</b> tente;<br /><b>4</b> tombeau.<br />'''Étymologie:''' [[στέγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στέγη -ης, ἡ, Aeol. στέγᾱ [~ στέγω] dak:. παισὶ ἐνέπεσε ἡ σ. het dak stortte in op de kinderen Hdt. 6.27.2. uitbr. kamer, vertrek:. παῖσα … Ἄρηι κεκόσμηται στέγα λάμπραισιν κυνίαισι het hele vertrek is voor Ares versierd met blinkende helmen Alc. 140.3. huis, woning, verblijfplaats:. κατὰ στέγας in huis, binnenshuis Soph. El. 282. verdieping. Plut. Demetr. 21.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στέγη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[крыша]], [[кровля]] Her., Aesch., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[кров]], [[убежище]] (παρέχειν τινὶ στέγην Arst.): [[κατῶρυξ]] σ. Soph. подземное убежище, т. е. могила;<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. жилье, жилище, дом: κατὰ στέγας Soph. домой; στέγαι δόμων Eur. дома;<br /><b class="num">4)</b> [[комната]], [[покой]] Her. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''στέγη:''' ἡ ([[στέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπή]], [[ταβάνι]], Λατ. [[tectum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στεγασμένος [[τόπος]], [[δώμα]], [[δωμάτιο]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[ἕρκειος]] [[στέγη]], λέγεται για [[σκηνή]], σε Σοφ.· ἐκ [[κατώρυχος]] [[στέγη]], λέγεται για τάφο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής, σε Αισχύλ.· <i>κατὰστέγας</i>, στο [[σπίτι]], [[κατοικία]], κατ' οίκον, σε Σοφ. | |lsmtext='''στέγη:''' ἡ ([[στέγω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπή]], [[ταβάνι]], Λατ. [[tectum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στεγασμένος [[τόπος]], [[δώμα]], [[δωμάτιο]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[ἕρκειος]] [[στέγη]], λέγεται για [[σκηνή]], σε Σοφ.· ἐκ [[κατώρυχος]] [[στέγη]], λέγεται για τάφο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, [[σπίτι]], [[τόπος]] διαμονής, σε Αισχύλ.· <i>κατὰστέγας</i>, στο [[σπίτι]], [[κατοικία]], κατ' οίκον, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στέγη''': ἡ, ([[στέγω]]) [[ὀροφή]], [[στέγασμα]], «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, [[στέγασμα]], [[καταφύγιον]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. [[τόπος]] κεκαλυμμένος διὰ στέγης, [[θάλαμος]], [[δωμάτιον]], Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ [[κοίτη]] λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecia, [[οἰκία]], [[κατοικητήριον]], Ἀλκαῖ. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3. 518, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ [[κατάστρωμα]] πλοίου, stega παρὰ Plaut. Bacch. 2. 3, 44, Stich. 3. 1, 12. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. and Aeol. στέγα, ἡ, A roof, A.Ag.897, Hdt.6.27, X.Mem.3.8.9, Ev.Marc.2.4, etc.; παρέχειν τινὶ σ. give one shelter, Arist.Fr.631; στέγῃ δέχεσθαί τινας OGI665.25 (Egypt, i A.D.). 2 ceiling, Alc.15, Call.Iamb.1.115 (Hermes 69.169). II roofed place, chamber, room, Hdt.2.2, 148,175, Eup.347, X.Oec.8.13, etc.; covered vestibule, IG22.1046.13; ἕρκειος σ., of a tent, S.Aj.108; a hare's seat or form, Id.Fr.174; ἐκ κατώρυχος σ., of the grave, Id.Ant.1100, cf. 888. 2 storey of a house, PStrassb.110.6 (iii B.C.), PCair.Zen.766.4 (iii B.C.), etc.; ἡ ἀνωτάτη σ. Str.15.3.7; αἱ στέγαι the upper storeys, PPetr.2p.28 (iii B.C.), cf. SIG344.16 (Teos, iv B.C.), IG42(1).102.293 (Epid., iv B.C.), PLond.3.1164f28 (iii A.D.). 3 freq. in plural, house, dwelling, A.Ag.3,518, al.; κατὰ στέγας at home, S.OT637, al.; ἐπελεῦσαι τῷ ἀνδρὶ ἐπὶ στέγαν to the man's house, Leg.Gort.3.46, cf. Schwyzer 177.3 (Crete, v B.C.). III deck of a ship, in Lat. stega, Plaut.Bacch.278, Stich.413.
