συνοδεύω: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(nl) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synodeyo | |Transliteration C=synodeyo | ||
|Beta Code=sunodeu/w | |Beta Code=sunodeu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[travel in company]], Plu.''Pomp.''40, Charito 2.3, etc.; τινι [[with]] one, ''Act.Ap.''9.7, Plu.2.609d, Ach.Tat.7.3.<br><span class="bld">II</span> Astron., to [[be in conjunction]], σ. τῷ ἡλίῳ ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.29.6, Cleom.1.3, cf. Vett.Val.297.28, etc.<br><span class="bld">III</span> metaph., [[have fellowship with]], [[LXX]] ''Wi.''6.23(25); [[accompany]], "ὦ σ. τῇ κλητικῇ Trypho ap.A.D.''Synt.''48.19, cf. 89.21; συνοδεῦσαι δεῖ πρὸς ταῦτα αἴσθησίν τε καὶ νοῦν Marcellin.''Puls.''11.<br><span class="bld">2</span> as Pass. or Med., [[go with]], τοῖς λαχάνοις -ευέσθω φύλλα μήκωνος Herod.Med. ap. Orib.''Syn.''6.32 ([[varia lectio|v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<b>1</b> faire route avec, τινι;<br /><b>2</b> [[être en conjonction]] <i>en parl. du soleil, de la lune et de la terre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύνοδος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνοδεύω [σύνοδος] [[samen de weg afleggen]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit, [[zugleich]], [[zusammen]] [[reisen]], mit Andern [[gehen]]</i>, Plut. <i>Ant</i>. 13 und [[öfter]], und andere Spätere | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συνοδεύω:''' [[вместе совершать путь]], [[сопутствовать]] (τινί Plut.): οἱ συνοδεύοντος [[αὐτῷ]] NT его спутники. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=to [[journey]] [[with]], [[travel]] in [[company]] [[with]]: [[with]] a dative of the [[person]], Herodian, 4,7, 11 (6 edition, Bekker), Lucian, [[Plutarch]], others; Wisdom of Solomon 6:25.) | |txtha=to [[journey]] [[with]], [[travel]] in [[company]] [[with]]: [[with]] a dative of the [[person]], Herodian, 4,7, 11 (6 edition, Bekker), Lucian, [[Plutarch]], others; Wisdom of Solomon 6:25.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[ὁδεύω]]<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] [[μαζί]] με κάποιον, [[διανύω]] [[απόσταση]] [[μαζί]] με κάποιον, [[συμπορεύομαι]] (α. «[[μαζί]] να συνοδέψου», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ<br />γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συνοδεύομαι</i><br />εμφανίζομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ο [[πυρετός]] συνοδεύεται από ρίγη» β. | |mltxt=ΝΜΑ [[ὁδεύω]]<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] [[μαζί]] με κάποιον, [[διανύω]] [[απόσταση]] [[μαζί]] με κάποιον, [[συμπορεύομαι]] (α. «[[μαζί]] να συνοδέψου», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ<br />γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>συνοδεύομαι</i><br />εμφανίζομαι [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ο [[πυρετός]] συνοδεύεται από ρίγη» β. «τοῖς λαχάνοις συνοδευέσθω φύλλα μήκωνος», Ορειβ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευοδώνω]] κάποιον τιμητικά («τον [[επίσημο]] καλεσμένο συνόδευσαν οι αρχές του νησιού»)<br /><b>2.</b> [[εξασφαλίζω]] την [[προστασία]] της ζωής κάποιου βαδίζοντας [[μαζί]] του («τον Πρόεδρο συνοδεύουν άνδρες της αστυνομίας με [[πολιτικά]]»)<br /><b>3.</b> [[μεταφέρω]] ως κρατούμενο («τον υπόδικο συνόδευαν [[τρεις]] αστυνομικοί»)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[συνοδός]] φιλοξενούμενης ή καλεσμένης μου («[[ποιος]] τήν συνόδευε;»)<br /><b>5.</b> [[ακολουθώ]] με τη [[φωνή]] μου ή με μουσικό όργανο την κύρια [[μελωδία]], [[ακομπανιάρω]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[φαγητό]]) [[συμπληρώνω]] το κύριο [[γεύμα]] με άλλα εδέσματα («θα συνοδέψω το [[ψάρι]] με [[λαχανικά]] και πατάτες»)<br /><b>7.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] («τον πόλεμο συνοδεύουν μύρια [[δεινά]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε σύνοδο («συνοδεύουσαν Ἡλίῳ Σελήνην»). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνοδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ταξιδεύω]] με [[συνοδεία]] ή [[συντροφιά]], [[συμπορεύομαι]], [[συμβαδίζω]], συνοιδοπορώ, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συνοδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ταξιδεύω]] με [[συνοδεία]] ή [[συντροφιά]], [[συμπορεύομαι]], [[συμβαδίζω]], συνοιδοπορώ, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνοδεύω''': [[ὁδεύω]] [[ὁμοῦ]], συνοδοιπορῶ, [[συμπορεύομαι]], Πλουτ. Πομπ. 40, κτλ.· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 2. 609D, κτλ.· ἐπὶ ἀστέρος, σ. τῷ ἡλίῳ [[αὐτόθι]] 891F, Κλεομήδ., κλπ.· μεταφορ., [[διαμένω]] μετά τινος, «συντροφεύω» τινά, συναναστρέφομαι μετά τινος, τινὶ Ἀπολλ. π. Συντάξ. 54, κτλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[travel]] in [[company]], Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{Chinese | ||
| | |sngr='''原文音譯''':sunodeÚw 尋-哦丟哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':同-路<br />'''字義溯源''':同行,同遊,一同旅行;由 ([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ὁδεύω]])=行路)組成,而 ([[ὁδεύω]])出自([[ὁδός]] / [[ὁδοποιέω]])*=道路)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 同行(1) 徒9:7 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
A travel in company, Plu.Pomp.40, Charito 2.3, etc.; τινι with one, Act.Ap.9.7, Plu.2.609d, Ach.Tat.7.3.
II Astron., to be in conjunction, σ. τῷ ἡλίῳ Placit.2.29.6, Cleom.1.3, cf. Vett.Val.297.28, etc.
III metaph., have fellowship with, LXX Wi.6.23(25); accompany, "ὦ σ. τῇ κλητικῇ Trypho ap.A.D.Synt.48.19, cf. 89.21; συνοδεῦσαι δεῖ πρὸς ταῦτα αἴσθησίν τε καὶ νοῦν Marcellin.Puls.11.
2 as Pass. or Med., go with, τοῖς λαχάνοις -ευέσθω φύλλα μήκωνος Herod.Med. ap. Orib.Syn.6.32 (v.l.).
French (Bailly abrégé)
1 faire route avec, τινι;
2 être en conjonction en parl. du soleil, de la lune et de la terre.
Étymologie: σύνοδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοδεύω [σύνοδος] samen de weg afleggen.
German (Pape)
mit, zugleich, zusammen reisen, mit Andern gehen, Plut. Ant. 13 und öfter, und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
συνοδεύω: вместе совершать путь, сопутствовать (τινί Plut.): οἱ συνοδεύοντος αὐτῷ NT его спутники.
English (Strong)
from σύν and ὁδεύω; to travel in company with: journey with.
English (Thayer)
to journey with, travel in company with: with a dative of the person, Herodian, 4,7, 11 (6 edition, Bekker), Lucian, Plutarch, others; Wisdom of Solomon 6:25.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ ὁδεύω
1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ.
β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ
γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.)
2. (το παθ.) συνοδεύομαι
εμφανίζομαι μαζί με κάτι άλλο (α. «ο πυρετός συνοδεύεται από ρίγη» β. «τοῖς λαχάνοις συνοδευέσθω φύλλα μήκωνος», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. κατευοδώνω κάποιον τιμητικά («τον επίσημο καλεσμένο συνόδευσαν οι αρχές του νησιού»)
2. εξασφαλίζω την προστασία της ζωής κάποιου βαδίζοντας μαζί του («τον Πρόεδρο συνοδεύουν άνδρες της αστυνομίας με πολιτικά»)
3. μεταφέρω ως κρατούμενο («τον υπόδικο συνόδευαν τρεις αστυνομικοί»)
4. είμαι συνοδός φιλοξενούμενης ή καλεσμένης μου («ποιος τήν συνόδευε;»)
5. ακολουθώ με τη φωνή μου ή με μουσικό όργανο την κύρια μελωδία, ακομπανιάρω
6. (σχετικά με φαγητό) συμπληρώνω το κύριο γεύμα με άλλα εδέσματα («θα συνοδέψω το ψάρι με λαχανικά και πατάτες»)
7. επακολουθώ, έρχομαι ως αποτέλεσμα («τον πόλεμο συνοδεύουν μύρια δεινά»)
μσν.-αρχ.
(για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε σύνοδο («συνοδεύουσαν Ἡλίῳ Σελήνην»).
Greek Monotonic
συνοδεύω: μέλ. -σω, ταξιδεύω με συνοδεία ή συντροφιά, συμπορεύομαι, συμβαδίζω, συνοιδοπορώ, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνοδεύω: ὁδεύω ὁμοῦ, συνοδοιπορῶ, συμπορεύομαι, Πλουτ. Πομπ. 40, κτλ.· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 2. 609D, κτλ.· ἐπὶ ἀστέρος, σ. τῷ ἡλίῳ αὐτόθι 891F, Κλεομήδ., κλπ.· μεταφορ., διαμένω μετά τινος, «συντροφεύω» τινά, συναναστρέφομαι μετά τινος, τινὶ Ἀπολλ. π. Συντάξ. 54, κτλ.
Middle Liddell
fut. σω
to travel in company, Plut.
Chinese
原文音譯:sunodeÚw 尋-哦丟哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:同-路
字義溯源:同行,同遊,一同旅行;由 (σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὁδεύω)=行路)組成,而 (ὁδεύω)出自(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 同行(1) 徒9:7