διεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διεξέρχομαι:''' (fut. [[διεξελεύσομαι]], aor. 2 διεξῆλθον, pf. διεξελήλῠθα)<br /><b class="num">1)</b> [[до конца или насквозь проходить]], [[переходить]] ([[χωρίον]] Her.; ὁδόν Plat., Plut.; [[ἴσον]] τόπον Arst.; перен. [[καθαρῶς]] τὸν βίον διεξελθεῖν Plat.): διεξελθεῖν (πολλοὺς) πόνους Soph. совершить много трудных дел; διεξελθεῖν διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν Thuc. перепробовать все виды кар; ὡς διεξέλθοι πωλέων τι Her., закончив продажу чего-л.; διὰ πάντων διεξελθόντες Her. покончив со всеми; ἀπὸ τῆς ἀρῆς διὰ πάντων [[ἄχρι]] τῆς τελευτῆς διεξελθεῖν Dem. испытать все средства от начала до конца; διεξελθεῖν πάντας φίλους Eur. подвергнуть испытанию всех друзей;<br /><b class="num">2)</b> [[по порядку или обстоятельно излагать]], [[рассказывать]], [[передавать]] (τι Her., Plat., Arst., Plut. и περί τινος Plat.): δ. πρὸς ἑαυτὸν περί τινος Plat. размышлять о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[прочитывать]] (δὶς τὸ [[βιβλίον]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> (о времени или событиях), [[проходить]], [[протекать]], (χρόνου [[πολλοῦ]] διεξελθόντος Her.): πάντα διεξελήλυθεν Dem. все кончилось; ἡ [[ἡμέρα]] διεξηλθεν ἀργή Plut. (весь) день прошел в бездействии.
|elrutext='''διεξέρχομαι:''' (fut. [[διεξελεύσομαι]], aor. 2 διεξῆλθον, pf. διεξελήλῠθα)<br /><b class="num">1</b> [[до конца или насквозь проходить]], [[переходить]] ([[χωρίον]] Her.; ὁδόν Plat., Plut.; [[ἴσον]] τόπον Arst.; перен. [[καθαρῶς]] τὸν βίον διεξελθεῖν Plat.): διεξελθεῖν (πολλοὺς) πόνους Soph. совершить много трудных дел; διεξελθεῖν διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν Thuc. перепробовать все виды кар; ὡς διεξέλθοι πωλέων τι Her., закончив продажу чего-л.; διὰ πάντων διεξελθόντες Her. покончив со всеми; ἀπὸ τῆς ἀρῆς διὰ πάντων [[ἄχρι]] τῆς τελευτῆς διεξελθεῖν Dem. испытать все средства от начала до конца; διεξελθεῖν πάντας φίλους Eur. подвергнуть испытанию всех друзей;<br /><b class="num">2</b> [[по порядку или обстоятельно излагать]], [[рассказывать]], [[передавать]] (τι Her., Plat., Arst., Plut. и περί τινος Plat.): δ. πρὸς ἑαυτὸν περί τινος Plat. размышлять о чем-л.;<br /><b class="num">3</b> [[прочитывать]] (δὶς τὸ [[βιβλίον]] Plut.);<br /><b class="num">4</b> (о времени или событиях), [[проходить]], [[протекать]], (χρόνου [[πολλοῦ]] διεξελθόντος Her.): πάντα διεξελήλυθεν Dem. все кончилось; ἡ [[ἡμέρα]] διεξηλθεν ἀργή Plut. (весь) день прошел в бездействии.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:24, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξέρχομαι Medium diacritics: διεξέρχομαι Low diacritics: διεξέρχομαι Capitals: ΔΙΕΞΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: diexérchomai Transliteration B: diexerchomai Transliteration C: diekserchomai Beta Code: diece/rxomai

