σειραφόρος: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(6_23) |
|||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=seiraforos | |Transliteration C=seiraforos | ||
|Beta Code=seirafo/ros | |Beta Code=seirafo/ros | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[σειρηφόρος]], ον (''[[sc.]]'' [[ἵππος]]), a [[horse]]<br><span class="bld">A</span> [[which draws by the trace only]] (being harnessed by the side of the pair under the [[yoke]], <b class="b3">οἱ ζύγιοι</b>), [[trace-horse]]: hence metaph., sometimes [[yoke-mate]], [[coadjutor]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''842; sometimes [[one who has light work]], ib.1640, cf. Ar.''Nu.''1300; σειραφόρος [[κάμηλος]] = [[camel]] [[attach]]ed like a [[trace]]-[[horse]], [[Herodotus|Hdt.]]3.102.<br><span class="bld">II</span> [[carrying a lasso]], v. [[σειρά]] 1.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ion. [[σειρηφόρος]], Lob. Phryn. 645, – 1) seiltragend; gew. ὁ [[σειραφόρος]], mit u. ohne [[ἵππος]], das Pferd, das am Seil, an der Leine, nicht im Joche zieht, das Handpferd, das neben dem in's Joch gespannten, od., wie wir sagen, »auf der Wildbahn« geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; πῶλοι, Eur. I. A. 223; ζεύξω βαρείαις [[οὔτι]] μὴ σειραφόρον κριθῶντα πῶλον, Aesch. Ag. 1624; übertr., ζευχθεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ [[σειραφόρος]], 816, ein Genosse; Ar. Nubb. 1282; eben so κάμ ηλος σ., Her. 3, 102, u. [[ὄνος]]. – 2) einen Fallstrick od. Fangstrick tragend (s. [[σειρά]]), so hießen die Parther, Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] ion. [[σειρηφόρος]], Lob. Phryn. 645, – 1) [[seiltragend]]; gew. ὁ [[σειραφόρος]], mit u. ohne [[ἵππος]], das [[Pferd]], das am [[Seil]], an der Leine, nicht im Joche zieht, das [[Handpferd]], das neben dem in's Joch gespannten, od., wie wir sagen, »auf der Wildbahn« geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; πῶλοι, Eur. I. A. 223; ζεύξω βαρείαις [[οὔτι]] μὴ σειραφόρον κριθῶντα πῶλον, Aesch. Ag. 1624; übertr., ζευχθεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ [[σειραφόρος]], 816, ein Genosse; Ar. Nubb. 1282; eben so κάμ ηλος σ., Her. 3, 102, u. [[ὄνος]]. – 2) einen [[Fallstrick]] od. [[Fangstrick]] tragend (s. [[σειρά]]), so hießen die Parther, Suid. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui porte une corde, <i>càd</i> conduit au moyen d'une corde (chameau) ; ὁ [[σειραφόρος]] ([[ἵππος]]) cheval attelé avec une longe à côté des deux timonniers (<i>cf. lat.</i> funalis equus) ; <i>fig.</i> [[compagnon]], [[ami fidèle]].<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]], [[φέρω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σειρᾱφόρος -ον [[[σειρά]], [[φέρω]]] [[touwdragend]], [[met een touw verbonden]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σειραφόρος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[σειρηφόρος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[пристяжной]] или [[подручный]] ([[κάμηλος]] Her.; [[πῶλος]] Aesch., Eur.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[идущий в одной запряжке]], [[помогающий]] или [[готовый помочь]] (τινί Aesch.).<br /><b class="num">II</b> ион. [[σειρηφόρος]] ὁ (''[[sc.]]'' [[ἵππος]] или [[πῶλος]]) [[пристяжная]] или [[подручная лошадь]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σειρᾱφόρος''': Ἰων. σειρηφ-, ον, ὁ διὰ σχοινίου ὁδηγούμενος, [[κάμηλος]] Ἡρόδ. 3. 102. 