ἐπίγειος: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epigeios | |Transliteration C=epigeios | ||
|Beta Code=e)pi/geios | |Beta Code=e)pi/geios | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίγειον,<br><span class="bld">A</span> [[on the earth]] or [[of the earth]], [[terrestrial]], ζῷα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 546a; βροτοί ''IG''14.1571; opp. [[ὑπόγειος]], ''PMag.Par.''1.3043 (iii A.D.), etc.<br><span class="bld">2</span>. [[creeping]], of plants, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.18.6,6.2.2, al.; but [[land]]-[[plant]]s, opp. water-plants, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''681a21; [[living on the ground]], [ὄρνιθες], τετράποδα, Id.''HA''633b1, ''PA''657b24.<br><span class="bld">3</span>. neut. pl., [[ἐπίγεια]] = [[ground-floor]], opp. <b class="b3">πύργος διώρυφος</b>, ''PPetr.''2p.20 (iii B.C.).<br><span class="bld">II</span>. Subst. [[ἐπίγειον]], τό, misspelling of [[ἐπίγυον]], [[varia lectio|v.l.]] in Ar.''Fr.''80,426. (Cf. [[ἐπίγαιος]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπίγειον,
A on the earth or of the earth, terrestrial, ζῷα Pl.R. 546a; βροτοί IG14.1571; opp. ὑπόγειος, PMag.Par.1.3043 (iii A.D.), etc.
2. creeping, of plants, Thphr. HP 3.18.6,6.2.2, al.; but land-plants, opp. water-plants, Arist.PA681a21; living on the ground, [ὄρνιθες], τετράποδα, Id.HA633b1, PA657b24.
3. neut. pl., ἐπίγεια = ground-floor, opp. πύργος διώρυφος, PPetr.2p.20 (iii B.C.).
II. Subst. ἐπίγειον, τό, misspelling of ἐπίγυον, v.l. in Ar.Fr.80,426. (Cf. ἐπίγαιος.)
German (Pape)
[Seite 932] an, auf der Erde befindlich, ζῷα, den φυτὰ ἔγγεια entgeggstzt, Plat. Rep. VIII, 546 a; ἄνθρωπος Ax. 368 b, βροτοί Ep. ad. 710 c (App. 369). Am Boden, niedrig, φυτόν Philo; κάλαμος, Gegensatz des im Wasser wachsenden, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur la terre :
1 qui vit sur la terre;
2 qui se traîne à terre, rampant en parl. de plantes.
Étymologie: ἐπί, γῆ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίγειος:
1 наземный, живущий на земле (ζῷα Plat.; πέρδιξ Arst.);
2 стелющийся по земле (φυτά Arst.);
3 земной, т. е. вещественный, смертный (βροτοί Anth.; σοφία NT): οἱ ἐπίγειοι NT = οἱ ἄνθρωποι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίγειος: -ον, (γέα, γῆ) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, ζῷα Πλάτ. Πολ. 546A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49B, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 9, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. παράρτ. 369· πρβλ. ἐπίγαιος. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐπίγειον, τό, καλῴδιον ἐκ τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου δεδεμένον εἰς τὴν γῆν (πρβλ. πρυμνήσιος), ὡς ἐξοίσων ἐπ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51, πρβλ. 371. Γράφεται ἐπίγυιον παρ’ Ἁρποκρ., ἐπίγυον δὲ παρὰ Πολυβ. 3. 46, 3, Σουΐδᾳ καὶ Ἡσυχίῳ, καὶ οἱ τύποι οὗτοι ἀπαντῶσιν ὡσαύτως καὶ ἐν Ἐπιγραφ., ἴδε Böckh Urkunden u. d. Att. Seewesen σ. 162· πρβλ. ἀπόγαιος. ΙΙ. ἕρπων, ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 6.
English (Strong)
from ἐπί and γῆ; worldly (physically or morally): earthly, in earth, terrestrial.