English (LSJ)

fut. -ελεύσομαι, A = διέξειμι:—go through, pass through, τὸ χωρίον Hdt.2.29, cf. 5.29; πεδίον Hell.Oxy.7.3, etc. 2 go completely through, νόμον τὸν ὄρθιον Hdt.1.24; πάντας φίλους E.Alc.15; τὴν ὁδόν Pl.Lg.822a; τὴν δίκην ib.856a; δ. πόνους S.Ph.1419: c. part., δ. πωλέων be done selling, Hdt.1.196. 3 followed by διά, go through in succession, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, i. e. killing them one after another, Id.3.11; διὰ τῶν δέκα Id.5.92.γ; διὰ τῶν πόλεων Pl.Prt.315a. 4 go through in detail, relate circumstantially, Hdt.3.75, 7.18, D.18.21; λόγον Pl.Lg.893a; ἡ ψυχὴ δ. λόγον πρὸς αὑτήν Id.Tht.189e; τῷ λόγῳ Polystr.p.30 W.; περὶ νόμων Pl. Lg.857e. II intr., to be past, gone by, of time, Hdt.2.52; ἡμέρα διεξῆλθεν ἀργή Plu.Arist.16. 2 to be gone through, of legal formalities, πάντα δ' ἤδη διεξεληλύθει D.21.84, cf. Pl.Lg.805b.

Spanish (DGE)