German (Pape)
[Seite 932] ἡ, auch τέγη, Da ch; ὑψηλῆς στέγης στύλον ποδήρη, Aesch. Ag. 871; u. allgemein, Haus, ἐς ἀνθρώπων στέγας Eum. 56, u. öfter; ἴθι στέγης ἔσω, Soph. O. R. 1515, u. öfter, auch plur., τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου, 533; von der Höhle, in der Philoktet wohnt, τάσδε πετρήρεις στέγας, Phil. 1246, vgl. ἐκ κατώρυχος στέγης, Ant. 987; und vom Zelt, ἕρκειος στέγη, Ai. 108. 728; oft Eur.; συμπίπτει στέγη, Herc. Fur. 905; στέγαις δέχεσθαι, Or. 46; auch μελάθρων στέγαι, Alc. 248, wie δόμων, Cycl. 118; Zimmer, Her. 2, 148. 175; Xen. oft, wie Cyr. 1, 14.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. toit;
II. tout édifice couvert, particul. :
1 maison : κατὰ στέγας SOPH à la maison ; palais;
2 chambre;
3 tente;
4 tombeau.
Étymologie: στέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέγη -ης, ἡ, Aeol. στέγᾱ [~ στέγω] dak:. παισὶ ἐνέπεσε ἡ σ. het dak stortte in op de kinderen Hdt. 6.27.2. uitbr. kamer, vertrek:. παῖσα … Ἄρηι κεκόσμηται στέγα λάμπραισιν κυνίαισι het hele vertrek is voor Ares versierd met blinkende helmen Alc. 140.3. huis, woning, verblijfplaats:. κατὰ στέγας in huis, binnenshuis Soph. El. 282. verdieping. Plut. Demetr. 21.2.
Russian (Dvoretsky)
στέγη: ἡ
1) крыша, кровля Her., Aesch., Xen.;
2) кров, убежище (παρέχειν τινὶ στέγην Arst.): κατῶρυξ σ. Soph. подземное убежище, т. е. могила;
3) тж. pl. жилье, жилище, дом: κατὰ στέγας Soph. домой; στέγαι δόμων Eur. дома;
4) комната, покой Her.
English (Strong)
strengthened from a primary tegos (a "thatch" or "deck" of a building); a roof: roof.
English (Thayer)
στεγης, ἡ (στέγω to cover), from Aeschylus and Herodotus down, a roof: of a house, ἐισέρχεσθαι ὑπό τήν στέγην τίνος (see εἰσέρχομαι, 1, p. 187{b} bottom), Luke 7:6.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, δωρ. και αιολ. τ. στέγα Α
1. κάλυμμα του άνω μέρους οικοδομής ή κατοικίας, το οποίο προστατεύει το εσωτερικό του από τις καιρικές συνθήκες, αλλ. οροφή ή σκεπή (α. «ξύλινη στέγη» β. «ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν», ΚΔ
γ. «ὑψηλῆς στέγης στῡλον ποδήρη», Αισχύλ.)
2. κατοικία, σπίτι (α. «του παρέχει στέγη και τροφή» β. «νύμφη και ανδραδέλφη υπό την αυτήν στέγην», Παπαδ.