English (Thayer)
ἐπιγειον (ἐπί and γῆ), existing upon the earth, earthly, terrestrial: οἰκία, the house we live in on earth, spoken of the body with which we are clothed in this world, σώματα ἐπίγεια, opposed to ἐπουράνια, οἱ ἐπιγειοι (opposed to οἱ ἐπουράνιοι and οἱ καταχτονιοι), those who are on earth, the inhabitants of the earth, men, τά ἐπίγεια, things done on earth, spoken of the new birth wrought by the Holy Spirit, τά ἐπίγεια φόνειν, to set the mind on the pleasures and good things of earth, σοφία ἐπίγειος (opposed to ἡ ἄνωθεν κατερχομένη), the wisdom of Prayer of Manasseh, liable to error and misleading, Plato down; nowhere in the O. T.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπίγειος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους])
2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό)
3. (για βλαστούς φυτών) εκείνος που βρίσκεται πάνω από το έδαφος (σε αντίθεση προς τον υπόγειο)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επίγεια
τα υλικά αγαθά (σε αντίθεση προς τα επουράνια)
αρχ.
1. (για φυτά) εκείνος που έρπει στη γη
2. (για πτηνά) εκείνος που δεν πετάει αλλά ζει κυρίως στο έδαφος
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το επίγειον
το ισόγειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -γειος < γη].
Spanish
Greek Monotonic
ἐπίγειος: -ον (γέα=γῆ), επίγειος, γήϊνος, σε Πλάτ.
Chinese
原文音譯:™p⋯geioj 誒披-給哦士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:在上-土地
字義溯源:現世的,屬世的,屬地的,世上的,地上的,在地上;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(γῆ)*=地)組成
出現次數:總共(7);約(1);林前(2);林後(1);腓(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 地上的(3) 林前15:40; 腓2:10; 腓3:19;
2) 屬地的(1) 雅3:15;
3) 地上(1) 林後5:1;
4) 在地上(1) 林前15:40;
5) 地上的事(1) 約3:12
Léxico de magia
-ον terrestre, de la tierra de dioses λαβὼν ἄγγος χαλκοῦν ... βάλε ὕδωρ ... ἐὰν δὲ τοὺς ἐπιγείους (θεούς κλήζῃ), θαλάσσιον toma un recipiente de bronce y échale agua, si vas a invocar a los dioses de la tierra, de mar P IV 226 ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, θεοὶ οὐράνιοι καὶ ἐπίγειοι os invoco a vosotros, dioses celestiales y terrestres P XII 67 de Anubis Ἄνουβι, θεὲ ἐπίγειε καὶ ὑπόγειε καὶ οὐράνιε Anubis, dios terrestre, subterráneo y celestial P XVIIa 3 de démones φύλαξόν με ἀπὸ παντὸς δαίμονος ἀερίου καὶ ἐπιγείου protégeme de todo demon aéreo y terrestre P IV 2700 P IV 3043 P V 167 de ángeles μέστωσόν μου τὴν καρδίαν ἀγαθῶν, δέσποτα, ὡς ἄγγελον ἐπίγειον llena mi corazón, señor, de bienes, como a un ángel terrestre P XXIIb 24
Translations
Arabic: أَرْضِيّ; Armenian: ցամաքային; Belarusian: зямны; Bulgarian: земен; Catalan: terrestre; Chinese Mandarin: 地球的; Czech: zemní, zemský; Danish: jordisk, terrestrisk; Dutch: aards; Esperanto: tera; Finnish: maa-, maaperän, Maan; French: terrestre; Galician: terrestre; German: irdisch, terrestrisch, Erd-; Greek: γήινος; Ancient Greek: ἐπίγειος; Irish: domhanda; Italian: terrestre; Latin: terrestris; Macedonian: земен; Norwegian Bokmål: terrestrisk; Nynorsk: terrestrisk; Persian: زمینی; Polish: ziemski; Portuguese: terrestre, térreo; Romanian: terestru, pământesc; Russian: земной; Serbo-Croatian Cyrillic: зема̀љскӣ; Roman: zemàljskī; Slovak: zemný, zemský; Slovene: zemski, zemeljski; Spanish: terrestre; Swedish: jordisk; Tagalog: dutain; Tocharian B: kenätstse; Ukrainian: земний