• Morfología: [beoc. perf. 3a sg. διεσσείλθηκε Schwyzer 485.2 (Tespias III a.C.)]
A tr.
I en el espacio
1 de unidades individuales, c. ac. plu. recorrer uno por uno, ir, pasar de uno a otro de principio a fin ἐλέγξας καὶ διεξελθὼν φίλους aunque fue a cada uno de sus amigos suplicando E.Alc.15, c. giro prep. esp. c. διά: διὰ πάντων ... τῶν παίδων Hdt.3.11, διὰ τῶν δέκα Hdt.5.92γ, διὰ τῶν οἰκειοτάτων I.BI 7.393, διὰ πασῶν ... τῶν παρθένων ref. relaciones sexuales, Paus.9.27.7, τὰ ἐντεταλμένα ... κατ' ἄλλον <καὶ ἄλλον> διεξέρχεται παραδιδόμενα los mensajes pasan de uno a otro Hdt.8.98
de abstr. pasar uno tras otro πόνους S.Ph.1419, μοίρας E.Fr.152, πάντα ἀδικήματα Pl.R.409a, c. giro prep. c. διά: διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν Th.3.45, διὰ τῶν ἄλλων μερῶν τῆς ἀρετῆς Aristid.Or.35.15.
2 de continuos marchar a través de, recorrer hasta el fin c. ac. τὸ χωρίον Hdt.2.29, D.S.13.76, τὴν χώρην Hdt.5.29, cf. 4.122, τὸ πεδίον Hell.Oxy.23.214, cf. D.H.1.22, αὐτὴν ... ὁδόν Pl.Lg.822a, en barco τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος Hdt.3.135, de móviles en fís. τὰ δ' ἄπειρα ἀδύνατον διεξελθεῖν Arist.Ph.263a6, cf. APo.83b6, ἴσον τόπον Arist.Mech.848b7, τὸ ζῴδιον Vett.Val.204.14.
3 de colect. pasar a través de, internarse, infiltrarse οἱ τὴν φυλακὴν διεξῆλθον τῆς νυκτός Th.7.85.
II en la esfera de la lengua y el intelecto
1 exponer, referir, relatar detalladamente τὴν ὄψιν οἱ τοῦ ἐνυπνίου διεξῆλθε ἀπηγεόμενος Hdt.7.18 cf. 3.75, Pl.Prt.361c, D.22.34, πάντα Pl.R.528d, X.Mem.4.6.1, cf. D.18.20, D.H.Rh.8.14, θεογονίαν Pl.Lg.886c, φυγὰς ..., στάσεις ... τίς ἂν δύναιτο διεξελθεῖν; Isoc.4.114, cf. Hyp.Epit.6, τὰς τῶν ἄλλων ὑπολήψεις Arist.Cael.279b5, ἐπὶ τῷ δείπνῳ τὰ καθ' ἕκαστα Thphr.Char.3.2, τρόπον D.19.38, Men.Sam.6, ψόγον διεξελεύσεσθαι Luc.Dom.15, τὰ πεπραγμένα Plb.2.12.4, cf. AP 9.382, τὰ σύμβαντα Aesop.183
exponer, desarrollar λόγον Pl.Lg.893a, cf. Grg.506b, λόγον ὃν αὐτὴ πρὸς αὑτὴν ἡ ψυχὴ διεξέρχεται un discurso que la propia alma se dirige a sí misma Pl.Tht.189e, (μῦθον) Theopomp.Hist.127, τὸ νῦν λεγόμενον ὡς ἀληθῆ διεξέρχεται τινα τρόπον Pl.Lg.746b, ῥῆσιν D.C.67.22.2
abs. Pl.Lg.699e, c. dat. instrum. (τῷ) λόγῳ E.Tr.1166, Pl.Prt.320c, Epin.973a, Polystr.Contempt.30.24
c. μετά y gen. de pers. platicar, conversar Pl.Prt.359b
geom. describir δύο γραμμάς Autol.Sphaer.proem., cf. Papp.520.
2 repasar, revisar detalladamente τὴν δίκην Pl.Lg.856a, διεξεληλύθαμεν χωρὶς μὲν τοὺς ... ἐρωμένους, χωρὶς δὲ τοὺς ... ἐξαμαρτάνοντας Aeschin.1.159.
III en la esfera de la acción
1 interpretar de principio a fin mús. y dram. νόμον τὸν ὄρθιον dicho del poeta Arión, Hdt.1.24, τῶν μονῳδιῶν διεξελθεῖν τρόπον Ar.Ra.1330, τὸ δρᾶμα Fauorin.de Ex.2.47.
2 desempeñar τὴν ἀρχήν Gr.Naz.Ep.104.1, τὴν προστασίαν Gr.Naz.M.35.461B, πᾶσαν πρᾶξιν κατὰ ἀρετήν Olymp.M.93.569A.
IV temp. recorrer hasta el final, pasar ἕως ἂν τὸ δεύτερον διεξέλθωσιν ἔτος Pl.Lg.760e
δ. τὸν βίον vivir c. expr. modal o pred. καθαρῶς τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθοῦσα Pl.Phd.108c, δεῖ δε τὸν κατ' εἰρήνην βίον ἕκαστον πλεῖστόν τε καὶ ἄριστον διεξελθεῖν Pl.Lg.803d, cf. 823a, οἷς γε ἀνάγκη διὰ βίου πεινῶσιν τὴν ψυχὴν ἀεὶ τὴν αὑτῶν διεξελθεῖν que por fuerza han de pasar su vida con hambre en el alma sin interrupción Pl.Lg.832a
pero διεξελθεῖν τὸν βίον llegar al final de la vida, morir, PPrincet.79.3, PLond.977.15 (ambos IV d.C.).
B intr.
I c. mov.
1 cruzar al otro lado desde, salir un ejército de una ciudad, Hdt.4.203, de deposiciones διεξῆλθεν ἔξω Hp.Morb.4.52, cf. Prorrh.2.41, (τὸ αἷμα) τῇ δὲ νωθρῶς διεξέρχεται, τῇ δὲ θᾶσσον Hp.Flat.14, ὕδωρ οὐ δυνάμενον διεξελθεῖν Arist.Mete.368a6, cf. Luc.Tox.55, διεξελεύσῃ διὰ αὐτοῦ saldrás por él (el agujero), LXX Ez.12.5.
2 pasar ὡς ... διεξέλθοι ὁ κῆρυξ πωλέων τὰς εὐειδεστάτας τῶν παρθένων una vez que el pregonero pasa subastando las doncellas más hermosas Hdt.1.196, κροῦσον δὲ πεύκην ἵνα διεξέλθω E.Hel.870
c. giro prep. esp. c. διά y gen. διὰ πάσης ... τῆς Εὐρώπης Hdt.7.8γ, cf. D.C.65.1.3, δι' ὧν (πόλεων) Pl.Prt.315a, διεξῆλθε ... διὰ τοῦ στρατοπέδου ... φήμη Hdt.9.17, διὰ σώματος αὐτοῦ ... βέλος LXX Ib.20.25, διὰ τῆς πέτρας Paus.8.18.4, μεταξὺ τῆς ... πόλεως καὶ τῆς ... φυλακῆς Th.3.106, ἐπ' ἔσχατον τὸν ἀέρα Pl.Phd.109e
c. gen. πυρός pasar por el fuego Philostr.VA 3.2, c. gen. temp. τῆς νυκτός atravesar durante la noche X.HG 6.5.17.
II ref. a la lengua
1 disertar περὶ νόμων Pl.Lg.857e, περὶ τούτων Ph.1.154, διέξελθε comienza la disertación Pl.Plt.257c.
2 extenderse, hacer un recorrido de palabra διὰ πολιτειῶν τινων Pl.Lg.683a, διὰ μακροῦ τινὸς διεξελθόντες λόγου Pl.R.484a.
III sólo c. suj. no humano
1 temp. transcurrir, pasar χρόνου πολλοῦ διεξελθόντος Hdt.2.52, ἡμέρα διεξῆλθεν ἀργή Plu.Arist.16, ἐπειδὰν αἱ ἡμέραι αἱ ἐκ τοῦ νόμ[ου] διεξέλθωσιν SEG 28.60.104 (Atenas III a.C.), διεξελθόντων τῶν εἴκοσι ἐτῶν τῆς μισθώσεως PStras.92.12, 15 (III a.C.), cf. Schwyzer l.c.
transcurrir hasta el fin, agotarse πάντα δ' ἤδη διεξεληλύθει ... τἀκ τῶν νόμων se habían agotado todos los medios legales D.21.84.
2 fís. recorrer, moverse un móvil τὸ Γ παρὰ πάντα τὰ Β διεξεληλυθέναι Arist.Ph.240a11.

