κωμάζω: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4") |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=εὐθυμῶ, γιορτάζω). Ἀπό τό [[κῶμος]] πού παράγεται ἀπό τό [[κεῖμαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[κωμάζω]]: [[κωμασία]] (=παρέλαση τῶν εἰδώλων τῶν [[θεῶν]] στήν Αἴγυπτο), [[κωμαστής]], [[κωμαστικός]]. | |mantxt=(=[[εὐθυμῶ]], [[γιορτάζω]]). Ἀπό τό [[κῶμος]] πού παράγεται ἀπό τό [[κεῖμαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[κωμάζω]]: [[κωμασία]] (=παρέλαση τῶν εἰδώλων τῶν [[θεῶν]] στήν Αἴγυπτο), [[κωμαστής]], [[κωμαστικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=[[gozar]], [[divertirse en un grupo festivo]] ref. a Selene τριπρόσωπε Σελήνη, ... ἣ Χαρίτων τρισσῶν τρισσαῖς μορφαῖσι χορεύεις ἀστράσιν κωμάζουσα <b class="b3">Selene de tres rostros, tú que danzas gozando con las estrellas con la triple forma de las tres Gracias</b> P IV 2794 ref. a una planta en su recogida σὺ εἶ ἡ ψυχὴ τοῦ δαίμονος του Ὀσίρεως, ἡ κωμάζουσα ἐν παντὶ τόπῳ <b class="b3">tú eres el alma del demon de Osiris, la que goza en todo lugar</b> P IV 2988 | |esmgtx=[[gozar]], [[divertirse en un grupo festivo]] ref. a Selene τριπρόσωπε Σελήνη, ... ἣ Χαρίτων τρισσῶν τρισσαῖς μορφαῖσι χορεύεις ἀστράσιν κωμάζουσα <b class="b3">Selene de tres rostros, tú que danzas gozando con las estrellas con la triple forma de las tres Gracias</b> P IV 2794 ref. a una planta en su recogida σὺ εἶ ἡ ψυχὴ τοῦ δαίμονος του Ὀσίρεως, ἡ κωμάζουσα ἐν παντὶ τόπῳ <b class="b3">tú eres el alma del demon de Osiris, la que goza en todo lugar</b> P IV 2988 | ||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 November 2022
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾰ] Pi.N.9.1, -άσομαι Id.P.9.89, AP5.63 (Asclep.), Luc.Luct.13; Dor. -άξομαι Pi.I.4(3).72: aor. A ἐκώμᾰσα E.HF 180; poet. κώμ- Pi.N.10.35; Dor. imper. -άξατε ib.2.24: pf. κεκώμᾰκα AP5.111 (Phld.): (κῶμος):—revel, make merry, νέοι κώμαζον ὑπ' αὐλοῦ Hes.Sc.281; κωμάζοντα μετ' αὐλητῆρος ἀείδειν Thgn.1065, cf. S.Fr.764, E.Alc.815, etc.; κ. μετὰ μέθης Pl.Lg.637a; κ. καὶ παιωνίζειν D.18.287; ὀρχούμενος καὶ κ. Theopomp.Hist.153; κ. μεθ' ἡμέραν Lys. 14.25, Phld.Acad.Ind.p.47 M.; go in festal procession, Σικυωνόθεν εἰς Αἴτναν Pi.N.9.1; ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κ. D.19.287: metaph., νήσους κώμασον εἰς μακάρων Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548; especially in Egypt, take part in religious processions, PGnom.200, 214 (ii A.D.): hence trans., carry images, etc., in procession, ναόν, ξόανον κ., ib.211, BGU362 vii 17 (iii A.D.):—Pass., χρὴ τὰς θεὰς κωμάζεσθαι Sammelb.421 (iii A.D.). II esp. celebrate a κῶμος in honour of the victor at the games, κ. σὺν ἑταίροις Pi.O.9.4, etc.: c. acc. cogn., ἑορτὰν κ. Id.N.11.28; τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμασεν E.HFl.c. 2 c. dat. pers., approach with a κῶμος, sing in his honour, Pi.I.7(6).20 (in fut. Med., Id.P.9.89); ἡ Ἀφροδίτη κ. παρὰ τὸν Διόνυσον Plu.Ant.26. 