αὐθαίρετος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 48: Line 48:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[αὐτοχειροτόνητος]], [[αὐτοπροαίρετος]]). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + αἱρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[αὐτοχειροτόνητος]], [[αὐτοπροαίρετος]]). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + αἱρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[independent]]===
Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل‎, حُرّ‎; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: [[onafhankelijk]], [[zelfstandig]]; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: [[indépendant]]; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: [[unabhängig]], [[selbständig]]; Greek: [[ανεξάρτητος]]; Ancient Greek: [[ἄβλεπτος]], [[ἄδεσμος]], [[ἀκατάτακτος]], [[ἀνεπίτακτος]], [[ἀνυπότακτος]], [[ἀσύζυγος]], [[ἀσύνδετος]], [[ἀσυνδύαστος]], [[αὐθαίρετος]], [[αὐθεντικός]], [[αὐτάρκης]], [[αὐτεξούσιος]], [[αὐτοδέσποτος]], [[αὐτόδικος]], [[αὐτοκράτειρα]], [[αὐτοκρατής]], [[αὐτοκρατορικός]], [[αὐτοκράτωρ]], [[αὐτόνομος]], [[αὐτόστατος]], [[αὐτόστοιχος]], [[αὐτόταγος]], [[αὐτοτελής]], [[ἐλεύθερος]], [[ἐρικτέανος]], [[εὐηφενής]], [[εὐκτέανος]], [[ἐυκτήμων]], [[ἐϋκτήμων]], [[εὔολβος]], [[εὐχρήματος]]; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: [[indipendente]]; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست‎, سەربەخۆ‎; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: [[independens]]; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل‎; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: [[independente]]; Romanian: independent, liber; Russian: [[независимый]], [[самостоятельный]], [[свободный]]; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: [[independiente]]; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد‎; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập
}}
}}

Revision as of 18:26, 20 February 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθαίρετος Medium diacritics: αὐθαίρετος Low diacritics: αυθαίρετος Capitals: ΑΥΘΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: authaíretos Transliteration B: authairetos Transliteration C: afthairetos Beta Code: au)qai/retos

English (LSJ)

ον,
A self-chosen, self-elected, στρατηγοί X.An. 5.7.29; στεφανηφόρος voluntary, i.e. undertaking the duty at one's own expense, Ath.Mitt.36.159 (Syros, ii A. D.), cf. IG12(5).660,668; γυμνασίαρχος OGI583.8; συνήγορος POxy.1242.10. Adv. αὐθαιρέτως Inscr.Magn.163.15, PLond. 2.280.7 (i A. D.).
II by free choice, of oneself, E.Supp.931; αὐθαιρέτως ἐξῆλθε 2 Ep.Cor.8.17; independent, free, εὐβουλία Th.1.78; ἡ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐ. Arist.EN1114b6.
III of things, due to one's own choice, ὄλβος B.Fr.20; usually of evils, self-incurred, πημοναί S.OT1231; οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες E.Fr.339; νόσοι… αἱ μέν εἰσ' αὐ. ib.292.4; κίνδυνοι, δουλεία, Th.1.144, 6.40; θάνατος X.HG6.2.36; λῦπαι Men.634; δυστύχημα Id.618. Adv. αὐθαιρέτως = of free choice, LXX 2 Ma.6.19, al., Mitteis Chr.361 (iv A. D.); πείθεσθαί τινι Plu.Pel.24, independently, Luc.Anach.34.

Spanish (DGE)

-ον
I 1suscitado o atraído por propia voluntad, voluntario de abstr. θνατοῖσι δ' οὐκ αὐθαίρετοι οὔτ' ὄλβος οὔτ' ἄκναμπτος Ἄρης B.Fr.24.1, πημοναί S.OT 1231, ἔρωτες E.Fr.339, νόσοι E.Fr.292.4, κίνδυνος Th.1.144, 6.40, εὐβουλία Th.1.78, θάνατος X.HG 6.2.36, λῦπαι Men.Fr.537.2, δυστύχημα Men.Fr.486.1, καταφθορά Plb.2.21.6, τὸ καλόν Plu.2.1048d, ἔφεσις Arist.EN 1114b6.
2 de pers. en la esfera pública voluntario, por propia decisión ξένος E.Supp.931, στρατηγοί X.An.5.7.29, ἄρχων στεφανηφόρος IG 12(5).660.9, 668.5 (ambas Siro III d.C.), cf. 12.Suppl.238.9 (Siro II d.C.), γυμνασίαρχος OGI 583.8 (Chipre I d.C.), συνήγορος POxy.1242.10 (III a.C.), νεοποιός IEphesos 961.3, IP 8(3).30 (II/III d.C.)
espontáneo συντέλειαι D.C.52.6.3
en fórmulas ἑκουσίῳ καὶ αὐθαιρέτῳ γνώμῃ por voluntaria y propia decisión, PCair.Isidor.81.27 (III d.C.), cf. PN.York 20.19 (IV d.C.)
como pred. αὐ. ἐξῆλθε πρὸς ὑμᾶς 2Ep.Cor.8.17.
II adv. αὐθαιρέτως = por propia voluntad, voluntariamente c. verb. de mov. αὐ. προελθὼν εἰς τὴν ἐκλησίαν IPr.108.44 (II a.C.), αὐ. ... προσῆγε LXX 2Ma.6.19
c. verb. rel. c. funciones públicas τελέσαντες τῇ πατρίδι αὐθαιρέτως IM 163.17
en fórmulas ἑκουσίως καὶ αὐθαιρέτως PLond.280.8 (I d.C.), POxy.2763.11 (III d.C.), PWisc.12.7 (IV d.C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 volontairement choisi ; volontaire, spontané (exil, servitude, mort, etc.);
2 qui choisit ou agit de son plein gré, libre, indépendant;
3 qui se choisit ou se désigne de lui-même;
3 arbitraire.
Étymologie: αὐτός, αἱρέω.