German (Pape)

[Seite 620] (s. ἔρχομαι), 1) ganz durch bis ans Ende gehen, wie Dem. 18, 179 διὰ πάντων ἄχρι τῆς τελευτῆς δ. sagt, u. Plat. Phaed. 109 e ἐπ' ἔσχατον τὸν ἀέρα. – Mit dem acc.; ὁδόν Plat. Legg. VII, 822 a; Plut. Pyrrh. 24; διεξόδους Plat. Rep. III, 405 c u. A.; auch πόλεις, Her. 1, 196; u. überte., πόνους, Soph. Phil. 1419; πάντας φίλους, d. i. sich an alle Freunde wenden, Eur. Alc. 15; ἀδικήματα, Plat. Rep. III, 409 a; βίον, Phaed. 108 c Legg. VII, 823 a; ἔτος, VI, 760 a., u. ähnl. ψυχήν, VIII, 832 a; – διά τινος, Her. 3, 11. 4, 72 u. öfter; διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, alle Strafen versuchen, Thuc. 3, 45; vgl. Dem. 2, 5, πάντα διεξελήλυθεν, οἷς πρότερον ηὐξήθη, welche Stelle man auch zu 3) zieht. – 2) bes. λόγῳ, durchgehen, vollständig darstellen; πολιτείαν, δίκην u. ä., Plat. Legg. V, 783 e IX, 856 a; περί τινος, IX, 857 e; u. absol., III, 699 e. So Dem. u. Folgde, βιβλίον, γραφήν, lesen, Plut. Cat. min. 70; Hln. 1, 17, 9. – 3) intrans., vorübergehen, πάντα διεξεληλύθει, ist vorbei, Dem. 21, 84; vgl. 2, 5; so von der Zeit, Plut. Aristid. 16.

French (Bailly abrégé)

f. διεξελεύσομαι, etc.
A. tr. I. (διά, à travers) s'avancer à travers, acc.;
II. (διά, jusqu’au bout);
1 aller jusqu’au bout, parcourir tout au long : βίον PLAT traverser la vie ; πόνους SOPH traverser des épreuves pénibles ; διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν THC traverser, càd parcourir toute la série des peines;
2 parcourir par la parole, càd exposer en détail, acc.;
B. intr. s'avancer, passer en parl. du temps.
Étymologie: διά, ἐξέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

