παρηγορία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "Secund. ''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parigoria
|Transliteration C=parigoria
|Beta Code=parhgori/a
|Beta Code=parhgori/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[exhortation]], [[persuasion]], <span class="bibl">A.R.2.1281</span> (pl.) : metaph., χρίματος… ἀδόλοισι παρηγορίαις <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>95</span> (anap.); <b class="b3">ἴση παρηγορία</b>, = [[ἰσηγορία]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.17b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[surname]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.3</span> (sed leg. <b class="b3">προσηγ-</b>). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[consolation]], τοῦ πένθους <span class="bibl">Plu. <span class="title">Cim.</span>4</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Per.</span>34</span>; [[υἱοῖο]] for his loss, <span class="title">IG</span>7.2544 (Thebes); <b class="b3">ὁδευόντων π</b>., of the moon, <span class="bibl">Secund. <span class="title">Sent.</span>6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[assuagement]], <span class="bibl">Diocl.Fr.142</span>, etc.; τοῦ παροξυσμοῦ <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.3</span>.</span>
|Definition=Ion. [[παρηγορίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[exhortation]], [[persuasion]], A.R.2.1281 (pl.): metaph., χρίματος… ἀδόλοισι παρηγορίαις [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''95 (anap.); <b class="b3">ἴση παρηγορία</b>, = [[ἰσηγορία]], Jul.''Or.''1.17b.<br><span class="bld">2</span> [[surname]], J.''BJ''4.8.3 (sed leg. <b class="b3">προσηγ-</b>).<br><span class="bld">II</span> [[consolation]], τοῦ πένθους Plu. ''Cim.''4, cf. ''Per.''34; [[υἱοῖο]] for his loss, ''IG''7.2544 (Thebes); <b class="b3">ὁδευόντων π.</b>, of the moon, [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''6.<br><span class="bld">2</span> [[assuagement]], Diocl.Fr.142, etc.; τοῦ παροξυσμοῦ Aret.''CD''1.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[exhortation]], [[encouragement]];<br /><b>2</b> [[consolation]], [[adoucissement]].<br />'''Étymologie:''' [[παρήγορος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρηγορία -ας, ἡ, Ion. παρηγορίη [παρήγορος] aansporing; overdr.: φαρμασσομένη χρίματος... παρηγορίαις (de vlam) gevoed door de impulsen van de olie Aeschl. Ag. 95. verlichting, verzachting:. ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ter verzachting van het leed Plut. Cim. 4.10.
}}
{{elru
|elrutext='''παρηγορία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[увещевание]], [[убеждение]], [[поощрение]]: χρίματος παρηγορίαι Aesch. побудительная сила масла (поддерживающего пламя);<br /><b class="num">2</b> [[утешение]] (πένθους Plut.; π. [[γενέσθαι]] τινί NT);<br /><b class="num">3</b> [[утоление]] (λιμοῦ καὶ δίψους Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρηγορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[παραίνεσις]], [[προτροπή]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση [[παρηγορία]], = [[ἰσηγορία]], Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― [[κατάπτωσις]], [[καταπράϋνσις]], τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.
|lstext='''παρηγορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[παραίνεσις]], [[προτροπή]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση [[παρηγορία]], = [[ἰσηγορία]], Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― [[κατάπτωσις]], [[καταπράϋνσις]], τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> exhortation, encouragement;<br /><b>2</b> consolation, adoucissement.<br />'''Étymologie:''' [[παρήγορος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρηγορία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προτροπή]], [[εμψύχωση]], [[παραίνεση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρηγοριά]], [[ανακούφιση]], [[παραμυθία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρηγορία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προτροπή]], [[εμψύχωση]], [[παραίνεση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρηγοριά]], [[ανακούφιση]], [[παραμυθία]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρηγορία -ας, ἡ, Ion. παρηγορίη [παρήγορος] aansporing; overdr.: φαρμασσομένη χρίματος... παρηγορίαις (de vlam) gevoed door de impulsen van de olie Aeschl. Ag. 95. verlichting, verzachting:. ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ter verzachting van het leed Plut. Cim. 4.10.
}}
{{elru
|elrutext='''παρηγορία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> увещевание, убеждение, поощрение: χρίματος παρηγορίαι Aesch. побудительная сила масла (поддерживающего пламя);<br /><b class="num">2)</b> [[утешение]] (πένθους Plut.; π. [[γενέσθαι]] τινί NT);<br /><b class="num">3)</b> [[утоление]] (λιμοῦ καὶ δίψους Sext.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 17:12, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηγορία Medium diacritics: παρηγορία Low diacritics: παρηγορία Capitals: ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: parēgoría Transliteration B: parēgoria Transliteration C: parigoria Beta Code: parhgori/a

English (LSJ)

Ion. παρηγορίη, ἡ,
A exhortation, persuasion, A.R.2.1281 (pl.): metaph., χρίματος… ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95 (anap.); ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Jul.Or.1.17b.
2 surname, J.BJ4.8.3 (sed leg. προσηγ-).
II consolation, τοῦ πένθους Plu. Cim.4, cf. Per.34; υἱοῖο for his loss, IG7.2544 (Thebes); ὁδευόντων π., of the moon, Secund.Sent.6.
2 assuagement, Diocl.Fr.142, etc.; τοῦ παροξυσμοῦ Aret.CD1.3.

German (Pape)

[Seite 520] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 exhortation, encouragement;
2 consolation, adoucissement.
Étymologie: παρήγορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρηγορία -ας, ἡ, Ion. παρηγορίη [παρήγορος] aansporing; overdr.: φαρμασσομένη χρίματος... παρηγορίαις (de vlam) gevoed door de impulsen van de olie Aeschl. Ag. 95. verlichting, verzachting:. ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ter verzachting van het leed Plut. Cim. 4.10.

Russian (Dvoretsky)

παρηγορία:
1 увещевание, убеждение, поощрение: χρίματος παρηγορίαι Aesch. побудительная сила масла (поддерживающего пламя);
2 утешение (πένθους Plut.; π. γενέσθαι τινί NT);
3 утоление (λιμοῦ καὶ δίψους Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, παραίνεσις, προτροπή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. παραμυθία, παρηγορία, κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― κατάπτωσις, καταπράϋνσις, τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.

English (Strong)

from a compound of παρά and a derivative of ἀγορά (meaning to harangue an assembly); an address alongside, i.e. (specially), consolation: comfort.

English (Thayer)

παρηγοριας, ἡ (παρηγορέω (to address)), properly, an addressing, address; i. e.
a. exhortation (Apoll. Rh. 2,1281).
b. comfort, solace, relief, alleviation, consolation: Lightfoot). (Aeschylus Ag. 95; Philo, q. deus immort. § 14; de somn. i., § 18; Josephus, Antiquities 4,8, 3; often in Plutarch; Hierocl.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρηγορώ, ο μετριασμός του ψυχικού πόνου και η ανακούφιση του πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία
νεοελ.
1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό πόνο
2. (ιδίως στον τ. παρηγοριά) η μετάβαση και συνήθως η διανυκτέρευση τών φίλων στο σπίτι εκτιθέμενου νεκρού
3. γεύμα που παρατίθεται στην οικία νεκρού μετά τον ενταφιασμό του, αλλ. μακαριά
4. παροιμ. «παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του» — λέγεται στην περίπτωση απατηλών υποσχέσεων ή σχετικά με μάταιη ελπίδα ή αναμονή
αρχ.
1. παρόρμηση, προτροπή
2. κατευνασμός, κατάπαυσηπαρηγοριά τοῦ παροξυσμοῦ», Αρετ.)
3. μτφ. ενίσχυση
4. επώνυμο
5. φρ. «ίση παρηγοριά» — ισηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρηγορία (> παρηγοριά) < παρηγορώ, ενώ ο τ. παρηγόρια < παρηγορώ υποχωρητικά].

Greek Monotonic

παρηγορία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. προτροπή, εμψύχωση, παραίνεση, σε Αισχύλ.
II. παρηγοριά, ανακούφιση, παραμυθία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

παρηγορία, ἡ,
I. exhortation, persuasion, Aesch.
II. consolation, Plut.

Chinese

原文音譯:parhgor⋯a 爬而-誒哥里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-買(著)
字義溯源:在旁講論,安慰,鼓勵,解救,慰藉;由(παρά)*=旁,近)與(ἀγορά)=市區廣場)組成,而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X*=聚集)。參讀 (παράκλησις)同義字
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 安慰(1) 西4:11