3 c. acc. pers., honour or celebrate him in or with the κῶμος, Pi.N.10.35, I.4(3).72; κ. Δία Τιμοδήμῳ celebrate Zeus for Timodemos' sake, Id.N.2.24. III break in upon in the manner of revellers, serenade, of lovers, Alc.56; ἐπὶ γαμετὰς γυναῖκας Is.3.14, cf. Luc.DMar.1.4; κ. ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα Theoc.3.1, cf. Ath.8.348c; παρά τινι Arr.An.7.24.4; εἴς τινα Alciphr.1.6; ἐπὶ τὰς ἑταιρίδων θύρας Ath.13.574e: generally, burst in, εἰς τόπον APl.4.102; of evil, ἄτη ἐς πόλιν ἐκώμασεν Tryph.314; θρῆνος εἰς ὑμέναιον AP7.186 (Phil.); of Alexander, καθ' ὅλης τῆς ὑφ' ἡλίῳ Him.Ecl.2.18: prov., ὗς ἐκώμασεν, 'a bull in a china-shop', Diogenian.8.60; εἰς μελίττας ἐκώμασας 'you have raised a hornet's nest about your ears', Paus.Gr.Fr.160, Zen.3.53, etc.
German (Pape)
[Seite 1543] fut. κωμάσω Pind. N. 9, 1, κωμάσομαι P. 9, 89, dor. κωμάξω, vgl. συγκωμάζω; in festlichem, lustigem Aufzuge, κῶμος, daher schwärmen, bes. von jungen Leuten, die nach einem Gastmahle mit Musik, gew. mit Flöten, unter Tanz u. Gesang durch die Stadt ziehen u. dabei allerlei Scherz u. Muthwillen treiben; ὑπ' αὐλοῦ κωμάζειν Hes. Sc. 281, wie μετ' αὐλητῆρος Theogn. 1061; auch von bacchischen Aufzügen, dem Bacchus zu Ehren einen Aufzug halten, bacchisch jubeln; übh. ein Freudenfest, ein festliches Mahl begehen, Schmaus, Musik, Tanz u. Umzüge verbunden; τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμαζε Eur. Herc. Fur. 180; καὶ ὀρχεῖσθαι Theop. Ath. VI, 260 b; κωμάσομεν Σικυώνοθε ἐς Αἴτναν Pind. N. 9, 1; κώμαζε σὺν ὕμνῳ I. 6, 20; κωμάζοντι σὺν ἑταίροις Ol. 9, 4; auch ἑορτὰν κωμάσαις N. 11, 27, das Fest feierlich begehen; τινί, Einem zu Ehren einen Umzug halten, Einem ein Ständchen bringen, I. 6, 20; auch im med., τοῖσι κωμάσομαι P. 9, 89; τινά, Einen feiern, feierlich preisen, N. 2, 24. 10, 35, im med. I. 3, 90. – Uebh. schwärmen; absolut, Eur. Alc. 818; gew. tadelnd, κωμάζοντί τινι μετὰ μέθης Plat. Legg. I, 637 a; μεθ' ἡμέραν Lys. 14, 25, wie Luc. bis accus. 16; ἐπὶ γυναῖκας Is. 3, 14; ἐν ᾑ ἑορτῇ πάντες Βαβυλώνιοι ὅλην τὴν νύκτα πίνουσι καὶ κωμάζουσιν Xen. Cyr. 7, 5, 15; ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κωμάζει Dem. 19, 287, vgl. 59, 33; schwärmend losgehen, mit Übermuth, Muthwillen eindringen auf Jem., ἐπί τινα, Luc. D. mar. 1, 4; πρός τινα, Ath. VIII, 348 c; παρά τινα, Anton. 26, bes. von Liebhabern, die vor die Thür der Geliebten ziehen u. singen, ἐπὶ τὰς τῶν ἑταιρίδων θύρας ἐκώμαζεν Ath. XIII, 574 e, vgl. 585 a; κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα Theocr. 3, 1; vgl. Welcker bei Jacobs Philostr. Imagg. 1, 2, p. 205. – Allgemeiner vom Herakles ἐκ πυρὸς ἐκώμασας εἰς Ὄλυμπον, du bist in den Olymp hinausgezogen, Ep. ad. 288 (Plan. 102); θρῆνος δ' εἰς ὑμέναιον ἐκώμασε Philp. 79 (VII, 186); vgl. ἄτη ἐς πόλιν Tryph. 314. – Sprichwörtlich ὗς ἐκώμασεν, nach Diog. 8, 60 ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων.
