περιβλέπω: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 , $3 :")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[regarder tout autour]], acc.;<br /><b>2</b> porter ses regards tout autour, de l'un à l'autre : τινά, sur qqn;<br /><b>3</b> [[chercher des yeux de tous côtés]], acc. ; <i>fig.</i> περιβλέπειν [[τοὔνδικον]] SOPH avoir égard à la justice;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιβλέπομαι]] chercher du regard de tous côtés, acc. ; <i>fig.</i> aspirer à, convoiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βλέπω]].
|btext=<b>1</b> [[regarder tout autour]], acc.;<br /><b>2</b> [[porter ses regards tout autour]], [[de l'un à l'autre]] : τινά, sur qqn;<br /><b>3</b> [[chercher des yeux de tous côtés]], acc. ; <i>fig.</i> περιβλέπειν [[τοὔνδικον]] SOPH avoir égard à la justice;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιβλέπομαι]] chercher du regard de tous côtés, acc. ; <i>fig.</i> aspirer à, convoiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βλέπω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 08:48, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβλέπω Medium diacritics: περιβλέπω Low diacritics: περιβλέπω Capitals: ΠΕΡΙΒΛΕΠΩ
Transliteration A: periblépō Transliteration B: periblepō Transliteration C: perivlepo Beta Code: perible/pw

English (LSJ)

A look round about, gaze around, περιβλέψας ἔφη Ar.Ec.403; πρὸς τοὺς παρόντας Pl.Erx.395c; μηδαμοῖ X.Lac.3.4; πάντῃ Luc.Sacr.9, etc.:— Med., look about one, Plu.Cat.Mi.37, Arr.Epict.3.14.3; περιεβλέποντο ζητοῦντεςD.S.16.32. II trans., look round at, πάσας X.Cyr.5.1.4:—Med., ἀλλότρια ἡγεμονικὰ π. M.Ant.7.55, cf. Ev.Marc. 3.5. 2 seek after, covet for oneself, ἀρχήν App.BC3.7. 3 look about for, τινα Luc.Vit.Auct.12; τόπον εὐφυῆ Plb.5.20.5:—Med., Id.9.17.6, LXX To.11.5. 4 admire, respect, τοὔνδικον π. S.OC996 (unless in signf. 11.3):—Pass., περιβλέπεσθαι τίμιον E.Ph.551, cf. Philostr.Her.15. 5 Med., look up, consult, βίβλους Zos.Alch. p.138 B.

German (Pape)

[Seite 570] ringsumher blicken, umherschauen, sich nach Etwas umsehen; οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις ἄν, Soph. O. C. 1000, Rücksicht nehmen darauf; vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 4; πρὸς τοὺς παρόντας, Plat. Eryx. 395 c; öfter bei Sp., τόπον, ihn suchen, Pol. 5, 20, 5; auch med., περιεβλέπετο τὸν ποιμένα, 9, 17, 6; pass., neben τιμᾶσθαι, von Allen rings angeschau't werden, 4, 62, 4; vgl. Eur. Phoen. 551 u. Ael. H. A. 6, 1, u. s. περίβλεπτος.

French (Bailly abrégé)

1 regarder tout autour, acc.;
2 porter ses regards tout autour, de l'un à l'autre : τινά, sur qqn;
3 chercher des yeux de tous côtés, acc. ; fig. περιβλέπειν τοὔνδικον SOPH avoir égard à la justice;
Moy. περιβλέπομαι chercher du regard de tous côtés, acc. ; fig. aspirer à, convoiter, acc..
Étymologie: περί, βλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-βλέπω, Ion. plqperf. med.-pass. 3 plur. περιεβεβλέατο intrans. rondkijken:; περιβλέψας ἔφη hij wierp een blik in het rond en zei Aristoph. Eccl. 403; med. om zich heen kijken. met acc. goed bekijken:; πάσας περιεβλέψαμεν wij hebben alle vrouwen goed bekeken Xen. Cyr. 5.1.4; rondkijken naar:; ὥρα σοι ἄλλον περιβλέπειν hoogste tijd voor je om naar een ander rond te kijken Luc. 27.12; opkijken naar, bewonderen:; τοὔνδικον π. rechtvaardigheid respecteren Soph. OC 996; pass.. περιβλέπεσθαι τίμιον; is het waard bewonderd te worden? Eur. Phoen. 551.

Russian (Dvoretsky)

περιβλέπω:
1 смотреть вокруг, озираться (πρός τινας Plat.);
2 осматривать, разглядывать, обозревать (τινάς Xen.): περιβλέπεσθαι Eur., Polyb. быть предметом всеобщего внимания (или восхищения);
3 тж. med. высматривать, искать (τι и τινα Polyb.; med. ἰδεῖν τινα NT);
4 взирать, оглядывать (med. τινα μετ᾽ ὀργῆς NT): οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις ἄν Soph. не считаясь с законностью (поступка).