γ. «ἰὼ μέλαθρα βασιλέων, φίλαι στέγαι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. κάλυμμα κάθε είδους περίκλειστου χώρου με προορισμό την προστασία τών εντός του χώρου προσώπων ή αγαθών («στέγη δεξαμενών»)
2. χώρος, οίκημα για φιλοξενία ή για περίθαλψη («στέγη φοιτητική»)
3. φρ. α) «στέγη απλή επικλινής» ή «στέγη μονόρριχτη» — στέγη από την οποία η ροή του βρόχινου νερού γίνεται προς τη μία μόνο πλευρά της οικοδομής
β) «στέγη διπλή επικλινής» ή «στέγη δίρριχτη» — στέγη με δύο κεκλιμένα επίπεδα που συναντώνται σε αμβλεία γωνία
γ) «στέγη επίπεδη» — στέγη με ελαφρότατη μόνο κλίση για τα νερά της βροχής
δ) «εγκατάλειψη στέγης»
(νομ.) η αποχώρηση του ενός από τους συζύγους από την κατοικία τους ως λόγος διαζυγίου
αρχ.
1. δωμάτιο σπιτιού
2. στεγασμένη στοά
3. όροφος, πάτωμα οικίας
4. κατάστρωμα πλοίου
5. σκηνή
6. φωλιά λαγού
7. στον πληθ. αἱ στέγαι
α) το σπίτι
β) οι επάνω όροφοι πολυώροφης οικοδομής
8. φρ. «ἐκ κατώρυχος στέγης» — από τον τάφο (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω + κατάλ. -η (πρβλ. σκέπ-η). Η Λατινική δανείστηκε τον τ. stega].
Greek Monotonic
στέγη: ἡ (στέγω)·
I. σκεπή, ταβάνι, Λατ. tectum, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.
II. 1. στεγασμένος τόπος, δώμα, δωμάτιο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ἕρκειος στέγη, λέγεται για σκηνή, σε Σοφ.· ἐκ κατώρυχος στέγη, λέγεται για τάφο, στον ίδ.
2. συχνά στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, σπίτι, τόπος διαμονής, σε Αισχύλ.· κατὰστέγας, στο σπίτι, κατοικία, κατ' οίκον, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στέγη: ἡ, (στέγω) ὀροφή, στέγασμα, «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, στέγασμα, καταφύγιον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. τόπος κεκαλυμμένος διὰ στέγης, θάλαμος, δωμάτιον, Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ κοίτη λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecia, οἰκία, κατοικητήριον, Ἀλκαῖ. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3. 518, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ κατάστρωμα πλοίου, stega παρὰ Plaut. Bacch. 2. 3, 44, Stich. 3. 1, 12.
Middle Liddell
στέγη, ἡ, στέγω
I. a roof, Lat. tectum, Hdt., Aesch., Xen., etc.
II. a roofed place, a chamber, room, Hdt., Xen., etc.; ἑρκεῖος στ., of a tent, Soph.; ἐκ κατώρυχος στέγη, of the grave, Soph.
2. often in plural, like Lat. tecta, a house, dwelling, Aesch.; κατὰ στέγας at home, Soph.