διεξέρχομαι: (fut. διεξελεύσομαι, aor. 2 διεξῆλθον, pf. διεξελήλῠθα)
1 до конца или насквозь проходить, переходить (χωρίον Her.; ὁδόν Plat., Plut.; ἴσον τόπον Arst.; перен. καθαρῶς τὸν βίον διεξελθεῖν Plat.): διεξελθεῖν (πολλοὺς) πόνους Soph. совершить много трудных дел; διεξελθεῖν διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν Thuc. перепробовать все виды кар; ὡς διεξέλθοι πωλέων τι Her., закончив продажу чего-л.; διὰ πάντων διεξελθόντες Her. покончив со всеми; ἀπὸ τῆς ἀρῆς διὰ πάντων ἄχρι τῆς τελευτῆς διεξελθεῖν Dem. испытать все средства от начала до конца; διεξελθεῖν πάντας φίλους Eur. подвергнуть испытанию всех друзей;
2 по порядку или обстоятельно излагать, рассказывать, передавать (τι Her., Plat., Arst., Plut. и περί τινος Plat.): δ. πρὸς ἑαυτὸν περί τινος Plat. размышлять о чем-л.;
3 прочитывать (δὶς τὸ βιβλίον Plut.);
4 (о времени или событиях), проходить, протекать, (χρόνου πολλοῦ διεξελθόντος Her.): πάντα διεξελήλυθεν Dem. все кончилось; ἡ ἡμέρα διεξηλθεν ἀργή Plut. (весь) день прошел в бездействии.

Greek (Liddell-Scott)

διεξέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι, Ἀττ. διέξειμι· ― διαπερνῶ, διέρχομαι διὰ μέσου καὶ ἐξέρχομαι, τὸ χωρίον Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. 5. 29, κτλ. 2) διέρχομαι, ἐντελῶς διέρχομαι, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, νόμον τὸν ὄρθιον ὁ αὐτ. 1. 24· πάντας φίλους Εὐρ. Ἀλκ. 15· τὴν ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 822Α· τὴν δίκην αὐτόθι 856Α· δ. πόνους, Λατ. exhaurire labores, Σοφ. Φ. 1419· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., δ. πωλέων, τελειῶνω τὴν πώλησιν, Ἡρόδ. 1. 196· πρβλ. διέξοδος Ι. 4. 3) μετὰ τῆς προθ. διά, διέρχομαι ματὰ σειρὰν ἢ διαδοχικῶς, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. φονεύων αυτοὺς διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 3. 11· διὰ τῶν δέκα ὁ αὐτ. 5. 92, 3· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δοκιμάζων τὴν μίαν μετὰ τὴν ἄλλην, Θουκ. 3. 45· διὰ τῶν πόλεων Πλάτ. Πρωτ. 315Α. 4) διέρχομαι λεπτομερῶς, διηγοῦμαι ἀκριβῶς ἐκθέτων πάσας τὰς περιστάσεις, τι Ἡρόδ. 3. 75., 7. 18, Πλάτ. Νόμ. 893Α, κτλ.· ὡσαύτως, δ. περί τινος αὐτόθι 857Ε. β) δ. τι πρὸς αὐτόν, ἐξετάζων τι καθ’ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., παρέρχομαι, διέρχομαι ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. 2. 52, πρβλ. Buttm. Ind. Dem. Mid. Δημ. 541. 22.

Greek Monolingual

(AM διεξέρχομαι) εξέρχομαι
1. διαβαίνω, περνώ ανάμεσα
2. (για βιβλία, έγγραφα κ.λπ.) μελετώ απ' την αρχή ώς το τέλος
3. διαπραγματεύομαι ένα θέμα με κάθε λεπτομέρεια
μσν.
υποστηρίζω
αρχ.
1. υπομένω πόνους
2. (με την προθ. δια) α) περνώ διαδοχικά, με τη σειράἐπεὶ διεξεληλύθασί γε διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν οἰ ἄνθρωποι» — δοκίμασαν όλα τα είδη τών ποινών)
β) (με αισχρή σημασία) συνουσιάζομαι με πολλές (-ούς) στη σειρά
3. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω
4. (για νομικές διατυπώσεις) συντελούμαι
5. φρ. α) «διεξέρχομαι τὸν βίον» — πεθαίνω
β) «διεξέρχομαι αὐτὸς πρὸς αὑτόν» — μελετώ τον εαυτό μου.