2) [[σειραφόρος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ, [[ἵππος]] σύρων τὴν ἅμαξαν μόνον διὰ τοῦ σχοινίου (ἢ ἱμάντος) ὤν προσδεδεμένος πλαγίως παρὰ τοὺς συνήθεις δύο ἵππους τοὺς ὑπὸ τὸν ζυγὸν (οἱ ζύγιοι), καὶ παρατρέχων αὐτοῖς, [[ὥστε]] τὸ [[σειραφόρος]] λαμβάνεται καὶ μεταφορικῶς ὁτὲ μὲν ἐπὶ βοηθοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· ὁτὲ δὲ ἐπὶ ἔχοντος ἐλαφρὸν καὶ εὔκολον [[ἔργον]], [[αὐτόθι]] 1640, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1300. - Ἡ [[συνήθης]] [[ἅμαξα]] εἶχε δύο ζυγίους, ἡ δὲ [[τέθριππος]] εἶχε δύο ζυγίους καὶ δύο σειραφόρους, ― Πρβλ. [[σειραῖος]], [[παράσειρος]], δεξιόσειρος, [[παρήορος]]. ΙΙ ὁ φέρων βρόχον, ἴδε σειρὰ Ι. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραφόρον· ἡγεμονικόν, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν δεξιοσείρων ἵππων». | |lstext='''σειρᾱφόρος''': Ἰων. σειρηφ-, ον, ὁ διὰ σχοινίου ὁδηγούμενος, [[κάμηλος]] Ἡρόδ. 3. 102. 2) [[σειραφόρος]] (ἐξυπακ. [[ἵππος]]), ὁ, [[ἵππος]] σύρων τὴν ἅμαξαν μόνον διὰ τοῦ σχοινίου (ἢ ἱμάντος) ὤν προσδεδεμένος πλαγίως παρὰ τοὺς συνήθεις δύο ἵππους τοὺς ὑπὸ τὸν ζυγὸν (οἱ ζύγιοι), καὶ παρατρέχων αὐτοῖς, [[ὥστε]] τὸ [[σειραφόρος]] λαμβάνεται καὶ μεταφορικῶς ὁτὲ μὲν ἐπὶ βοηθοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· ὁτὲ δὲ ἐπὶ ἔχοντος ἐλαφρὸν καὶ εὔκολον [[ἔργον]], [[αὐτόθι]] 1640, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1300. - Ἡ [[συνήθης]] [[ἅμαξα]] εἶχε δύο ζυγίους, ἡ δὲ [[τέθριππος]] εἶχε δύο ζυγίους καὶ δύο σειραφόρους, ― Πρβλ. [[σειραῖος]], [[παράσειρος]], δεξιόσειρος, [[παρήορος]]. ΙΙ ὁ φέρων βρόχον, ἴδε σειρὰ Ι. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραφόρον· ἡγεμονικόν, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν δεξιοσείρων ἵππων». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. [[σειρηφόρος]] και [[σειροφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγείται με [[σχοινί]] («σειρηφόρον μὲν [[ἑκατέρωθεν]] ἔρσενα παρέλκειν [κάμηλον]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. σε [[συνεκφορά]] με το [[ἵππος]]) [[άλογο]] που σύρει την [[άμαξα]] μόνο με [[σχοινί]] ή [[λουρί]], με το οποίο [[είναι]] δεμένο [[πλάγια]] από τα δύο, [[συνήθως]], άλογα που φέρουν τον [[ζυγό]] («σειραφόρον πῶλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για Πάρθο) αυτός που κρατά [[σχοινί]] με βρόχο στο ένα [[άκρο]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σειρᾱφόρος:''' Ιων. σειρη-, <i>-ον</i> ([[φέρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σύρεται από [[σχοινί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σειραφόρος]] (ενν. [[ἵππος]]), <i>ὁ</i>, [[άλογο]] που σύρει την [[άμαξα]] μόνο με το [[σχοινί]] (όντας δεμένο στο πλάι των αλόγων που ήταν στον [[ζυγό]], <i>ζύγιοι</i>), [[άλογο]] που ακολουθεί από τα πλάγια, που σύρεται με [[σχοινί]] [[πίσω]] από την [[άμαξα]], που δεν βρίσκεται το ίδιο στον [[ζυγό]]· μεταφ. [[ενίοτε]], [[άλογο]] που συντροφεύει τα υποζύγια, βοηθητικό [[άλογο]], [[εφεδρικός]] [[ίππος]], σε Αισχύλ.· κάποιες φορές λέγεται για κάποιον που έχει αναλάβει ελαφριά, εύκολη δουλειά, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br /><b class="num">1.</b> led by a [[rope]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> [[σειραφόρος]] (''[[sc.]]'' ἵπποσ), a [[horse]] [[which]] draws by the [[trace]] only ([[being]] harnessed by the [[side]] of the [[yoke]]-horses, ζύγιοἰ, a [[trace]]-[[horse]], outrigger: metaph., [[sometimes]] a [[yoke]]-[[mate]], [[coadjutor]], Aesch.; [[sometimes]] for one who has [[light]] [[work]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:58, 29 October 2024
English (LSJ)
Ion. σειρηφόρος, ον (sc. ἵππος), a horse
A which draws by the trace only (being harnessed by the side of the pair under the yoke, οἱ ζύγιοι), trace-horse: hence metaph., sometimes yoke-mate, coadjutor, A.Ag.842; sometimes one who has light work, ib.1640, cf. Ar.Nu.1300; σειραφόρος κάμηλος = camel attached like a trace-horse, Hdt.3.102.
II carrying a lasso, v. σειρά 1.3.