Chinese
原文音譯:stšgh 士帖給
詞類次數:名詞(3)
原文字根:排除(者)
字義溯源:屋頂,房屋,舍,舍下;源自(τέ)X*=樓板)
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 舍(2) 太8:8; 路7:6;
2) 屋頂(1) 可2:4
Translations
roof
Abkhaz: ахыб; Adyghe: шъхьэ; Afrikaans: dak; Ainu: アリㇷ゚, チェカ, キタイ; Aklanon: atop; Albanian: çati; Amharic: ጣራ; Arabic: سَقْف, سَطْح; Algerian Arabic: بلافو; Egyptian Arabic: سطح; Hijazi Arabic: سَطُوح; Moroccan Arabic: سقف; Armenian: տանիք, կտուր; Asturian: teyáu, techu; Azerbaijani: örtük, dam; Bashkir: түбә; Basque: teilatu; Belarusian: дах, крыша, страха; Bengali: ছাদ; Breton: toenn; Bulgarian: покрив; Burmese: အမိုး; Buryat: орой; Catalan: teulada; Cebuano: atop; Chechen: тхов; Chepang: छाना; Cherokee: ᎦᏌᎾᎵ; Chinese Cantonese: 屋頂, 屋顶, 房頂, 房顶; Dungan: динзы; Mandarin: 屋頂, 屋顶, 房頂, 房顶; Min Nan: 厝頂; Cimbrian: dach; Crimean Tatar: dam; Czech: střecha; Danish: tag; Drung: chvkung; Dutch: dak; Esperanto: tegmento; Estonian: katus; Faroese: tak; Finnish: katto, ulkokatto, vesikatto; French: toit; Friulian: cuviert, tet; Galician: tellado, teito, colmo, treito; Georgian: სახურავი, ბურული, ბანი; Old Georgian: ბედედი; German: Dach; Gothic: 𐌷𐍂𐍉𐍄; Greek: στέγη, σκεπή, οροφή; Ancient Greek: ὀροφή, τέγος, στέγος; Guaraní: ogahoja; Gujarati: છત; Hebrew: גַּג; Higaonon: atop; Hindi: छत; Hungarian: tető, háztető; Hunsrik: Dach; Icelandic: þak; Ido: tekto; Indonesian: atap; Ingush: тхов; Interlingua: tecto; Irish: díon, ceann; Italian: tetto; Iu Mien: biauv-ngorh; Japanese: 屋根; Javanese: empyak; Kannada: ಛಾವಣಿಯ; Kashubian: dak; Kazakh: шатыр, төбе; Khinalug: гис; Khmer: ដំបូល; Korean: 지붕; Kurdish Central Kurdish: بان, سەربان; Northern Kurdish: ban; Kyrgyz: чатыр; Lao: ຫຼັງຄາ; Latgalian: jumts; Latin: tectum; Latvian: jumts; Limburgish: daak; Lithuanian: stogas; Livonian: katūks; Lombard: tècc; Lun Bawang: afo; Macedonian: покрив; Malagasy: tafo; Malay: atap, bumbung; Jawi: اتڤ, بومبوڠ; Malayalam: മേൽക്കൂര; Maltese: saqaf; Manchu: ᠣᠶᠣ; Mansaka: atup; Maore Comorian: utro; Maori: tuanui; Marathi: छत; Moksha: кудбря; Mongolian Cyrillic: дээвэр; Mongolian: ᠳᠡᠭᠡᠪᠦᠷ; Nanai: гуичэ; Navajo: hooghan bikááʼ; Nepali: छाना; Ngazidja Comorian: paa, triho; Norman: lief; North Frisian: taag; Northern Sami: dáhkki; Norwegian Bokmål: tak; Nynorsk: tak; Occitan: teulat, tech; Old Church Slavonic Cyrillic: стрѣха; Old East Slavic: кровъ, стропъ; Old English: hrōf, þæc; Oriya: ଛାତ, ପକା; Ossetian: уӕлхӕдзар; Pacoh: mpuông; Palauan: chado; Pashto: بام; Persian: بام; Plautdietsch: Dak; Polish: dach; Portuguese: telhado; Punjabi: ਛੱਤ; Quechua: gata, wasi qhatana; Rohingya: sal; Romanian: acoperiș; Romansch: tetg, tet; Russian: крыша, кров, строп, стреха; Sango: li tî da; Sanskrit: छदि; Sardinian Campidanese: crabetura; Logudorese: cobertura; Nuorese: teulada; Scottish Gaelic: mullach; Serbo-Croatian Cyrillic: кро̏в; Roman: krȍv; Sicilian: tettu; Sinhalese: ඡදන; Slovak: strecha; Slovene: streha; Sorbian Lower Sorbian: kšywo; Upper Sorbian: třěcha; Spanish: tejado, techo; Swahili: paa; Swedish: tak; Tagalog: atip, bubong; Tajik: бом; Talysh: بون; Tamil: கூரை; Tatar: түбә; Tausug: atup; Telugu: కప్పు; Thai: หลังคา; Tibetan: ཐོག།; Tigrinya: ናሕሲ; Tocharian B: ṣim; Turkish: çatı, örtü, dam; Turkmen: üçek, tamyň üsti; Tuvan: крыша; Ugaritic: 𐎂𐎂; Ukrainian: дах, криша, стрі́ха, покрі́вля; Urdu: چھت; Uyghur: ئۆگزە; Uzbek: tom, tim; Venetian: cuèrt, cuerto, coverto, coerto; Vietnamese: mái nhà, mái; Vilamovian: dāh; Volapük: nuf; Walloon: toet; Welsh: to; White Hmong: ruv; Yagnobi: бом; Yakan: sapew; Yiddish: דאַך; Zazaki: bon, serni; Zulu: uphahla
ceiling
Afrikaans: plafon; Albanian: tavan, lëpozë; Arabic: سَقْف; Egyptian Arabic: سقف; Hijazi Arabic: سَقْف; Armenian: առաստաղ, առիք; Old Armenian: ձեղուն; Azerbaijani: tavan; Bashkir: түшәм; һайғаҡ, түпә, түбәтаҡта; Basque: sabai; Belarusian: столь; Bengali: ছাদ; Brunei Malay: siling; Bulgarian: таван; Burmese: မျက်နှာကြက်; Catalan: sostre; Cherokee: ᎠᏯᎦᏢ; Chinese Cantonese: 天花板; Mandarin: 天花板, 天棚; Chuvash: путалӑх; Cornish: nen; Crimean Tatar: tavan; Czech: strop; Danish: loft; Dutch: plafond, zoldering; Esperanto: plafono; Estonian: lagi; Faroese: loft; Finnish: katto, sisäkatto, laipio; French: plafond; Galician: teito, ceo; Georgian: ჭერი; German: Decke; Greek: οροφή, ταβάνι; Ancient Greek: ὀροφή; Hausa: silin; Hebrew: תִּקְרָה; Hindi: छत; Hungarian: mennyezet, plafon; Icelandic: loft; Ido: plafono; Indonesian: langit-langit, plafon; Irish: síleáil; Italian: soffitto; Japanese: 天井; Kazakh: төбе, шек; Khmer: ពិតាន; Korean: 천장(天障); Kyrgyz: потолок, шып; Ladino: taván, techo; Lao: ເພດານ, ພິດານ, ປະຕຸລາ; Latgalian: grīsti, viersejuo greida; Latin: lacunar; Latvian: griesti; Lithuanian: lubos; Macedonian: таван; Malay: siling; Maltese: saqaf; Marathi: छत; Mongolian: тааз, адар; Northern Sami: rohpi; Norwegian: tak; Bokmål: himling, tak, loft; Occitan: plafon; Pashto: سقف; Persian: سقف; Plautdietsch: Bän; Polish: sufit, strop; Portuguese: teto; Romanian: plafon, tavan; Russian: потолок; Scottish Gaelic: mullach; Serbo-Croatian Cyrillic: плафон, строп; Roman: plafon, strop; Slovak: strop; Slovene: strop; Sorbian Lower Sorbian: wjerch; Spanish: techo, cielorraso, cielo raso, plafón; Swahili: dari; Swedish: tak, innertak; Tagalog: kisame; Tajik: шифт, сақф; Tatar: түшәм; Telugu: లోకప్పు; Thai: เพดาน; Turkish: tavan; Turkmen: potolok; Ukrainian: стеля; Urdu: چھت; Uyghur: تورۇس, شىپ; Uzbek: shift, potolok; Vietnamese: trần, trần nhà; Volapük: nufed; Walloon: plafon; Welsh: nenfwd, nenfydau; Yiddish: סופֿיט, סטעליע