French (Bailly abrégé)
f. κωμάσω ou κωμάσομαι, ao. ἐκώμασα, pf. κεκώμακα;
I. célébrer les fêtes de Dionysos par des chants et des danses;
II. p. ext. 1 faire une partie de plaisir, aller par les rues en chantant et en dansant au son de la flûte;
2 en gén. aller en partie de plaisir;
3 p. ext. banqueter, festiner.
Étymologie: κῶμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμάζω, Dor. κωμάσδω [κῶμος] Dor. imperat. aor. 2 plur. κωμάξατε, ptc. κωμάσαις; Dor. fut. κωμάξομαι aan een feestoptocht deelnemen:; ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κωμάζει die bij optochten ongemaskerd meeloopt Dem. 19.287; feesten:. ὅλην τὴν νύκτα πίνουσι καὶ κωμάζουσιν de hele nacht zitten ze te drinken en te feesten Xen. Cyr. 7.5.15. een serenade brengen: met ἐπί, παρά of πρός + acc..;: κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα ik breng een serenade aan Amaryllis Theocr. Id. 3.1; ἐκώμασε πρῴην ἐπὶ σέ hij bracht je onlangs een serenade Luc. 78.1.4; zingen voor, toezingen, met dat.:; μή τις ὕμνος Βακχίῳ κωμάζεται; er wordt toch geen hymne voor Bacchius gezongen? Luc. 69.78; ook met acc. vieren:. τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμασεν hij vierde zijn overwinning in gezelschap van de goden Eur. HF 180.
Russian (Dvoretsky)
κωμάζω: дор. κωμάσδω (дор. 2 л. pl. imper. κωμάξατε, дор. part. κωμάσαις; дор. fut. med. κωμάξομαι)
1 совершать шествие в честь Вакха (κ. καὶ παιωνίζειν Dem.);
2 устраивать веселое шествие (ὑπ᾽ αὐλοῦ Hes.; σὺν ὕμνῳ Pind.);
3 отправляться веселой гурьбой (ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα Theocr.; ἐπὶ γυναῖκας Isae.);
4 справлять шумным шествием (ἑορτάν Pind.): κ. τινί Pind. совершать шествие в честь кого-л.;
5 отмечать веселыми шествиями (τὸν καλλίνικον Eur.);
6 прославлять в шумном веселье (Δία Pind.);
7 предаваться разгулу, бражничать (ὅλην τὴν νύκτα Xen.; μεθ᾽ ἡμέραν Lys.; παίζειν καὶ κ. Plut.).
English (Slater)
κωμάζω (κώμαζ(ε); κωμάζοντ(α), -οντι: fut. med. pro act., κωμᾰσομαι, -άξομαι: aor. κώμᾰσαν; subj. -ᾰσομεν; κωμάξατε; κωμᾰσαις.)
a abs., hold a triumphal procession. κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις (O. 9.4) κωμάζοντι σὺν Ἀρκεσίλᾳ (P. 4.2) κωμάσομεν πὰρ Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν (χορεύσωμεν καὶ ὑμνήσωμεν Σ.) (N. 9.1) χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι (I. 3.8) κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ (I. 7.20)
b celebrate (a person, event) with a victory hymn, or procession. τὸν (= Δία), ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ. ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ (N. 2.24) ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν (= Θεαῖον) ὀμφαὶ κώμασαν (N. 10.35) σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι, τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν (κωμάζομαι v.l.) (I. 4.72) τοῖσι (i. e. in honour of Herakles and Iphikles) τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (P. 9.89) πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις sc. Aristagoras (N. 11.28)
Spanish
gozar, divertirse en un grupo festivo
Greek Monolingual
κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) κώμος
1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ' αὐλοῦ», Ησίοδ.)