Greek (Liddell-Scott)

περιβλέπω: ἀμεταβ., βλέπω πέριξ, ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 403· πρὸς τοὺς παρόντας Πλάτ. Ἐρυξ. 395C· μηδαμοῖ Ξεν. Λακ. 3. 4· πάντῃ Λουκ., κλ.· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βλέπω περὶ ἐμαυτόν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 14, 3. ΙΙ. μεταβ., βλέπω ὁλόγυρα πρός., πάντας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· οὕτως ἐν τῷ μέσ., καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ’ ὀργῆς... λέγει τῷ ἀνθρώπῳ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. γϳ, 5. 2) ἐπιζητῶ ἢ ἐπιδιώκω τι, ἐπιθυμῶ δι’ ἐμαυτόν, ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 7· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 55. 3) βλέπω ὁλόγυρα ζητῶν τινα, ἀναζητῶ, τινὰ ἢ τι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Πολύβ. 5. 20, 5· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 9. 17, 6. 4) βλέπω μετὰ θαυμασμοῦ τινα, προσβλέπω, σέβομαι, π. τοὔνδικον Σοφ. Ο. Κ. 996· δεδοικὼς καὶ περιβλέπων βίαν, ὑποπτεύων βίαν, Εὐρ. Ἴων. 624. ― Παθ., περιβλέπεσθαι τίμιον, Λατ. digito monstrari, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 551· πρβλ. περίβλεπτος.

English (Strong)

from περί and βλέπω; to look all around: look (round) about (on).

English (Thayer)

imperfect middle 3rd person singular περιεβλέπετο; 1st aorist participle περιβλεψάμενος; to look around. In the N. T. only in the middle (to look round about oneself): absolutely, τινα, to look round on one (i. e. to look for oneself at one near by), εἰς τίνος, Ev. Nic c. 4; πάντα, Aristophanes, Xenophon, Plato, others; the Sept..)

Greek Monolingual

ΝΑ
1. κοιτάζω γύρω γύρω, ρίχνω το βλέμμα μου ολόγυρα αναζητώντας κάποιον ή κάτι με τα μάτια
2. κοιτάζω κάποιον με θαυμασμό, τιμώ, σέβομαι
3. παθ. περιβλέπομαι
παρατηρούμαι από όλους με θαυμασμό, θαυμάζομαι, τιμώμαι
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) α) κοιτάζω ολόγυρα με εξεταστικό τρόπο
β) επιθυμώ και επιδιώκω κάτι για τον εαυτό μου, εποφθαλμιώ
2. μέσ. α) ρίχνω γύρω μου το βλέμμα μου, κοιτάζομαι γύρω γύρω
β) συμβουλεύομαι, κοιτάζω βιβλίο.

Greek Monotonic

περῑβλέπω: μέλ. -ψω,
I. βλέπω ολόγυρα, ατενίζω ολόγυρα, σε Ξεν. κ.λπ.
II. 1. μτβ., βλέπω ολόγυρα προς, πάντας, στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη
2. επιζητώ, εξετάζω γύρω για, τινά ή τι σε Λουκ.
3. ατενίζω, θαυμάζω, σέβομαι, σε Σοφ.· περιβλέπω βίαν, φθονώ, υποπτεύω ή εποφθαλμιώ, σε Ευρ. — Παθ., περιβλέπεσθαι τίμιον, Λατ. digito monstrari, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. intr. to look round about, gaze around, Xen., etc.
II. trans. to look round at, πάντας Xen.: so in Mid., NTest.
2. to seek after, look about for, τινά or τι Luc.
3. to gaze on, admire, respect, Soph.; π. βίαν to be jealous of, suspect force, or to covet it, Eur.:—Pass., περιβλέπεσθαι τίμιον, Lat. digito monstrari, Eur.

Chinese

原文音譯:periblšpw 胚里-不累坡
詞類次數:動詞(7)
原文字根:周圍-投 觀看 相當於: (פֹּונֶה‎ / פָּנָה‎)
字義溯源:周圍環視,周圍觀看,周圍一看,四面觀看,周圍看,環視,環看;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(βλέπω)*=看見)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(7);可(6);路(1)
譯字彙編
1) 他們⋯周圍一看(1) 可9:8;
2) 他⋯周圍看著(1) 路6:10;
3) 他⋯環視(1) 可3:5;
4) 周圍看了(1) 可11:11;
5) 他周圍觀看(1) 可5:32;
6) 周圍一看(1) 可10:23;
7) 環看(1) 可3:34