ὄλεθρος: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[perte]], [[ruine]], [[mort]];<br /><b>2</b> ce qui cause la ruine, fléau.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[perte]], [[ruine]], [[mort]];<br /><b>2</b> [[ce qui cause la ruine]], [[fléau]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:39, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ,
A ruin, destruction, death, αἰπὺς ὄλεθρος Il.11.174, al.; λυγρὸς ὄλεθρος 10.174, al.; ὄλεθρος ἀδευκής Od.4.489; οἴκτιστος ὄλεθρος 23.79; ἵνα ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325; ὀλέθρου πείρατα, like τέλος θανάτοιο, the consummation of death, 6.143; ὄλεθρος, opp. γένεσις, Parm.8.21, 27; οὐκ εἰς ὄλεθρον; as an imprecation, plague take thee S.OT430; χρημάτων ὀλέθρῳ = by destruction of property. Th.7.27; εἶναι ἐν ὀλέθρῳ Antipho 1.29; ἐπ' ὀλέθρῳ τῶν χρωμένων E.Ph.534; ἐκκλησιάζειν ἐπ' ὀλέθρῳ Ar.Th.84; οὐκ ἐπὶ δουλείᾳ κολάζοντες οὐδ' ἐπ' ὀλέθρῳ Pl.R. 471a : pl., Phld.Rh.2.140S.
II that which causes destruction, pest, plague, Hes.Th.326; contemptuously of persons, γεγονὼς κακῶς καὶ ἐὼν ὄ. Hdt.3.142; ὑπὸ γερόντων ὀ. Ar.Lys.325; ὄλεθρος ἄνθρωπος Eup. 376, cf. Men.533.13; ὄλεθρος Μακεδών, of Philip, D.9.31; ὄλεθρος γραμματεύς = a pestilent scribe, of Aeschines, Id.18.127; τὸν βάσκανον, τὸν δ' ὄλεθρον = the cheat, the pest! Id.21.209; ἀνθρώπους οὐδ' ἐλευθέρους ἀλλ' ὀ. Id.23.202; πολλοὶ ὄλεθροι καὶ μεγάλοι Pl.R.491b.
III seduction, Ἑλένης E. IA1382 (troch.).
German (Pape)
[Seite 319] ὁ (ὀλέσθαι), Verderben, bes. Untergang, Tod; λυγρὸς ὄλ., im Gegensatz von βιῶναι, Il. 10, 174; ἦ μάλα δή σε κιχάνεται αἰπὺς ὄλεθρος, 11, 411, öfter; σχεδόθεν δέ οἱ ἦεν ὄλ., 16, 800; μνηστῆρσι δὲ φαίνετ' ὄλεθρος, Od. 19, 557, öfter; ἐπῆλθεν αὐτοῖς ὄλεθρος, auch ἀδευκής, οἴκτιστος, 4, 489. 23, 79; ὄλεθρος ψυχῆς, Untergang des Lebens, Il. 22, 325; Pind. P. 2, 21; Tragg., Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρος Aesch. Ch. 849, ἐμοὶ ζητῶν ὄλεθρον Soph. O. R. 659; οὐκ εἰς ὄλεθρον; Verwünschungsformel, 430; ἐπ' ὀλέθρῳ τῶν χρωμένων, Eur. Phoen. 537, öfter; u. in Prosa, χρημάτων τ' ὀλέθρῳ καὶ ἀνθρώπων φθορᾷ ἐκάκωσε τὰ πράγματα, durch Geldverlust, Thuc. 7, 27; ὄλεθρος καὶ διαφθορά, Plat. Rep. VI, 495 a; Gegensatz von γένεσις, Phil. 15 b; Folgde. – Auch was Verderben bringt, Hes. Th. 326; bes. von Menschen, verderblich, der Anderen Verderben bringt, γεγονώς τε κακὸς καὶ ἐὼν ὄλ., Her. 3, 142, wenn man nicht mit Valck. zu 5, 67 »ein des Todes würdiger Verbrecher« erklären will; vgl. ἀπάγετέ με τὸν ὄλεθρον μέγαν, Soph. O. R. 1343, nach Emend.; kom. vrbdt Ar. Lys. 325 ὄλεθροι γέροντες; Dem. braucht es oft als Schimpfwort, nennt den Philipp ὄλεθρος Μακεδών, 9, 31, den Aeschines ὄλεθρος γραμματεύς, 18, 127, vgl. 21, 210; Luc. Mort. D. 9, 4; Plut.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 perte, ruine, mort;
2 ce qui cause la ruine, fléau.