Greek Monotonic

διεξέρχομαι: μέλ. -ελεύσομαι, = διέξειμι·
I. 1. πηγαίνω ανάμεσα, περνώ ανάμεσα και εξέρχομαι, τὸ χωρίον, σε Ηρόδ.
2. διέρχομαι εντελώς, διέρχομαι από αρχή ως τέλος, πάντας φίλους, σε Ευρ. κ.λπ.· με μτχ., δ. πωλέων, ολοκληρώνω την πώληση, σε Ηρόδ.
3. διέρχομαι στη σειρά ή διαδοχικά· διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. σκοτώνοντας το ένα μετά το άλλο, στον ίδ.· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δηλ. δοκιμάζοντας τη μια μετά την άλλη, σε Θουκ.
4. διέρχομαι, εξηγώ, εξετάζω με λεπτομέρεια, εκθέτω με κάθε ακρίβεια, σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. 1. αμτβ., παρέρχομαι, περνώ, διαβαίνω, είμαι παρωχημένος, λέγεται για χρόνο, στον ίδ.
2. αφηγούμαι, περιγράφω, εκθέτω με σαφήνεια, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -ελεύσομαι = διέξειμι
I. to go through, pass through, τὸ χωρίον Hdt.
2. to go through, go completely through, πάντας φίλους Eur., etc.: c. part., δ. πωλέων to be done selling, Hdt.
3. to go through in succession, διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, i. e. killing them one after another, Hdt.; διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, i. e. trying one after another, Thuc.
4. to go through in detail, recount in full, Hdt., etc.
II. intr. to be past, gone by, of time, Hdt.
2. to be gone through, related fully, Dem.