German (Pape)

selbstgewählt, freiwillig, εὐβουλία Thuc. 1.78; στρατηγός Xen. 5.7.29; 28 ὅστις ἂν ἑαυτὸν ἕληται; θάνατος Hell. 6.2.24, Selbstmord; ἑαυτοῖς ἐπάγονται δουλείαν Dem. 19.259; selbst zugezogen, selbstverschuldet, πημοναί Soph. O.R. 1231; κίνδυνοι Thuc. 1.144; καταφθορά Pol. 2.21 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

αὐθαίρετος:
1 добровольно избранный, добровольный (πημοναί Soph.; κίνδυνοι Thuc.; θάνατος Xen.; δουλεία Dem.); πόλεμον αὐθαίρετον προσάγειν Plut. намеренно затягивать войну; αὐ. ἀμφοτέροις ἡ εὐβουλία Thuc. обе стороны могут прийти к благоразумному решению;
2 сам себя избравший, т. е. самозванный (στρατηγοί Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐθαίρετος: -ον, ὑφ’ ἑαυτοῦ ἐκλεχθείς, αὐτοχειροτόνητος, στρατηγοὶ Ξεν. Ἀν. 5. 7, 29 (πρβλ. 28). ΙΙ. ὁ κατ’ ἰδίαν ἐκλογήν, ἀφ’ ἑαυτοῦ, Εὐρ. Ἱκ. 931· ἀνεξάρτητος, ἐλεύθερος, εὐβουλία Θουκ. 1. 78. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὃ αὐτὸς αἱρεῖται, αὐτὸς προκαλεῖ εἰς ἑαυτόν, ἑκούσιον, θεληματικόν, τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῦσ’ αἵ φανῶσ’ αὐθαίρετοι Σοφ. Ο. Τ. 1231· (ἐν τῷ ἐν Ο. Κ. 523 χωρίῳ τούτων δ’ αὐθαίρετον οὐδέν, τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ἄλλην τινὰ λέξιν. Ὁ Ἕρμαννος προέτεινεν ἐθελητόν· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες Εὐρ. Ἀποσπ. 340· νόσοι δὲ θνητῶν αἱ μὲν εἰσ’ αὐθαίρετοι αὐτόθι 294· κίνδυνοι, δουλεία Θουκ. 1. 144., 6. 40· θάνατος Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36· λύπη, ἀτύχημα, δυστύχημα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 70, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, ἀνεξαρτήτως, Λουκ. Ἀνάχ. 34.

English (Strong)

from αὐτός and the same as αἱρετίζω; self-chosen, i.e. (by implication) voluntary: of own accord, willing of self.

English (Thayer)

ἀυθαιρετον (from αὐτός and ἁιρέομαι), self-chosen; in Greek writings especially of states or conditions, as δουλεία, Thucydides 6,40, etc., more rarely of persons; voluntary, of free choice, of one's own accord (as στρατηγός, Xenophon, an. 5,7, 29, explained § 28 by ὅς ἑαυτόν έ῾ληται): 2 Corinthians 8:3,17.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.
2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα
οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή
αρχ.
1. αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος
2. αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του
3. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη εκλογή ή βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + αιρετός < αιρώ].

Greek Monotonic

αὐθαίρετος: -ον, I. εκλεγμένος από τον εαυτό του, επιλεγμένος από τον εαυτό του, σε Ξεν.
II. ο αφ' εαυτού, σε Ευρ.· ανεξάρτητος, σε Θουκ.
III. λέγεται για πράγματα, αυτό που επιλέγει κάποιος, αυτός που προκαλεί στον εαυτό του, θεληματικός, εκούσιος, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell


I. self-chosen, self-elected, Xen.
II. by free choice, of oneself, Eur.: independent, Thuc.
III. of things taken upon oneself, self-incurred, voluntary, Soph., Thuc., etc.

Chinese

原文音譯:¢uqa⋯retoj 凹特-埃雷拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:同一的-舉起
字義溯源:自己選擇的,甘心樂意的,自願,情願;由(αὐτός)=自己)與(αἱρετίζω)=選擇)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身),而 (αἱρετίζω)出自(αἱρέομαι)*=取為己有)
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編
1) 自願(1) 林後8:17;
2) 他們是甘心樂意的(1) 林後8:3

English (Woodhouse)

voluntary, self-chosen

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτοχειροτόνητος, αὐτοπροαίρετος). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + αἱρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

independent

Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل‎, حُرّ‎; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: onafhankelijk, zelfstandig; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: indépendant; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: unabhängig, selbständig; Greek: ανεξάρτητος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄδεσμος, ἀκατάτακτος, ἀνεπίτακτος, ἀνυπότακτος, ἀσύζυγος, ἀσύνδετος, ἀσυνδύαστος, αὐθαίρετος, αὐθεντικός, αὐτάρκης, αὐτεξούσιος, αὐτοδέσποτος, αὐτόδικος, αὐτοκράτειρα, αὐτοκρατής, αὐτοκρατορικός, αὐτοκράτωρ, αὐτόνομος, αὐτόστατος, αὐτόστοιχος, αὐτόταγος, αὐτοτελής, ἐλεύθερος, ἐρικτέανος, εὐηφενής, εὐκτέανος, ἐυκτήμων, ἐϋκτήμων, εὔολβος, εὐχρήματος; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: indipendente; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست‎, سەربەخۆ‎; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: independens; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل‎; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: independente; Romanian: independent, liber; Russian: независимый, самостоятельный, свободный; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: independiente; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد‎; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập