κύμα: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM κῡμα)<br /><b>1.</b> αλλεπάλληλο καμπυλωτό [[έπαρμα]] της επιφάνειας της θάλασσας ή ποταμού ή λίμνης (α. «μ' αρέσει να [[κολυμπώ]] όταν η [[θάλασσα]] έχει κύματα» β. «κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων (α. «κύματα φανατικών οπαδών τών δύο ομάδων ξεχύθηκαν στους δρόμους» β. «βοᾷ γὰρ κῡμα χερσαῑον στρατοῦ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (συν. στον εν.) <b>μτφ.</b> [[φυσικό]] ή κοινωνικό ή ηθικό [[φαινόμενο]], ατομικό ή κοινωνικό [[ελάττωμα]] ή [[πάθος]], [[δυστυχία]], [[επιδημία]], [[συμφορά]] [[μεγάλης]] έντασης και με επιβλαβείς [[συνήθως]] συνέπειες (α. «νέο [[κύμα]] καύσωνα προέβλεψαν οι μετεωρολόγοι» β. «[[κύμα]] απεργιών προβλέπεται για τον [[άλλο]] [[μήνα]]» γ. «[[κύμα]] αγανάκτησης γέμισε την [[ψυχή]] μας» δ. «[[κύμα]] κατακλυσμὸν φέρον νόσων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> περιοδική [[διατάραξη]] ενός μέσου ή χώρου, διαδιδόμενη με ορισμένη [[ταχύτητα]], η οποία μπορεί να έχει τη [[μορφή]] ταλάντωσης τών σωματιδίων του μέσου ή περιοδικής μεταβολής της θερμοκρασίας ή της πίεσής του ή μεταβολής του ηλεκτρικού, μαγνητικού ή οποιουδήποτε μη δυναμικού πεδίου του χώρου (α. «ηχητικό [[κύμα]]» β. «ηλεκτρομαγνητικό [[κύμα]]» γ. «σεισμικό [[κύμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω περάσει από [[σαράντα]] κύματα» — έχω αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, έχω συναντήσει κι έχω ξεπεράσει [[πολλά]] εμπόδια<br />β) «εκπέμπουμε σε διαφορετικά μήκη κύματος» — δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, διαφέρουμε ριζικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάγλυφο]] [[αυλάκι]] ή [[κοιλότητα]] που διακοσμεί την [[πρόσοψη]] οικοδομημάτων, αλλ. [[κυμάτιον]]<br /><b>2.</b> το [[έμβρυο]] που βρίσκεται στην [[κοιλιά]], [[κύημα]] («τροφὸς δέ κύματος νεοσπόρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βλαστάρι]], φυτού και ειδ. της κράμβης<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «πρὸς κῡμα [[λακτίζω]]» — [[ματαιοπονώ]] για πράγματα ή καταστάσεις που δεν αλλάζουν, <b>Ευρ.</b><br />β) «αριθμῶ τὰ κύματα» ή «κύματα μετρὼ» — [[απρακτώ]], δεν [[κάνω]] [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> κυῶ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυματίζω]], [[κυμάτιο]], [[κυματόεις]], <i>κυματώ</i>, [[κυματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυμάς]], [[κυματηρός]], [[κυματίας]], [[Κυμώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυμαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυματηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κυματική</i>, [[κυματούσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κυματοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυματοαγής]], [[κυματοβόλος]], [[κυματοδρόμος]], [[κυματολήγη]], [[κυματοπλήξ]], [[κυματότροφος]], [[κυματοτρόφος]], [[κυματοφθόρος]], [[κυματωγή]], [[κυμοδέγμων]], [[κυμοδόκη]], [[κυμοθαλής]], [[κυμοθόη]], [[κυμόκτυπος]], [[κυμοπλήξ]], [[κυμοπόλεια]], [[κυμορρώξ]], [[κυμοτόκος]], [[κυμοτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυμαγωγώ]], [[κυματόκλυστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κυματαγωγή]], [[κυματάκι]], [[κυματανάπαλση]], [[κυματοβολή]], [[κυματογενής]], [[κυματογόνος]], [[κυματόζωστος]], [[κυματοθραύστης]], [[κυματόθριξ]] [[κυματόπλαστος]], [[κυματοφαγωμένος]]].
|mltxt=το (AM κῡμα)<br /><b>1.</b> αλλεπάλληλο καμπυλωτό [[έπαρμα]] της επιφάνειας της θάλασσας ή ποταμού ή λίμνης (α. «μ' αρέσει να [[κολυμπώ]] όταν η [[θάλασσα]] έχει κύματα» β. «κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων (α. «κύματα φανατικών οπαδών τών δύο ομάδων ξεχύθηκαν στους δρόμους» β. «βοᾷ γὰρ κῡμα χερσαῖον στρατοῦ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (συν. στον εν.) <b>μτφ.</b> [[φυσικό]] ή κοινωνικό ή ηθικό [[φαινόμενο]], ατομικό ή κοινωνικό [[ελάττωμα]] ή [[πάθος]], [[δυστυχία]], [[επιδημία]], [[συμφορά]] [[μεγάλης]] έντασης και με επιβλαβείς [[συνήθως]] συνέπειες (α. «νέο [[κύμα]] καύσωνα προέβλεψαν οι μετεωρολόγοι» β. «[[κύμα]] απεργιών προβλέπεται για τον [[άλλο]] [[μήνα]]» γ. «[[κύμα]] αγανάκτησης γέμισε την [[ψυχή]] μας» δ. «[[κύμα]] κατακλυσμὸν φέρον νόσων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> περιοδική [[διατάραξη]] ενός μέσου ή χώρου, διαδιδόμενη με ορισμένη [[ταχύτητα]], η οποία μπορεί να έχει τη [[μορφή]] ταλάντωσης τών σωματιδίων του μέσου ή περιοδικής μεταβολής της θερμοκρασίας ή της πίεσής του ή μεταβολής του ηλεκτρικού, μαγνητικού ή οποιουδήποτε μη δυναμικού πεδίου του χώρου (α. «ηχητικό [[κύμα]]» β. «ηλεκτρομαγνητικό [[κύμα]]» γ. «σεισμικό [[κύμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έχω περάσει από [[σαράντα]] κύματα» — έχω αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, έχω συναντήσει κι έχω ξεπεράσει [[πολλά]] εμπόδια<br />β) «εκπέμπουμε σε διαφορετικά μήκη κύματος» — δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, διαφέρουμε ριζικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάγλυφο]] [[αυλάκι]] ή [[κοιλότητα]] που διακοσμεί την [[πρόσοψη]] οικοδομημάτων, αλλ. [[κυμάτιον]]<br /><b>2.</b> το [[έμβρυο]] που βρίσκεται στην [[κοιλιά]], [[κύημα]] («τροφὸς δέ κύματος νεοσπόρου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βλαστάρι]], φυτού και ειδ. της κράμβης<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «πρὸς κῡμα [[λακτίζω]]» — [[ματαιοπονώ]] για πράγματα ή καταστάσεις που δεν αλλάζουν, <b>Ευρ.</b><br />β) «αριθμῶ τὰ κύματα» ή «κύματα μετρὼ» — [[απρακτώ]], δεν [[κάνω]] [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> κυῶ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυματίζω]], [[κυμάτιο]], [[κυματόεις]], <i>κυματώ</i>, [[κυματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυμάς]], [[κυματηρός]], [[κυματίας]], [[Κυμώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυμαίνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυματηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>κυματική</i>, [[κυματούσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κυματοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυματοαγής]], [[κυματοβόλος]], [[κυματοδρόμος]], [[κυματολήγη]], [[κυματοπλήξ]], [[κυματότροφος]], [[κυματοτρόφος]], [[κυματοφθόρος]], [[κυματωγή]], [[κυμοδέγμων]], [[κυμοδόκη]], [[κυμοθαλής]], [[κυμοθόη]], [[κυμόκτυπος]], [[κυμοπλήξ]], [[κυμοπόλεια]], [[κυμορρώξ]], [[κυμοτόκος]], [[κυμοτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυμαγωγώ]], [[κυματόκλυστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κυματαγωγή]], [[κυματάκι]], [[κυματανάπαλση]], [[κυματοβολή]], [[κυματογενής]], [[κυματογόνος]], [[κυματόζωστος]], [[κυματοθραύστης]], [[κυματόθριξ]] [[κυματόπλαστος]], [[κυματοφαγωμένος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

το (AM κῡμα)
1. αλλεπάλληλο καμπυλωτό έπαρμα της επιφάνειας της θάλασσας ή ποταμού ή λίμνης (α. «μ' αρέσει να κολυμπώ όταν η θάλασσα έχει κύματα» β. «κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πλήθος ανθρώπων (α. «κύματα φανατικών οπαδών τών δύο ομάδων ξεχύθηκαν στους δρόμους» β. «βοᾷ γὰρ κῡμα χερσαῖον στρατοῦ», Αισχύλ.)
3. (συν. στον εν.) μτφ. φυσικό ή κοινωνικό ή ηθικό φαινόμενο, ατομικό ή κοινωνικό ελάττωμα ή πάθος, δυστυχία, επιδημία, συμφορά μεγάλης έντασης και με επιβλαβείς συνήθως συνέπειες (α. «νέο κύμα καύσωνα προέβλεψαν οι μετεωρολόγοι» β. «κύμα απεργιών προβλέπεται για τον άλλο μήνα» γ. «κύμα αγανάκτησης γέμισε την ψυχή μας» δ. «κύμα κατακλυσμὸν φέρον νόσων», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. φυσ. περιοδική διατάραξη ενός μέσου ή χώρου, διαδιδόμενη με ορισμένη ταχύτητα, η οποία μπορεί να έχει τη μορφή ταλάντωσης τών σωματιδίων του μέσου ή περιοδικής μεταβολής της θερμοκρασίας ή της πίεσής του ή μεταβολής του ηλεκτρικού, μαγνητικού ή οποιουδήποτε μη δυναμικού πεδίου του χώρου (α. «ηχητικό κύμα» β. «ηλεκτρομαγνητικό κύμα» γ. «σεισμικό κύμα»)
2. φρ. α) «έχω περάσει από σαράντα κύματα» — έχω αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, έχω συναντήσει κι έχω ξεπεράσει πολλά εμπόδια
β) «εκπέμπουμε σε διαφορετικά μήκη κύματος» — δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, διαφέρουμε ριζικά
αρχ.
1. ανάγλυφο αυλάκι ή κοιλότητα που διακοσμεί την πρόσοψη οικοδομημάτων, αλλ. κυμάτιον
2. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά, κύημα («τροφὸς δέ κύματος νεοσπόρου», Αισχύλ.)
3. βλαστάρι, φυτού και ειδ. της κράμβης
4. παροιμ. α) «πρὸς κῡμα λακτίζω» — ματαιοπονώ για πράγματα ή καταστάσεις που δεν αλλάζουν, Ευρ.
β) «αριθμῶ τὰ κύματα» ή «κύματα μετρὼ» — απρακτώ, δεν κάνω τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ.
ΠΑΡ. κυματίζω, κυμάτιο, κυματόεις, κυματώ, κυματώδης
αρχ.
κυμάς, κυματηρός, κυματίας, Κυμώ
αρχ.-μσν.
κυμαίνω
μσν.
κυματηδόν
νεοελλ.
κυματική, κυματούσα.
ΣΥΝΘ. κυματοειδής
αρχ.
κυματοαγής, κυματοβόλος, κυματοδρόμος, κυματολήγη, κυματοπλήξ, κυματότροφος, κυματοτρόφος, κυματοφθόρος, κυματωγή, κυμοδέγμων, κυμοδόκη, κυμοθαλής, κυμοθόη, κυμόκτυπος, κυμοπλήξ, κυμοπόλεια, κυμορρώξ, κυμοτόκος, κυμοτόμος
μσν.
κυμαγωγώ, κυματόκλυστος
νεοελλ.
κυματαγωγή, κυματάκι, κυματανάπαλση, κυματοβολή, κυματογενής, κυματογόνος, κυματόζωστος, κυματοθραύστης, κυματόθριξ κυματόπλαστος, κυματοφαγωμένος].