νάρκη: Difference between revisions
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
(26) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[νάρκα]], η (ΑΜ [[νάρκη]], Α και [[νάρκα]])<br /><b>1.</b> πρόσκαιρη [[ελάττωση]] ή και [[απώλεια]] της αισθητικής και κινητικής ικανότητας, [[μούδιασμα]], [[τάση]] για ύπνο, [[παράλυση]] που οφείλεται σε φόβο, [[κρύο]] ή [[αποπληξία]], [[λήθαργος]], [[βύθος]] (α. «οὐ λαμβάνει δὲ οὐδὲ [[νάρκη]], [[ὅπου]] μὴ νεῡρόν ἐστι τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b><br />β. έπεσε σε [[νάρκη]]»)<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] σελάχιων ψαριών της οικογένειας τών τορπινιδών, το οποίο ναρκώνει, παραλύει ή και θανατώνει με ηλεκτρική [[εκκένωση]] το [[θύμα]] του όταν το ακουμπήσει, κν., [[σήμερα]], [[μουδιάστρα]] ή μαργωτήρα («ἥ τε [[νάρκη]] ναρκᾱν ποιοῡσαν ὧ ἂν κρατήσειν μέλλῃ ἰχθύων τῷ τρόπῳ ὃν ἔχει ἐν τῷ σώματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[εκρηκτικός]] [[μηχανισμός]] χρησιμοποιούμενος στη [[θάλασσα]] ή στην [[ξηρά]] για την [[ανατίναξη]] σκαφών, οχημάτων ή έμψυχου υλικού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αδράνεια]] του πνεύματος, [[αποχαύνωση]] («να φυλάγεται από τη μισή [[μόρφωση]] και από τη μισή [[μάθηση]] που καταντά [[στρέβλωση]] και [[νάρκη]]», Σεφέρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χειμερία]] [[νάρκη]]»<br /><b>βιολ.</b> ληθαργική [[κατάσταση]] ύπνου στην οποία πέφτουν ορισμένα θηλαστικά [[κατά]] τον χειμώνα<br />β) «θερινή [[νάρκη]]» — [[νάρκη]] που παρατηρείται σε ορισμένα ζώα τών θερμών ζωνών της Γης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νάρκη]] ποταμία» — [[είδος]] χελιού της Αιγύπτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>αρ</i>-και η βαρυτονία του [[νάρκη]] οδηγούν στο [[συμπέρασμα]] ότι πρόκειται [[μάλλον]] για μεταρρηματικό παρ., όπως τα [[πάθη]], [[βλάβη]], ενός αμάρτυρου ρ. που αντικαταστάθηκε από το μετονοματικό [[ναρκάω]]. Συνδέεται με τ. τών γερμανικών γλωσσών που σημαίνουν «[[δένω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>sner</i>(<i>a</i>)-<i>han</i>, νορβ. <i>snara</i> <b>κ.ά.</b>). Πιο αβέβαιη η [[σύνδεση]] του με το αρμ. <i>nergew</i> «[[λεπτός]]». Η [[ονομασία]] του ψαριού [[νάρκη]] οφείλεται στο ότι αυτό παραλύει τη [[λεία]] του με ηλεκτρικές εκκενώσεις. Αξιοσημείωτος [[είναι]] ο σημασιολογικά [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] της ονομασίας του ψαριού <i>torpedo</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>torpeo</i> «[[ναρκώνω]]») στη Λατινική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ναρκόω]](-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναρκώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ναρκιώ]], [[ναρκώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ναρκότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[ναρκαλιεύω]], [[ναρκοανάλυση]], [[ναρκοβόλο]], [[ναρκοδηλητηρίαση]], [[ναρκοθεραπεία]], [[ναρκοθέτιδα]], [[ναρκοθετώ]], [[ναρκοληψία]], [[ναρκομανής]], <i>ναρκομέδουοες</i>, [[ναρκοπέδιο]], [[ναρκοσυλλέκτης]], [[ναρκοσύνθεση]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θηριονάρκη]]. | |mltxt=και [[νάρκα]], η (ΑΜ [[νάρκη]], Α και [[νάρκα]])<br /><b>1.</b> πρόσκαιρη [[ελάττωση]] ή και [[απώλεια]] της αισθητικής και κινητικής ικανότητας, [[μούδιασμα]], [[τάση]] για ύπνο, [[παράλυση]] που οφείλεται σε φόβο, [[κρύο]] ή [[αποπληξία]], [[λήθαργος]], [[βύθος]] (α. «οὐ λαμβάνει δὲ οὐδὲ [[νάρκη]], [[ὅπου]] μὴ νεῡρόν ἐστι τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b><br />β. έπεσε σε [[νάρκη]]»)<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] σελάχιων ψαριών της οικογένειας τών τορπινιδών, το οποίο ναρκώνει, παραλύει ή και θανατώνει με ηλεκτρική [[εκκένωση]] το [[θύμα]] του όταν το ακουμπήσει, κν., [[σήμερα]], [[μουδιάστρα]] ή μαργωτήρα («ἥ τε [[νάρκη]] ναρκᾱν ποιοῡσαν ὧ ἂν κρατήσειν μέλλῃ ἰχθύων τῷ τρόπῳ ὃν ἔχει ἐν τῷ σώματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[εκρηκτικός]] [[μηχανισμός]] χρησιμοποιούμενος στη [[θάλασσα]] ή στην [[ξηρά]] για την [[ανατίναξη]] σκαφών, οχημάτων ή έμψυχου υλικού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αδράνεια]] του πνεύματος, [[αποχαύνωση]] («να φυλάγεται από τη μισή [[μόρφωση]] και από τη μισή [[μάθηση]] που καταντά [[στρέβλωση]] και [[νάρκη]]», Σεφέρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χειμερία]] [[νάρκη]]»<br /><b>βιολ.</b> ληθαργική [[κατάσταση]] ύπνου στην οποία πέφτουν ορισμένα θηλαστικά [[κατά]] τον χειμώνα<br />β) «θερινή [[νάρκη]]» — [[νάρκη]] που παρατηρείται σε ορισμένα ζώα τών θερμών ζωνών της Γης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νάρκη]] ποταμία» — [[είδος]] χελιού της Αιγύπτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] -<i>αρ</i>-και η βαρυτονία του [[νάρκη]] οδηγούν στο [[συμπέρασμα]] ότι πρόκειται [[μάλλον]] για μεταρρηματικό παρ., όπως τα [[πάθη]], [[βλάβη]], ενός αμάρτυρου ρ. που αντικαταστάθηκε από το μετονοματικό [[ναρκάω]]. Συνδέεται με τ. τών γερμανικών γλωσσών που σημαίνουν «[[δένω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>sner</i>(<i>a</i>)-<i>han</i>, νορβ. <i>snara</i> <b>κ.ά.</b>). Πιο αβέβαιη η [[σύνδεση]] του με το αρμ. <i>nergew</i> «[[λεπτός]]». Η [[ονομασία]] του ψαριού [[νάρκη]] οφείλεται στο ότι αυτό παραλύει τη [[λεία]] του με ηλεκτρικές εκκενώσεις. Αξιοσημείωτος [[είναι]] ο σημασιολογικά [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] της ονομασίας του ψαριού <i>torpedo</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>torpeo</i> «[[ναρκώνω]]») στη Λατινική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ναρκόω]](-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναρκώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ναρκιώ]], [[ναρκώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ναρκότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[ναρκαλιεύω]], [[ναρκοανάλυση]], [[ναρκοβόλο]], [[ναρκοδηλητηρίαση]], [[ναρκοθεραπεία]], [[ναρκοθέτιδα]], [[ναρκοθετώ]], [[ναρκοληψία]], [[ναρκομανής]], <i>ναρκομέδουοες</i>, [[ναρκοπέδιο]], [[ναρκοσυλλέκτης]], [[ναρκοσύνθεση]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θηριονάρκη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νάρκη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αναισθησία]], [[απονέκρωση]], [[παράλυση]], Λατ. [[torpor]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> πλατύ ψάρι που ναρκώνει όποιον το αγγίζει, της οικογένειας των Τορπεδινιδών, «ηλεκτρισμένο» ψάρι ή «[[μουδιάστρα]]», σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A numbness, deadness, caused by palsy, frost, fright, etc., Hp.VM22, Aph.5.25; ν. κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται Ar.V.713, cf. Arist.HA515b20, Pr.867b29, 954a23 (pl.). II torpedo, electric ray, which benumbs any one who touches it, Antiph.132.2, Anaxandr.41.52, etc.; ἡ πλατεῖα ν. ἡ θαλαττία Pl.Men.80a, cf. Arist.HA620b19; ν. ποταμία the Egyptian electric eel, Malapterurus electricus, PMag.Osl.1.284, cf. Ath.7.312b: in metapl. acc. νάρκᾰ Opp.C.3.55.
German (Pape)
[Seite 229] ἡ (s. auch νάρκα), ein Fisch, torpedo, bei dessen Berührung man einen lähmenden elektrischen Schlag bekommt, der Krampfroche, Ath. VII c. 95 p. 314, mit Beispielen aus com.; δοκεῖς μοι ὁμοιότατος εἶναι ταύτῃ τῇ πλατείᾳ νάρκῃ τῇ θαλαττίᾳ, Plat. Men. 80 a; Arist. H. A. 9, 37 u. A. – Das Erstarren, Starr-, Steifwerden eines Gliedes, die Lähmung; τί ποθ' ὥςπερ νάρκη μου κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται, Ar. Vesp. 713; Arist. probl. 2, 15. 6, 6; ὑπελήλυθέν τέ μου νάρκα τις ὅλον τὸ δέρμα (für νάρκη), Menand. bei Ath. VII, 314 b; einzeln bei Sp., z. B. Erstarrung vor Frost, ueben θερμασία, Plut. de sanit. tuenda p. 388.
Greek (Liddell-Scott)
νάρκη: ἡ, ἀναισθησία, παράλυσις, νέκρωσις, Λατ. torpor, προξενουμένη ἐκ γενικῆς παραλύσεως, παγετοῦ, φόβου, κτλ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀφ. 1254· νάρκη καταχεῖται κατὰ τῆς χειρὸς Ἀριστοφ. Σφ. 713· ὡς νόσος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 7, Προβλ. 2. 15., 6. 6· - ὁ Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 1 λέγει καὶ νάρκα, περὶ οὗ ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 331. ΙΙ. πλατὺς ἰχθὺς ναρκῶν καὶ παραλύων πάντα ἐγγίζοντα αὐτόν, κοινῶς «μουδιάστρα», torpedo, Ἀθήν. 314Β· ἡ πλατεῖα ν. ἡ θαλαττία Πλάτ. Μένων 80Α, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 3, κατὰ μεταπλ. αἰτ. νάρκᾰ, Ὀππ. Κυν. 3. 55.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 engourdissement, torpeur;
2 torpille, poisson.
Étymologie: DELG rien de définitif.
Spanish
Greek Monolingual
και νάρκα, η (ΑΜ νάρκη, Α και νάρκα)
1. πρόσκαιρη ελάττωση ή και απώλεια της αισθητικής και κινητικής ικανότητας, μούδιασμα, τάση για ύπνο, παράλυση που οφείλεται σε φόβο, κρύο ή αποπληξία, λήθαργος, βύθος (α. «οὐ λαμβάνει δὲ οὐδὲ νάρκη, ὅπου μὴ νεῡρόν ἐστι τοῡ σώματος», Αριστοτ.
β. έπεσε σε νάρκη»)
2. ζωολ. γένος σελάχιων ψαριών της οικογένειας τών τορπινιδών, το οποίο ναρκώνει, παραλύει ή και θανατώνει με ηλεκτρική εκκένωση το θύμα του όταν το ακουμπήσει, κν., σήμερα, μουδιάστρα ή μαργωτήρα («ἥ τε νάρκη ναρκᾱν ποιοῡσαν ὧ ἂν κρατήσειν μέλλῃ ἰχθύων τῷ τρόπῳ ὃν ἔχει ἐν τῷ σώματι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. στρ. εκρηκτικός μηχανισμός χρησιμοποιούμενος στη θάλασσα ή στην ξηρά για την ανατίναξη σκαφών, οχημάτων ή έμψυχου υλικού
2. μτφ. αδράνεια του πνεύματος, αποχαύνωση («να φυλάγεται από τη μισή μόρφωση και από τη μισή μάθηση που καταντά στρέβλωση και νάρκη», Σεφέρ.)
3. φρ. α) «χειμερία νάρκη»
βιολ. ληθαργική κατάσταση ύπνου στην οποία πέφτουν ορισμένα θηλαστικά κατά τον χειμώνα
β) «θερινή νάρκη» — νάρκη που παρατηρείται σε ορισμένα ζώα τών θερμών ζωνών της Γης
αρχ.
φρ. «νάρκη ποταμία» — είδος χελιού της Αιγύπτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μηδενισμένη βαθμίδα -αρ-και η βαρυτονία του νάρκη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για μεταρρηματικό παρ., όπως τα πάθη, βλάβη, ενός αμάρτυρου ρ. που αντικαταστάθηκε από το μετονοματικό ναρκάω. Συνδέεται με τ. τών γερμανικών γλωσσών που σημαίνουν «δένω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. sner(a)-han, νορβ. snara κ.ά.). Πιο αβέβαιη η σύνδεση του με το αρμ. nergew «λεπτός». Η ονομασία του ψαριού νάρκη οφείλεται στο ότι αυτό παραλύει τη λεία του με ηλεκτρικές εκκενώσεις. Αξιοσημείωτος είναι ο σημασιολογικά παράλληλος σχηματισμός της ονομασίας του ψαριού torpedo (< torpeo «ναρκώνω») στη Λατινική.
ΠΑΡ. ναρκόω(-ώνω)
αρχ.
ναρκώδης
αρχ.-μσν.
ναρκιώ, ναρκώ
μσν.
ναρκότης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. ναρκαλιεύω, ναρκοανάλυση, ναρκοβόλο, ναρκοδηλητηρίαση, ναρκοθεραπεία, ναρκοθέτιδα, ναρκοθετώ, ναρκοληψία, ναρκομανής, ναρκομέδουοες, ναρκοπέδιο, ναρκοσυλλέκτης, ναρκοσύνθεση. (Β' συνθετικό) αρχ. θηριονάρκη.
Greek Monotonic
νάρκη: ἡ,
I. αναισθησία, απονέκρωση, παράλυση, Λατ. torpor, σε Αριστοφ.
II. πλατύ ψάρι που ναρκώνει όποιον το αγγίζει, της οικογένειας των Τορπεδινιδών, «ηλεκτρισμένο» ψάρι ή «μουδιάστρα», σε Πλάτ.