German (Pape)
[Seite 868] ion. σειρηφόρος, Lob. Phryn. 645, – 1) seiltragend; gew. ὁ σειραφόρος, mit u. ohne ἵππος, das Pferd, das am Seil, an der Leine, nicht im Joche zieht, das Handpferd, das neben dem in's Joch gespannten, od., wie wir sagen, »auf der Wildbahn« geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; πῶλοι, Eur. I. A. 223; ζεύξω βαρείαις οὔτι μὴ σειραφόρον κριθῶντα πῶλον, Aesch. Ag. 1624; übertr., ζευχθεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος, 816, ein Genosse; Ar. Nubb. 1282; eben so κάμ ηλος σ., Her. 3, 102, u. ὄνος. – 2) einen Fallstrick od. Fangstrick tragend (s. σειρά), so hießen die Parther, Suid.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui porte une corde, càd conduit au moyen d'une corde (chameau) ; ὁ σειραφόρος (ἵππος) cheval attelé avec une longe à côté des deux timonniers (cf. lat. funalis equus) ; fig. compagnon, ami fidèle.
Étymologie: σειρά, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σειρᾱφόρος -ον [σειρά, φέρω] touwdragend, met een touw verbonden.
Russian (Dvoretsky)
σειραφόρος:
I ион. σειρηφόρος 2
1 пристяжной или подручный (κάμηλος Her.; πῶλος Aesch., Eur.);
2 перен. идущий в одной запряжке, помогающий или готовый помочь (τινί Aesch.).
II ион. σειρηφόρος ὁ (sc. ἵππος или πῶλος) пристяжная или подручная лошадь Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σειρᾱφόρος: Ἰων. σειρηφ-, ον, ὁ διὰ σχοινίου ὁδηγούμενος, κάμηλος Ἡρόδ. 3. 102. 2) σειραφόρος (ἐξυπακ. ἵππος), ὁ, ἵππος σύρων τὴν ἅμαξαν μόνον διὰ τοῦ σχοινίου (ἢ ἱμάντος) ὤν προσδεδεμένος πλαγίως παρὰ τοὺς συνήθεις δύο ἵππους τοὺς ὑπὸ τὸν ζυγὸν (οἱ ζύγιοι), καὶ παρατρέχων αὐτοῖς, ὥστε τὸ σειραφόρος λαμβάνεται καὶ μεταφορικῶς ὁτὲ μὲν ἐπὶ βοηθοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· ὁτὲ δὲ ἐπὶ ἔχοντος ἐλαφρὸν καὶ εὔκολον ἔργον, αὐτόθι 1640, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1300. - Ἡ συνήθης ἅμαξα εἶχε δύο ζυγίους, ἡ δὲ τέθριππος εἶχε δύο ζυγίους καὶ δύο σειραφόρους, ― Πρβλ. σειραῖος, παράσειρος, δεξιόσειρος, παρήορος. ΙΙ ὁ φέρων βρόχον, ἴδε σειρὰ Ι. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σειραφόρον· ἡγεμονικόν, μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν δεξιοσείρων ἵππων».
Greek Monolingual
και ιων. τ. σειρηφόρος και σειροφόρος, -ον, Α
1. αυτός που οδηγείται με σχοινί («σειρηφόρον μὲν ἑκατέρωθεν ἔρσενα παρέλκειν [κάμηλον]», Ηρόδ.)
2. (συν. σε συνεκφορά με το ἵππος) άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με σχοινί ή λουρί, με το οποίο είναι δεμένο πλάγια από τα δύο, συνήθως, άλογα που φέρουν τον ζυγό («σειραφόρον πῶλον», Αισχύλ.)
3. (για Πάρθο) αυτός που κρατά σχοινί με βρόχο στο ένα άκρο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + -φόρος].
Greek Monotonic
σειρᾱφόρος: Ιων. σειρη-, -ον (φέρω),
1. αυτός που σύρεται από σχοινί, σε Ηρόδ.
2. σειραφόρος (ενν. ἵππος), ὁ, άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με το σχοινί (όντας δεμένο στο πλάι των αλόγων που ήταν στον ζυγό, ζύγιοι), άλογο που ακολουθεί από τα πλάγια, που σύρεται με σχοινί πίσω από την άμαξα, που δεν βρίσκεται το ίδιο στον ζυγό· μεταφ. ενίοτε, άλογο που συντροφεύει τα υποζύγια, βοηθητικό άλογο, εφεδρικός ίππος, σε Αισχύλ.· κάποιες φορές λέγεται για κάποιον που έχει αναλάβει ελαφριά, εύκολη δουλειά, στον ίδ.
Middle Liddell
φέρω
1. led by a rope, Hdt.
2. σειραφόρος (sc. ἵπποσ), a horse which draws by the trace only (being harnessed by the side of the yoke-horses, ζύγιοἰ, a trace-horse, outrigger: metaph., sometimes a yoke-mate, coadjutor, Aesch.; sometimes for one who has light work, Aesch.