παραλήρημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(9)
 
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paralirima
|Transliteration C=paralirima
|Beta Code=paralh/rhma
|Beta Code=paralh/rhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">piece of absurdity</b>, of a person, <span class="bibl">D.C.59.26</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[piece of absurdity]], of a person, D.C.59.26.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] τό, alberne Rede oder Handlung, D. Cass. 59, 26 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παραλήρημα''': τό, [[ἀνόητος]] [[ὁμιλία]], [[ἀνοησία]], [[μωρολογία]], Δίων Κ. 59. 26.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[παραληρώ]]<br />η [[ενέργεια]] του [[παραληρώ]], ανόητη [[μωρολογία]], [[παράλογος]], [[ασυνάρτητος]] [[λόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> ψυχική [[διαταραχή]] που χαρακτηρίζεται από [[απώλεια]] του προσανατολισμού και έναν ιδιόμορφο τύπο διανοητικής συγχύσεως [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] κατανοεί ανακριβώς το [[περιβάλλον]] του και [[είναι]] [[συνήθως]] [[αποτέλεσμα]] τοξικώσεως ή σωματικής παθολογικής κατάστασης που επηρεάζει τον εγκέφαλο, όπως [[είναι]] ο [[πυρετός]], η καρδιακή [[ανεπάρκεια]] ή μια [[κάκωση]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάσταση]] ομαδικού ενθουσιασμού ή ομαδικής υστερίας («[[μόλις]] αντίκρυσαν τον αγαπημένο τους ηθοποιό καταλήφθηκαν από [[παραλήρημα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρομώδες [[παραλήρημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> παθολογική [[κατάσταση]] η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη [[διέγερση]] με τρόμο, σπασμούς, οπτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις και επιθετικές αντιδράσεις και αποτελεί [[σύμπτωμα]] του αλκοολισμού.
}}
{{trml
|trtx====[[madness]]===
Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون‎; Egyptian Arabic: جنون‎; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: [[krankzinnigheid]], [[waanzin]]; English: [[bedlamism]], [[brainsickness]], [[craze]], [[craziness]], [[derangement]], [[insanity]], [[lunacy]], [[madness]], [[mental disorder]], [[mental illness]]; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: [[folie]]; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: [[Wahnsinn]], [[Verrücktheit]]; Greek: [[αλάλιασμα]], [[αλαλιασμός]], [[ζούρλαμα]], [[λώλαμα]], [[παλάβωμα]], [[παραφροσύνη]], [[σάλεμα]], [[σαλτάρισμα]], [[τρέλα]], [[φλιπάρισμα]], [[φρενοβλάβεια]], [[φρενοπάθεια]], [[ψυχοπάθεια]]; Ancient Greek: [[ἀασιφρονία]], [[ἀασιφροσύνη]], [[ἀεσιφροσύνη]], [[ἀναισθησία]], [[ἄνοια]], [[ἀπαυλισμός]], [[ἀπόνοια]], [[ἀποπληξία]], [[ἀποπληξίη]], [[ἀπόρρευσις]], [[ἄτη]], [[ἀτοπία]],[[ἀφραδία]], [[ἀφραδίη]], [[ἀφρόνη]], [[ἀφρόνησις]], [[ἀφροσύνα]], [[ἀφροσύνη]], [[διαστροφή]], [[ἐκπληξία]], [[ἐκφροσύνη]], [[ἐμβροντησία]], [[ἐμβρόντησις]], [[ἐνθουσίασις]], [[θεία νόσος]], [[μάνη]], [[μανία]], [[μανίη]], [[μαργότης]], [[μωρία]], [[μωρίη]], [[οἶστρος]], [[παρακοπή]], [[παραλήρημα]], [[παράνοια]], [[παράπαισμα]], [[παραπληξία]], [[παραφορά]], [[παραφορή]], [[παραφρόνησις]], [[παραφρονία]], [[παραφροσύνη]], [[παρηρία]], [[παροίνησις]], [[παροινία]], [[παροίστρησις]], [[παρφορά]], [[τὸ ἄφρον]], [[τὸ ἐμμανές]], [[τὸ μανιῶδες]], [[τὸ φρενῶν διαφθαρέν]], [[φοιτὰς νόσος]], [[φρενῖτις]], [[φρενιτισμός]], [[φρενοβλάβεια]]; Hebrew: שִׁגָּעוֹן‎, טֵרוּף‎; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: [[pazzia]], [[follia]]; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: [[vesania]], [[insania]], [[insanitas]], [[vecordia]], [[dementia]], [[amentia]]; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی‎; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: [[loucura]], [[insanidade]], [[maluquice]], [[malucagem]], [[vesânia]], [[doidice]], [[doideira]]; Romanian: nebunie; Russian: [[безумие]], [[сумасшествие]], [[помешательство]], [[безумство]]; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: [[locura]]; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція
===[[absurdity]]===
Armenian: անհեթեթություն; Bulgarian: абсурд; Catalan: absurditat, absurd; Danish: absurditet; Esperanto: absurdaĵo; Finnish: mielettömyys; German: [[Absurdität]]; Greek: [[παραλογισμός]], [[γελοιότητα]]; Ancient Greek: [[ἀλλοκοτία]], [[ἀλογία]], [[ἀλογίη]], [[ἀπέμφασις]], [[ἀποκλήρωσις]], [[ἀτόπημα]], [[ἀτοπία]], [[γελοιότης]], [[παραλήρημα]]; Hungarian: abszurdum, képtelenség, abszurditás; Italian: [[assurdità]]; Macedonian: апсурд; Norwegian Bokmål: absurdisme, absurditet; Polish: absurd, bezsens; Portuguese: [[absurdo]], [[absurdidade]]; Romanian: absurd, absurditate; Russian: [[абсурд]]; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀псурд; Roman: àpsurd; Spanish: [[absurdo]], [[absurdidad]]; Yiddish: אַבסורד‎
}}
}}

