παραμυθία: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> parole d'exhortation, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>propr.</i> exhortation, encouragement;<br /><b>2</b> action d'apaiser <i>ou en gén.</i>, d'atténuer, réconfort;<br /><b>II.</b> action de persuader.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> parole d'exhortation, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>propr.</i> exhortation, encouragement;<br /><b>2</b> action d'apaiser <i>ou en gén.</i>, d'atténuer, réconfort;<br /><b>II.</b> action de persuader.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραμυθία -ας, ἡ [παραμυθέομαι] aanmoediging, aansporing. bemoediging. verlichting:. παραμυθία τῶν πόνων verlichting van de inspanningen Plut. Dion 52.3; τὰ μὲν παραμυθίας, τὰ δὲ καὶ σπουδῆς χάριν sommige dingen ter ontspanning, andere als serieuze bezigheid Plat. Sph. 224a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραμῡθία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[уговаривание]], [[увещевание]] (τῶν ὄχλων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[доказательство]] ([[τοῦτο]] οὐκ ὀλίγης παραμυθίας δεῖται Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[ослабление]], [[облегчение]] (τῶν πονων καὶ τῶν κινδύνων Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[развлечение]], [[увеселение]] (παραμυθίας [[χάριν]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[успокоение]], [[утешение]] Plat., NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραμῡθία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ενθάρρυνση]], [[προτροπή]], [[πειθώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρηγορία]], [[αναψυχή]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανακούφιση]] από λυπηρό [[συναίσθημα]], [[απαλλαγή]], <i>φθόνου</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''παραμῡθία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[ενθάρρυνση]], [[προτροπή]], [[πειθώ]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρηγορία]], [[αναψυχή]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανακούφιση]] από λυπηρό [[συναίσθημα]], [[απαλλαγή]], <i>φθόνου</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:32, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ,
A encouragement, exhortation, Pl.R.450d, Phld.Ir.p.65 W.(pl.); reassurance, gentle persuasion, Pl.Phd.70b, Lg.720a.
2 consolation, Id.Ax. 365a, Arr.Epict.1.1.18; diversion, distraction, Pl.Sph.224a.
3 relief from, abatement of, φθόνου Plu.Them.22; τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων Id.Dio 52, etc.; ταλαιπωρούντων παραμυθία[1] = the relief of those who toil in hardship (of sleep), Secundus, Sententiae 13.
4 explanation, solution of a difficulty, παραμυθία πρὸς τὴν ἀπορίαν Plu. 2.395f, cf. 929f, Simp.in Ph.361.19.
5 excuse, ἔχειν τινὰ παραμυθίαν Longin.4.7, cf. Hermog.Id.1.11, al.
German (Pape)
[Seite 490] ἡ, das Zureden, die Ermunterung, Ermahnung, Überredung; ἡ τῶν ὄχλων κήλησις καὶ παρ. Plat. Euthyd. 290 a; Phaed. 70 b u. öfter, u. A. – Trost, Linderung, Plat. Ax. 385 a; auch im Ggstz von σπουδή, Erholung, Soph. 224 a; Plut. u. a. Sp., παραμυθίαν οὐ μικρὰν ἔχω, Luc. Nigr. 7. Auch Entschuldigung, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. parole d'exhortation, d'où
1 propr. exhortation, encouragement;
2 action d'apaiser ou en gén., d'atténuer, réconfort;
II. action de persuader.
Étymologie: παραμυθέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραμυθία -ας, ἡ [παραμυθέομαι] aanmoediging, aansporing. bemoediging. verlichting:. παραμυθία τῶν πόνων verlichting van de inspanningen Plut. Dion 52.3; τὰ μὲν παραμυθίας, τὰ δὲ καὶ σπουδῆς χάριν sommige dingen ter ontspanning, andere als serieuze bezigheid Plat. Sph. 224a.
Russian (Dvoretsky)
παραμῡθία: ἡ
1) уговаривание, увещевание (τῶν ὄχλων Plat.);
2) доказательство (τοῦτο οὐκ ὀλίγης παραμυθίας δεῖται Plat.);
3) ослабление, облегчение (τῶν πονων καὶ τῶν κινδύνων Plut.);
4) развлечение, увеселение (παραμυθίας χάριν Plat.);
5) успокоение, утешение Plat., NT.
Greek (Liddell-Scott)
παραμυθία: ἡ, τὸ παρθαρρύνειν, προτροπή, Πλάτ. Πολ. 450D ὡσαύτως, κατάπεισις, ἀποδεικτικὴ συζήτησις, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 70Β, Νόμ. 720Α. 2) παρηγορία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 365Α, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 18· -ὡσαύτως ἄνεσις, ἡσυχία, Πλάτ. Σοφιστ. 224Α. 3) ἀνακούφισις ἀπό τινος, κατάπτωσίς τινος, Πλουτ. Θεμ. 22· τῶν πόνων καὶ τῶν κινδύνων ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 52, κλ.· μείωσις, ἐλάττωσις, ὁ αὐτ. 2. 395F· δικαιολογία, ἔχειν τινα π. Λογγῖν. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 395.
English (Strong)
from παραμυθέομαι; consolation (properly, abstract): comfort.
English (Thayer)
παραμυθιας, ἡ (παραμυθέομαι), in classical Greek any address, whether made for the purpose of persuading, or of arousing and stimulating, or of calming and consoling; once in the N. T., like the Latin allocutio (Seneca, ad Marc. 1; ad Helv. 1), equivalent to consolation, comfort: Plato, Ax., p. 365a.; Aeschines dial. Socrates 3,3; Josephus, b. j. 3,7, 15; Lucian, dial. mort. 15,3; Aelian v. h. 12,1at the end.)
Greek Monolingual
ἡ, ΝΜΑ παραμυθούμαι
καθετί που γίνεται ή λέγεται για να ανακουφίσει τον πόνο, ιδίως τον ψυχικό, παρηγοριά
αρχ.
1. προτροπή, παρακίνηση
2. αποδεικτική συζήτηση, δηλαδή συζήτηση με την οποία ο ομιλητής πείθει εντελώς τον ακροατή
3. αναψυχή, τέρψη
4. ανακούφιση, καταπράυνση
5. λύση δυσκολίας, διασάφηση απορίας, εξήγηση («παραμυθία πρὸς τὴν ἀπορίαν», Πλούτ.)
6. δικαιολογία.
Greek Monotonic
παραμῡθία: ἡ,
1. ενθάρρυνση, προτροπή, πειθώ, σε Πλάτ.
2. παρηγορία, αναψυχή, στον ίδ.
3. ανακούφιση από λυπηρό συναίσθημα, απαλλαγή, φθόνου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
παραμῡθία, ἡ, [from παραμῡθέομαι]
1. encouragement, exhortation, persuasion, Plat.
2. consolation, diversion, Plat.
3. relief from, abatement of, φθόνου Plut.
Chinese
原文音譯:paramuq⋯a 爬拉-祕提阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-閉
字義溯源:撫慰,安慰,激勵,勉勵;源自(παραμυθέομαι)=接近安慰);由(παρά)*=旁,出於)與(μῦθος)*=虛語)組成。參讀 (παράκλησις)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 安慰(1) 林前14:3
English (Woodhouse)
consolation, exhortation, soothing