2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν του Βάκχου ἡ προς τιμήν ἡρωα ἡ νικητή («κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε... εἰς Αἴτναν», Πίνδ. β. «πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσας», Πίνδ.)
3. πλησιάζω κάποιον τραγουδώντας και χορεύοντας προς τιμήν του («ὡς ἡ Ἀφροδίτη κωμάζοι παρὰ τὸν Διόνυσον», Πλούτ.)
4. εξυμνώ κάποιον («τον, ὦ πολῑται, κωμάξατε», Πίνδ.)
5. τραγουδώ στην πόρτα αγαπημένης («ἐπὶ γαμετὰς γυναῑκας οὐδεὶς ἄν κωμάζειν τολμήσειεν», Ισαί.)
6. ενσκήπτω, εμφανίζομαι ξαφνικά, πέφτω σε κάποιον («ἄτη εἰς πόλιν ἐκώμασεν», Τρύφ.)
7. τραγουδώ αισχρούς στίχους
8. φέρομαι χυδαία
9. παροιμ. φρ. α) «ὗς ἐκώμασεν» — φέρθηκε σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, τά έκανε γυαλιά-καρφιά
β) «εἰς μελίττας ἐκώμασας» — έβαλες μπελάδες στο κεφάλι σου.
Greek Monotonic
κωμάζω: μέλ. -άσω και -άσομαι, αόρ. αʹ ἐκώμᾰσα, ποιητ. κώμ-· παρακ. κεκώμᾰκα· Δωρ. κωμάσδω, μέλ. -άξομαι, αόρ. αʹ προστ. κωμάξατε· (κῶμος)·
I. 1. συμμετέχω σε όμιλο γλεντζέδων, διασκεδάζω, γλεντοκοπώ, ξεφαντώνω, ευθυμώ, Λατ. comissari, σε Ησίοδ., Θέογν., Ευρ. κ.λπ.
2. πηγαίνω σε γιορταστική πομπή, σε Πίνδ., Δημ.
II. 1. γιορτάζω, κῶμος, προς τιμήν του νικητή στους αγώνες, συμμετέχω στους πανηγυρισμούς, σε Πίνδ.· με σύστ. αντ., ἑορτὰν κ., στον ίδ.
2. με δοτ. προσ., πλησιάζω με κῶμον, τραγουδώ προς τιμήν του, στον ίδ.
3. με αιτ. προσ., τιμώ ή γιορτάζω αυτόν μέσα ή μέσω του κῶμου, στον ίδ.
III. εμφανίζομαι ξαφνικά με τον τρόπο των γλεντζέδων, κ. ποτὶ τὴν Ἀμαρυλλίδα, σε Θεόκρ.· γενικά, εμφανίζομαι ξαφνικά, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κωμάζω: μέλλ. -άσω, Πινδ. Ν. 9. 1· ἀλλὰ -άσομαι ὁ αὐτ. Π. 9. 156, Ἀνθ. Π. 5. 64. Λουκ.· ἀόρ. ἐκώμᾰσα, Τραγ., ποιητ. κώμ- Πινδ. Ν. 10. 65· πρκμ. κεκώμᾰκα Ἀνθ. Π. 5. 112· ― κωμάσδω, μέλλ. -άξομαι Πινδ. Ι. 3 (4) 122· ἀόρ. προστ. κωμάξατε ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· (κῶμος). Περιέρχομαι ἐν εὐθυμίᾳ, χορεύων καὶ ᾄδων, εὐθυμῶ, «κάμνω πατινάδα», Λατ. comissari, νέοι κώμαζον ὑπ’ αὐλοῦ Ἡσίοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 281· κωμάζοντα μετ’ αὐλητῆρος ἀείδειν Θέογν. 1061, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 703, Εὐρ. Ἄλκ. 815, κτλ.· κ. μετὰ μέθης Πλάτ. Νόμ. 637Α· κ. καὶ παιανίζειν Δημ. 321. 17· ὀρχούμενος καὶ κ. Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 260Β· κ. μεθ’ ἡμέραν Λυσ. 142. 7· ― πορεύομαι ἐν πομπῇ ἑορταστικῇ, πανηγυρικῶς, κωμάσομεν παρ’ Ἀπόλλωνος Σικυώνοθε… ἐς Αἴτναν Πινδ. Ν. 9. 1· ὃς ἐν ταῖς πομπαῖς ἄνευ τοῦ προσώπου κ. Δημ. 433. 22· ἐπὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου, καθ’ ὅλης τῆς ὑφηλίου κ. Ἱμερ. Ἐκλ. 2. 