Étymologie: ὄλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὄλεθρος: ὁ
1 гибель, уничтожение (ὄ. καὶ διαφθορά Plat.): οὐκ εἰς ὄλεθρον; Soph. бран. не сгинешь ты?, т. е. убирайся прочь отсюда;
2 потеря (χρημάτων Thuc.);
3 перен., бран. пагуба, чума, бич: ὄ. Μακεδών Dem. македонская чума, т. е. Филипп; ὄ. γραμματεύς Dem. (об Эсхине) проклятый писака.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλεθρος: ὁ, (ὀλῶ, ὄλλυμι) καταστροφή, ἀπώλεια, θάνατος, ἐνεργ. καὶ παθητ., Ὅμ., Τραγ., κλ.· παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς τελευταίας σημασίας, ― κατὰ τὸ πλεῖστον αἰπὺς ἢ λυγρὸς ὄλεθρος Ἰλ. Κ. 174, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, ἀδευκὴς καὶ οἴκτιστος ὄ. Ὀδ. Δ. 489, Ψ. 79· ἵνα ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος, ἀπώλεια ζωῆς, Ἰλ. Χ. 325· ὀλέθρου πείρατα, ὡς τὸ θανάτου τέλος, ἡ συντέλεσις τοῦ θανάτου, Ζ. 143, κτλ.· οὐκ εἰς ὄλεθρον; ὡς τὸ οὐκ ἐς κόρακας; «δὲν ’πᾷς νὰ χαθῇς», Σοφ. Ο. Τ. 430· ― χρημάτων ὀλέθρῳ, δι’ ἀπώλειαν χρημάτων, Θουκ. 7. 27· εἶναι ἐν ὀλέθρῳ Ἀντιφῶν 114. 29· ἐπ’ ὀλέθρῳ τῶν χρωμένων Εὐρ. Φοίν. 534· ἐπ’ ὀλέθρῳ ἐκκλησιάζειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 84· οὐκ ἐπὶ δουλέιᾳ κολάζειν οὐδ’ ἐπ’ ὀλέθρῳ Πλάτ. Πολ. 471Α· ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. pernicies καὶ pestis, τὸ ἐπιφέρον καταστροφήν, ὀλέθριον πρᾶγμα, λοιμός, Ἡσ. Θεογ. 326· συχνάκις ἐπὶ προσώπων περιφρονητικῶς, γεγονὼς κακῶς καὶ ἐὼν ὄλ. Ἡρόδ. 3. 142· ὑπὸ γερόντων ὀλέθρων Ἀριστοφ. Λυσ. 325· οὕτως ὁ Οἰδίπους ἑαυτὸν καλεῖ, τὸν ὄλεθρον μέγαν Σοφ. Ο. Τ. 1344· ὄλ. ἄνθρωπος Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 78, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13· συχν. παρὰ Δημ., ὡς ὄλ. Μακεδών, ἐπὶ τοῦ Φιλίππου, 119. 8· ὄλ. γραμματεύς, ὀλέθριος γραμμ., ἐπὶ τοῦ Αἰσχίνου, 269. 19· τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ’ ὄλεθρον, τὸν ἀπατεῶνα, «τὴν πανοῦκλα!» 582. 1· ἀνθρώπους οὐδ’ ἐλευθέρους ἀλλ’ ὀλέθρους 688. 6· οὕτω, πολλοὶ ὄλεθροι καὶ μεγάλοι Πλάτ. Πολ. 491Β· ἴδε ἐν λέξ. φθόρος. - Τὸ ὄλεθρος συντιθέμενον γράφεται διὰ τοῦ ω προηγουμένης βραχείας, διὰ τοῦ ο δὲ προηγουμένης μακρᾶς συλλαβῆς, ὡς ἀνώλεθρος, πανώλεθρος, πανωλεθρία, ψῡχόλεθρος κτλ.
English (Autenrieth)
(ὄλλῦμι): destruction, ruin, death; αἰπύς, λυγρός, ἀδευκής, οἴκτιστος.
English (Slater)
ὄλεθρος doom τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ (P. 2.41)
English (Strong)
from a primary ollumi (to destroy; a prolonged form); ruin, i.e. death, punishment: destruction.
Greek Monotonic
ὄλεθρος: ὁ (ὄλλυμι),·
I. αφανισμός, καταστροφή, απώλεια, θάνατος, σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· ὀλέθρου πείρατα, όπως το θανάτου τέλος, η συντέλεση του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκεἰς ὄλεθρον; ως κατάρα, δεν πας να χαθείς; σε Σοφ.· χρημάτων ὀλέθρῳ, εξαιτίας της απώλειας χρημάτων, σε Θουκ.· ἐπ' ὀλέθρῳ, σε Πλάτ.
II. όπως τα Λατ. pernicies και pestis, αυτό που μπορεί να επιφέρει την καταστροφή, λοιμός, πανούκλα, κατάρα, σε Ησίοδ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ.· ομοίως, ο Οιδίποδας αποκαλεί τον εαυτό του, τὸν ὄλεθρον μέγαν, σε Σοφ.· ὄλεθρος Μακεδών, λέγεται για τον Φίλιππο, σε Δημ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: destruction
See also: s. ὄλλυμι.
Middle Liddell
ὄλεθρος, ὁ, ὄλλυμι
I. ruin, destruction, death, Hom., Trag., etc.; ὀλέθρου πείρατα, Like θανάτου τέλος, the consummation of death, Il.:— οὐκ εἰς ὄλεθρον; as an imprecation, ruin seize thee! Soph.:— χρημάτων ὀλέθρῳ by loss of money, Thuc.; ἐπ' ὀλέθρῳ Plat.
II. like Lat. pernicies and pestis, that which causes destruction, a pest, plague, curse, Hes.; of persons, Hdt.; so Oedipus calls himself τὸν ὄλεθρον μέγαν Soph.; ὄλ. Μακεδών, of Philip, Dem., etc.
Frisk Etymology German
ὄλεθρος: {ólethros}
Grammar: m.
Meaning: Verderben
See also: s. ὄλλυμι.
Page 2,375
Chinese
原文音譯:Ôleqroj 哦累特羅士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:全部 敗壞 相當於: (אָבַד) (מַשְׁחִית) (שָׁחַת)
字義溯源:敗壞,毀壞,死亡,災禍,沉淪;源自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)。參讀 (ἀπώλεια)同義字比較: (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)=滅
出現次數:總共(4);林前(1);帖前(1);帖後(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 敗壞(2) 林前5:5; 提前6:9;
2) 沉淪的(1) 帖後1:9;
3) 災禍(1) 帖前5:3
English (Woodhouse)
destruction, ruin, a pestilent creature, loss of, that which ruins
Mantoulidis Etymological
(=καταστροφή, θάνατος). Ἀπό τό ὄλλυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
destruction
Arabic: تَدْمِير, هَدْم, تَلَف; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἀπώλεια, ὄλεθρος, λοιγός; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה, הרס, הַשְׁמָדָה, חֻרְבָּן; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن, وێرانی; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום