ἐτήτυμος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1052.png Seite 1052]] ον ([[ἐτός]], [[ἐτεός]]), wahr, wahrhaft, [[ἄγγελος]] Il. 22, 438; [[μῦθος]] Od. 23, 62; auch ἐτήτυμον, adverbial, 4, 152, wirklich, in der Tat; Il. 16, 128 u. öfter, wie Ap. Rh. 4, 835 u. öfter; [[ἀλήθεια]], [[κλέος]], Pind. Ol. 11, 56 N. 7, 63; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch. Ch. 396; τοῦτ' ἐτήτυμον Pers. 723; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph. Phil. 1274; γενοῦ μοι [[παῖς]] ἐτ. [[γεγώς]], ächt, Trach. 1053, wie [[χρυσός]] Theocr.; τὸ δ' ἐτήτυμον Ar. Pax 119; οὐ [[ψευδόμαντις]], ἀλλ' [[ἐτήτυμος]] Eur. Or. 1667; ἐτήτυμον [[στόμα]], Wahrheit redend, I. T 1085; sp. D.; in Prosa erst Themist. – Adv. ἐτητύμως, wahr, der Wahrheit gemäß, wirklich, Tragg., bes. Aesch. oft; ἤγγειλαν ὡς | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1052.png Seite 1052]] ον ([[ἐτός]], [[ἐτεός]]), [[wahr]], [[wahrhaft]], [[ἄγγελος]] Il. 22, 438; [[μῦθος]] Od. 23, 62; auch ἐτήτυμον, adverbial, 4, 152, wirklich, in der Tat; Il. 16, 128 u. öfter, wie Ap. Rh. 4, 835 u. öfter; [[ἀλήθεια]], [[κλέος]], Pind. Ol. 11, 56 N. 7, 63; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch. Ch. 396; τοῦτ' ἐτήτυμον Pers. 723; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph. Phil. 1274; γενοῦ μοι [[παῖς]] ἐτ. [[γεγώς]], ächt, Trach. 1053, wie [[χρυσός]] Theocr.; τὸ δ' ἐτήτυμον Ar. Pax 119; οὐ [[ψευδόμαντις]], ἀλλ' [[ἐτήτυμος]] Eur. Or. 1667; ἐτήτυμον [[στόμα]], [[Wahrheit]] redend, I. T 1085; sp. D.; in Prosa erst Themist. – Adv. [[ἐτητύμως]], [[wahr]], [[der Wahrheit gemäß]], [[wirklich]], Tragg., bes. Aesch. oft; ἤγγειλαν ὡς ἐτητύμως Soph. El. 1444. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[vrai]] : ἐτήτυμον ἀγορεύειν OD, λέγειν ἐτήτυμα SOPH dire la vérité;<br /><b>2</b> [[véritable]], [[réel]] <i>p. opp. à fictif</i> [[νόστος]] [[ἐτήτυμος]] OD retour véritable ; <i>adv.</i> | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[vrai]] : ἐτήτυμον [[ἀγορεύειν]] OD, [[λέγειν]] ἐτήτυμα SOPH dire la [[vérité]];<br /><b>2</b> [[véritable]], [[réel]] <i>p. opp. à fictif</i> [[νόστος]] [[ἐτήτυμος]] OD retour véritable ; <i>adv.</i> • [[ἐτήτυμον]] IL [[en vérité]], [[réellement]];<br /><b>3</b> [[qui dit la vérité]], [[véridique]], [[sincère]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔτυμος]], avec redoubl. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐτήτῠμος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> εκτεταμ. ποιητ. αντί [[ἔτυμος]], [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], σε Όμηρ.· <i>τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον</i>, πες μου αυτό αληθινά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ λέγεις ἐτήτυμα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[πραγματικός]], Λατ. [[sincerus]], κείνῳ δ' [[οὐκέτι]] [[νόστος]] ἐτ., για εκείνον δεν απομένει καμία αληθινή, πραγματική [[επιστροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐτ. Διὸς [[κόρα]]</i>, σε Αισχύλ.· [[παῖς]] [[χρυσός]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., σε ουδ. <i>ἐτήτυμον</i>, αληθώς, πραγματικά, [[πράγματι]], όντως, σε Όμηρ.· ομαλ. επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''ἐτήτῠμος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> εκτεταμ. ποιητ. αντί [[ἔτυμος]], [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], σε Όμηρ.· <i>τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον</i>, πες μου αυτό αληθινά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ λέγεις ἐτήτυμα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[πραγματικός]], Λατ. [[sincerus]], κείνῳ δ' [[οὐκέτι]] [[νόστος]] ἐτ., για εκείνον δεν απομένει καμία αληθινή, πραγματική [[επιστροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐτ. Διὸς [[κόρα]]</i>, σε Αισχύλ.· [[παῖς]] [[χρυσός]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., σε ουδ. <i>ἐτήτυμον</i>, αληθώς, πραγματικά, [[πράγματι]], όντως, σε Όμηρ.· ομαλ. επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐτήτῠμος, ον [lengthd. poet. for [[ἔτυμος]],]<br /><b class="num">I.</b> true, Hom.; τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον [[tell]] me [[this]] true, Od.; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph.<br /><b class="num">2.</b> of persons, [[truthful]], Eur.<br /><b class="num">3.</b> true, [[genuine]], [[real]], Lat. [[sincerus]], κείνῳ δ' [[οὐκέτι]] [[νόστος]] ἐτ. for him [[there]] [[remains]] no true, [[real]] [[return]], Od.; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch.; [[παῖς]] [[χρυσός]] Theocr.<br /><b class="num">II.</b> as adv., in neut. ἐτήτυμον, [[truly]], [[really]], in [[truth]] and in [[deed]], Hom.:—regul. adv. -μως, Aesch., Soph. | |mdlsjtxt=ἐτήτῠμος, ον [lengthd. poet. for [[ἔτυμος]],]<br /><b class="num">I.</b> true, Hom.; τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον [[tell]] me [[this]] true, Od.; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph.<br /><b class="num">2.</b> of persons, [[truthful]], Eur.<br /><b class="num">3.</b> true, [[genuine]], [[real]], Lat. [[sincerus]], κείνῳ δ' [[οὐκέτι]] [[νόστος]] ἐτ. for him [[there]] [[remains]] no true, [[real]] [[return]], Od.; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch.; [[παῖς]] [[χρυσός]] Theocr.<br /><b class="num">II.</b> as adv., in neut. ἐτήτυμον, [[truly]], [[really]], in [[truth]] and in [[deed]], Hom.:—regul. adv. -μως, Aesch., Soph. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἀληθινός]], [[πραγματικός]]). Ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἔτυμος]] ἀπό τό [[εἰμί]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[ἀληθινός]], [[πραγματικός]]). Ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἔτυμος]] ἀπό τό [[εἰμί]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[ἐτεός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:12, 26 November 2024
English (LSJ)
ἐτήτυμον, poet. redupl. for ἔτυμος,
A true, οὐκ ἔσθ' ὅδε μῦθος ἐτήτυμος Od.23.62; ἐτήτυμος ἄγγελος ἐλθών Il.22.438; ἐτήτυμα μυθησαίμην Hes.Op.10; τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον tell me this true, Od.1.174; τοῦτ' ἐτήτυμον; c. inf., is this true, that.. ? A.Pers.737 (troch.); εἰ λέγεις ἐτήτυμα S.Ph.1290; τὸ δ' ἐτήτυμον = but the truth is... Ar.Pax119.
2 of persons, truthful, οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ' ἐτήτυμος E.Or.1667; ἐτήτυμον στόμα Id.IT1085.
3 genuine, real, κείνῳ δ' οὐκέτι νόστος ἐτήτυμος for him there remains no true, real return, Od.3.241; ἀλάθεια, κλέος, Pi.O.10(11).54, N.7.63; ἐ. Διὸς κόρα A.Ch.948; παῖς ἐτήτυμος γεγώς S.Tr.1064; χρυσός Theoc.12.37: in late Prose, Them. Or.22.279d.
II as adverb, in neut. ἐτήτυμον, truly, really, Od.4.157, Il.13.111, 18.128, Archil.62: regul. Adv. ἐτητύμως A.Ag.167 (lyr.), 682 (lyr.); ὡς ἐτητύμως S.El.1452.
German (Pape)
[Seite 1052] ον (ἐτός, ἐτεός), wahr, wahrhaft, ἄγγελος Il. 22, 438; μῦθος Od. 23, 62; auch ἐτήτυμον, adverbial, 4, 152, wirklich, in der Tat; Il. 16, 128 u. öfter, wie Ap. Rh. 4, 835 u. öfter; ἀλήθεια, κλέος, Pind. Ol. 11, 56 N. 7, 63; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch. Ch. 396; τοῦτ' ἐτήτυμον Pers. 723; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph. Phil. 1274; γενοῦ μοι παῖς ἐτ. γεγώς, ächt, Trach. 1053, wie χρυσός Theocr.; τὸ δ' ἐτήτυμον Ar. Pax 119; οὐ ψευδόμαντις, ἀλλ' ἐτήτυμος Eur. Or. 1667; ἐτήτυμον στόμα, Wahrheit redend, I. T 1085; sp. D.; in Prosa erst Themist. – Adv. ἐτητύμως, wahr, der Wahrheit gemäß, wirklich, Tragg., bes. Aesch. oft; ἤγγειλαν ὡς ἐτητύμως Soph. El. 1444.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 vrai : ἐτήτυμον ἀγορεύειν OD, λέγειν ἐτήτυμα SOPH dire la vérité;
2 véritable, réel p. opp. à fictif νόστος ἐτήτυμος OD retour véritable ; adv. • ἐτήτυμον IL en vérité, réellement;
3 qui dit la vérité, véridique, sincère.
Étymologie: ἔτυμος, avec redoubl.
Russian (Dvoretsky)
ἐτήτῠμος: ἔτυμος с удвоением]
1 истинный, верный (μῦθος Hom.);
2 правдивый, говорящий правду (ἄγγελος Hom.; στόμα Eur.);
3 подлинный, настоящий, действительный (νόστος Hom.; κλέος Pind.; χρυσός Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐτήτῠμος: -ον, ἐκτεταμ. ποιητ. ἀντί ἔτυμος (ὡς ἀταρτηρός ἐκ του ἀτηρός), ἀληθής, οὐκ ἔσθ’ ὅδε μῦθος ἑτ. Ὀδ. Ψ. 62· ἄγγελος ἐλθὼν Ἰλ. Χ. 438· ἐτήτυμα μυθεῖσθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 10· τοῦτ’ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, εἰπέ μοι τοῦτο ἐν ἀληθείᾳ, Ὀδ. Α. 174· τοῦτ’ ἐτήτυμον…; μετ’ ἀπαρ., εἶναι τοῦτο ἀληθὲς ὅτι…; Αἰσχύλ. Πέρσ. 737· εἰ λέγεις ἐτήτυμα Σοφ. Φιλ. 1290· τὸ δ’ ἐτήτυμον, ἀλλ’ ἡ ἀλήθεια εἶναι..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 119. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀληθής, φιλαλήθης, οὐ ψευδόμαντις… ἀλλ’ ἐτ. Εὐρ. Ὀρ. 1667· ἐτ. στόμα ὁ αὐτ. Ι. Τ.1085. 3) ἀληθής, γνήσιος, πραγματικός, Λατ. sincerus, κείνῳ δ’ οὐκέτι νόστος ἐτ., δι’ ἐκεῖνον δὲν μένει ἀληθής, πραγματική ἐπιστροφή, Ὀδ. Γ. 241· ἐτ. φέγγος Πινδ. Ο. 2. 101· ἀλήθεια, κλέος αὐτόθι 10 (ΙΙ). 66, Ν. 7. 92· ἐτ. Διὸς κάρα Αἰσχύλ. Χο. 948· παῖς ἐτ. γεγὼς Σοφ. Τρ. 1064· χρυσὸς Θεόκρ. 12. 37. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ. κατ’ οὐδ., ἐτήτυμον, ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, πράγματι, ὄντως, Ὀδ. Δ. 157, Ἰλ. Ν. 111, Σ. 128, Ἀρχίλοχ. 31: ― παρὰ Τραγ. τὸ Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 166, 477, 681, κτλ. · ὡς ἐτητύμως Σοφ. Ἠλ. 1452
English (Autenrieth)
(cf. ἔτυμος, ἐτεός): true, truthful, real; ἄγγελος, νόστος, μῦθος, Il. 22.438, γ 2, Od. 23.62; freq. neut. as adv., ἐτήτυμον, actually, really, Il. 1.558, Il. 18.128.
English (Slater)
ἐτήτῠμος, -ον genuine ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος (O. 10.54) φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.63)
Greek Monolingual
ἐτήτυμος, -ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. του έτυμος) (Α)
1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ' ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ' ἐτήτυμος», Ευρ.)
3. πραγματικός, γνήσιος («ἐτήτυμος χρυσός», Θεόκρ.)
4. (με απαρμφ.) είναι αλήθεια ότι («καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῦτ' ἐτήτυμον;» — είναι αλήθεια ότι σώθηκε αυτή στην ξηρά; Αισχύλ.)
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐτήτυμον
αληθώς, πράγματι
6. (το ουδ. με ή χωρίς το άρθρο) (τὸ) ἐτήτυμον
η αλήθεια
επίρρ...
ἐτητύμως (Α)
αληθινά, πραγματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με αναδιπλασιασμό και έκταση της β' συλλαβής, που συνδέεται με τα ετεός, έτυμος].
Greek Monotonic
ἐτήτῠμος: -ον,
I. 1. εκτεταμ. ποιητ. αντί ἔτυμος, αληθινός, γνήσιος, αυθεντικός, σε Όμηρ.· τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον, πες μου αυτό αληθινά, σε Ομήρ. Οδ.· εἰ λέγεις ἐτήτυμα, σε Σοφ.
2. λέγεται για πρόσωπα, φιλαλήθης, ειλικρινής, σε Ευρ.
3. αληθινός, γνήσιος, αυθεντικός, πραγματικός, Λατ. sincerus, κείνῳ δ' οὐκέτι νόστος ἐτ., για εκείνον δεν απομένει καμία αληθινή, πραγματική επιστροφή, σε Ομήρ. Οδ.· ἐτ. Διὸς κόρα, σε Αισχύλ.· παῖς χρυσός, σε Θεόκρ.
II. ως επίρρ., σε ουδ. ἐτήτυμον, αληθώς, πραγματικά, πράγματι, όντως, σε Όμηρ.· ομαλ. επίρρ. -μως, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
ἐτήτῠμος, ον [lengthd. poet. for ἔτυμος,]
I. true, Hom.; τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον tell me this true, Od.; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph.
2. of persons, truthful, Eur.
3. true, genuine, real, Lat. sincerus, κείνῳ δ' οὐκέτι νόστος ἐτ. for him there remains no true, real return, Od.; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch.; παῖς χρυσός Theocr.
II. as adv., in neut. ἐτήτυμον, truly, really, in truth and in deed, Hom.:—regul. adv. -μως, Aesch., Soph.
Mantoulidis Etymological
(=ἀληθινός, πραγματικός). Ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἔτυμος ἀπό τό εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Frisk Etymological English
See also: s. ἐτεός.