18. ΙΙ. παρὰ Πινδ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, τελῶ κῶμον εἰς τιμὴν τοῦ νικητοῦ ἐν τοῖς ἀγῶσι, λαμβάνω μέρος εἰς τοὺς τοιούτους κώμους (ἴδε κῶμος), κ. σὺν ἑταίροις Πινδ. Ο. 9. 6, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ συστοίχου αἰτ., ἑορτὰν κ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 11. 36, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 180. 2) μετὰ δοτ. προσ., πλησιάζω τινὰ μετὰ κώμου, ᾄδω πρὸς τιμὴν αὐτοῦ, Πινδ. Ι. 7 (6). 27· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν 9. 157· οὕτως, ἡ Ἀφροδίτη κ. παρὰ τὸν Διόνυσον Πλουτ. Ἀντών. 26. 3) μετ’ αἰτ. προσ., τιμῶ, ἑορτάζω τινὰ μετὰ κώμου, ἐξυμνῶ, Πινδ. Ν. 10. 64, Ι. 4. 122 (3. 90)· κ. Δία Τιμοδήμῳ, ἑορτάζω τὸν Δία χάριν τοῦ Τιμ., ὁ αὐτ. Ν. 2. 38· πρβλ. χορεύω. ΙΙΙ. ἐμφανίζομαι ἐξαίφνης κατὰ τὸν τρόπον τῶν κωμαζόντων, μετὰ κώμου ἢ «πατινάδας», ἐπὶ ἐραστῶν, Ἀλκαῖ. 40· κ. ἐπὶ γυναῖκας Ἰσαῖ. 39. 24, πρβλ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κ. ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα Θεόκρ. 3. 1· εἰς αὐτὴν Ἀλκίφρων 1. 6, πρβλ. Ἀθήν. 574Ε, 348C· ― καθόλου, ἐξαίφνης ἐμφανίζομαι, κ. εἰς τόπον Ἀνθ. Πλαν. 102· ἐπὶ κακοῦ, ἄτη ἐς πόλιν ἐκώμασεν Wernicke εἰς Τρυφ. 314· θρῆνος εἰς ὑμέναιον Ἀνθ. Π. 7. 186· ― παροιμ., ὗς ἐκώμασεν, ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων, Παροιμιογρ.
Middle Liddell
[from κῶμα κῶμος
I. to go about with a party of revellers, to revel, make merry, Lat. comissari, Hes., Theogn., Eur., etc.
2. to go in festal procession, Pind., Dem.
II. to celebrate a κῶμος in honour of the victor at the games, to join in festivities, Pind.; c. acc. cogn., ἑορτὰν κ. Pind.
2. c. dat. pers. to approach with a κῶμος, sing in his honour, Pind.
3. c. acc. pers. to honour or celebrate him in or with the κῶμος, Pind.
III. to break in upon in the manner of revellers, κ. ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα Theocr.:—generally, to burst in, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=εὐθυμῶ, γιορτάζω). Ἀπό τό κῶμος πού παράγεται ἀπό τό κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κωμάζω: κωμασία (=παρέλαση τῶν εἰδώλων τῶν θεῶν στήν Αἴγυπτο), κωμαστής, κωμαστικός.
Léxico de magia
gozar, divertirse en un grupo festivo ref. a Selene τριπρόσωπε Σελήνη, ... ἣ Χαρίτων τρισσῶν τρισσαῖς μορφαῖσι χορεύεις ἀστράσιν κωμάζουσα Selene de tres rostros, tú que danzas gozando con las estrellas con la triple forma de las tres Gracias P IV 2794 ref. a una planta en su recogida σὺ εἶ ἡ ψυχὴ τοῦ δαίμονος του Ὀσίρεως, ἡ κωμάζουσα ἐν παντὶ τόπῳ tú eres el alma del demon de Osiris, la que goza en todo lugar P IV 2988