Chinese

原文音譯:™xšrcomai 誒克士-誒而何買
詞類次數:動詞(222)
原文字根:出去-來 相當於: (סוּר‎) (יׄוצֵאת‎ / יָצָא‎ / צֵא‎) (צָמַח‎)
字義溯源:發出,出來,出到,來到,出去,出,去,走,逃,進,下來,起行,起身,前行,發行,外邊,離開,離,傳,傳遍,傳開,流出來;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἔρχομαι)*=來)組成。參讀 (ἀναλύω) (ἀντλέω) (ἐκβαίνω)同義字
出現次數:總共(218);太(43);可(39);路(44);約(30);徒(30);羅(1);林前(2);林後(3);腓(1);帖前(1);來(5);雅(1);約壹(2);約貳(1);約叄(1);啓(14)
譯字彙編
1) 出來(43) 太8:28; 太12:43; 太13:1; 太14:14; 太15:22; 太17:18; 太18:28; 太24:1; 可3:21; 可5:13; 可8:11; 可9:25; 可9:29; 可11:11; 可11:12; 可14:26; 路4:35; 路4:35; 路4:41; 路6:19; 路8:29; 路8:33; 路11:53; 路15:28; 約18:16; 約18:38; 約19:17; 約19:34; 約20:3; 徒8:7; 徒16:18; 徒28:3; 林前14:36; 雅3:10; 啓6:4; 啓9:3; 啓14:15; 啓14:17; 啓14:18; 啓15:6; 啓16:17; 啓19:5; 啓19:21;
2) 出去(27) 太9:31; 太9:32; 太12:14; 太13:3; 太20:1; 太20:3; 太20:5; 太20:6; 太22:10; 可1:45; 可3:6; 可4:3; 可6:12; 可8:27; 可14:16; 可16:20; 路6:12; 路8:5; 路14:21; 路21:37; 約11:31; 約13:30; 約18:1; 徒12:17; 徒15:24; 徒15:40; 徒18:23;
3) 去(11) 太21:17; 可5:30; 路10:10; 路14:18; 約1:43; 徒10:23; 徒14:20; 徒16:3; 徒16:10; 林後8:17; 來11:8;
4) 出(9) 太25:1; 可1:35; 可14:68; 路17:29; 約8:42; 約10:9; 約12:13; 徒1:21; 來7:5;
5) 離(6) 路5:8; 路8:35; 路8:38; 路11:24; 徒22:18; 林前5:10;
6) 出去了(6) 可2:12; 路11:14; 約8:9; 約8:59; 徒17:33; 來11:8;
7) 他出來(5) 太26:71; 可6:34; 路1:22; 路22:39; 徒12:9;
8) 傳(5) 太9:26; 可1:28; 路4:14; 路7:17; 約21:23;
9) 他⋯去(4) 可2:13; 路22:62; 徒11:25; 啓3:12;
10) 他們⋯出去(4) 路9:6; 約4:30; 約21:3; 約壹2:19;
11) 你們出去(4) 太11:8; 太11:9; 路7:25; 路7:26;
12) 他們⋯出來(4) 太27:53; 路4:36; 路8:35; 徒12:10;
13) 我⋯出來(3) 路11:24; 約16:28; 腓4:15;
14) 出來的(3) 太12:44; 約16:27; 來3:16;
15) 就出來(3) 太8:32; 太26:30; 約18:4;
16) 他出去(3) 路4:42; 路5:27; 約13:31;
17) 你⋯出來(2) 太5:26; 路12:59;
18) 下來(2) 可5:2; 路2:1;
19) 你們⋯出來(2) 可14:48; 路22:52;
20) 去罷(2) 路13:31; 徒16:36;
21) 他離開(2) 可6:1; 約4:43;
22) 發出來的(2) 太15:18; 太15:19;
23) 出來罷(2) 可1:25; 可5:8;
24) 你們離(2) 太10:14; 路9:5;
25) 你們當⋯出來阿!(1) 啓18:4;
26) 牠要出來(1) 啓20:8;
27) 他⋯出來(1) 啓6:2;
28) 流出來(1) 啓14:20;
29) 將有⋯出來(1) 太2:6;
30) 進(1) 約貳1:7;
31) 傳遍(1) 羅10:18;
32) 我們前行(1) 徒21:8;
33) 就起身(1) 徒21:5;
34) 去了(1) 林後2:13;
35) 傳開了(1) 帖前1:8;
36) 已經來到(1) 約壹4:1;
37) 我們當出到(1) 來13:13;
38) 你們⋯出去(1) 太24:26;
39) 他⋯出(1) 太26:75;
40) 離去(1) 徒20:11;
41) 她們⋯出來(1) 可16:8;
42) 他是⋯出來(1) 約13:3;
43) 他⋯逃(1) 約10:39;
44) 曾⋯出去(1) 路8:46;
45) 你⋯出來的(1) 約16:30;
46) 他⋯離(1) 可7:31;
47) 你們要⋯出來(1) 林後6:17;
48) 我是⋯出來的(1) 可1:38;
49) 我⋯出來的(1) 約17:8;
50) 她⋯出去(1) 可6:24;
51) 他們⋯下來(1) 可6:54;
52) 他們⋯出外(1) 約叄1:7;
53) 來(1) 約19:5;
54) 他們出了(1) 可1:29;
55) 出來了(1) 可1:26;
56) 他們出來(1) 太27:32;
57) 你們離開(1) 可6:10;
58) 已經離(1) 可7:29;
59) 牠就出來了(1) 可9:26;
60) 已出去了(1) 可7:30;
61) 你們出來(1) 太26:55;
62) 你們出(1) 太25:6;
63) 你們走(1) 太10:11;
64) 都出(1) 太8:34;
65) 你們從前出(1) 太11:7;
66) 要出來(1) 太13:49;
67) 發出(1) 太24:27;
68) 離開(1) 太15:21;
69) 他們離開(1) 可9:30;
70) 你們從前出去(1) 路7:24;
71) 我們出去(1) 徒16:13;
72) 他們要出來(1) 徒7:7;
73) 他離(1) 徒7:4;
74) 牠出來了(1) 徒16:18;
75) 沒有了(1) 徒16:19;
76) 走了(1) 徒16:40;
77) 他們離(1) 徒16:40;
78) 你要離(1) 徒7:3;
79) 外邊(1) 約19:4;
80) 他上(1) 路8:27;
81) 曾趕出(1) 路8:2;
82) 起行(1) 路9:4;
83) 你出去(1) 路14:23;
84) 出到(1) 約18:29;
85) 就出來了(1) 約11:44;
86) 就起行(1) 徒20:1