Latest revision as of 22:04, 25 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλήρημα Medium diacritics: παραλήρημα Low diacritics: παραλήρημα Capitals: ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
Transliteration A: paralḗrēma Transliteration B: paralērēma Transliteration C: paralirima Beta Code: paralh/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, piece of absurdity, of a person, D.C.59.26.

German (Pape)

[Seite 487] τό, alberne Rede oder Handlung, D. Cass. 59, 26 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραλήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, ἀνοησία, μωρολογία, Δίων Κ. 59. 26.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραληρώ
η ενέργεια του παραληρώ, ανόητη μωρολογία, παράλογος, ασυνάρτητος λόγος
νεοελλ.
1. ιατρ. ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από απώλεια του προσανατολισμού και έναν ιδιόμορφο τύπο διανοητικής συγχύσεως κατά την οποία ο ασθενής κατανοεί ανακριβώς το περιβάλλον του και είναι συνήθως αποτέλεσμα τοξικώσεως ή σωματικής παθολογικής κατάστασης που επηρεάζει τον εγκέφαλο, όπως είναι ο πυρετός, η καρδιακή ανεπάρκεια ή μια κάκωση της κεφαλής
2. μτφ. κατάσταση ομαδικού ενθουσιασμού ή ομαδικής υστερίας («μόλις αντίκρυσαν τον αγαπημένο τους ηθοποιό καταλήφθηκαν από παραλήρημα»)
3. φρ. «τρομώδες παραλήρημα»
ιατρ. παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη διέγερση με τρόμο, σπασμούς, οπτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις και επιθετικές αντιδράσεις και αποτελεί σύμπτωμα του αλκοολισμού.

Translations

madness

Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون‎; Egyptian Arabic: جنون‎; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; English: bedlamism, brainsickness, craze, craziness, derangement, insanity, lunacy, madness, mental disorder, mental illness; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: αλάλιασμα, αλαλιασμός, ζούρλαμα, λώλαμα, παλάβωμα, παραφροσύνη, σάλεμα, σαλτάρισμα, τρέλα, φλιπάρισμα, φρενοβλάβεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀναισθησία, ἄνοια, ἀπαυλισμός, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀπόρρευσις, ἄτη, ἀτοπία,ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκπληξία, ἐκφροσύνη, ἐμβροντησία, ἐμβρόντησις, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παρακοπή, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφορά, παραφορή, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, παρφορά, τὸ ἄφρον, τὸ ἐμμανές, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενῖτις, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן‎, טֵרוּף‎; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی‎; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція

absurdity

Armenian: անհեթեթություն; Bulgarian: абсурд; Catalan: absurditat, absurd; Danish: absurditet; Esperanto: absurdaĵo; Finnish: mielettömyys; German: Absurdität; Greek: παραλογισμός, γελοιότητα; Ancient Greek: ἀλλοκοτία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπέμφασις, ἀποκλήρωσις, ἀτόπημα, ἀτοπία, γελοιότης, παραλήρημα; Hungarian: abszurdum, képtelenség, abszurditás; Italian: assurdità; Macedonian: апсурд; Norwegian Bokmål: absurdisme, absurditet; Polish: absurd, bezsens; Portuguese: absurdo, absurdidade; Romanian: absurd, absurditate; Russian: абсурд; Serbo-Croatian Cyrillic: а̀псурд; Roman: àpsurd; Spanish: absurdo, absurdidad; Yiddish: אַבסורד‎