προσδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδέχομαι:''' Ιων. -[[δέκομαι]], μέλ. -[[δέξομαι]], Επικ. συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ [[ποτιδέγμενος]]· αποθ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δέχομαι]] ευχαρίστως, [[αποδέχομαι]], σε Ηρόδ.· [[δέχομαι]] φιλόξενα, σε Σοφ. κ.λπ.· [[δέχομαι]] σε έναν [[τόπο]], σε Θουκ.· [[δέχομαι]] ως πολίτη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δέχομαι]] σε μια [[συζήτηση]] [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Επικ. μτχ. [[ποτιδέγμενος]], αυτός που περιμένει ή προσδοκεί, σε Όμηρ.· ομοίως, προσδεκομένους [[τοιοῦτο]] [[οὐδέν]], σε Ηρόδ.· <i>τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν</i>, ήταν σύμφωνα με την [[προσδοκία]] [[αυτού]], σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ. μέλ., [[προσδοκώ]], [[προσμένω]] ότι, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιμένω]] υπομονετικά, σε Όμηρ.
|lsmtext='''προσδέχομαι:''' Ιων. -[[δέκομαι]], μέλ. -[[δέξομαι]], Επικ. συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ [[ποτιδέγμενος]]· αποθ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δέχομαι]] ευχαρίστως, [[αποδέχομαι]], σε Ηρόδ.· [[δέχομαι]] φιλόξενα, σε Σοφ. κ.λπ.· [[δέχομαι]] σε έναν [[τόπο]], σε Θουκ.· [[δέχομαι]] ως πολίτη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[δέχομαι]] σε μια [[συζήτηση]] [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Επικ. μτχ. [[ποτιδέγμενος]], αυτός που περιμένει ή προσδοκεί, σε Όμηρ.· ομοίως, προσδεκομένους [[τοιοῦτο]] [[οὐδέν]], σε Ηρόδ.· <i>τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν</i>, ήταν σύμφωνα με την [[προσδοκία]] [[αυτού]], σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ. μέλ., [[προσδοκώ]], [[προσμένω]] ότι, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιμένω]] υπομονετικά, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδέχομαι:''' ион. [[προσδέκομαι]], эп.-дор. [[ποτιδέχομαι]]<br /><b class="num">1)</b> оказывать (благосклонный) прием, (радушно) принимать (τινα Soph. etc.): τίς σε [[πύργος]] προσδέξεται; Eur. какой город даст тебе убежище?; π. τὸν βουλόμενον λέγειν Xen. принимать (всякого), кто имеет что-л. сказать;<br /><b class="num">2)</b> принимать в число граждан (τοὺς ἀπὸ Πελοποννήσου συνοίκους Plat.);<br /><b class="num">3)</b> принимать, допускать, соглашаться (λόγον ἀληθῆ Plat.): π. τὴν τῶν Ἀρκάδων συμμαχίαν Xen. заключить союз с аркадцами; ὁ δὲ ὡς τὸ ἐκ Δελφῶν ([[χρηστήριον]]) ἤκουσε, [[αὐτίκα]] προσεύχετό τε καὶ προσεδεξατο Her. когда же (Крез) услышал дельфийское прорицание, он отнесся (к нему) с благоговением и доверием; π. τὴν εἴς τι δαπάνην Polyb. принимать на себя расходы по чему-л.;<br /><b class="num">4)</b> ожидать, выжидать (τοὺς πολεμίους Xen., Polyb.): τὴν σὴν ποτιδέγμενοι ὁρμήν Hom. (гребцы), ожидающие твоего указания; τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν τὰ παρὰ τῶν Ἐγεσταίων Thuc. для Никия не было неожиданностью то, что сделали эгестийцы.
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδέχομαι Medium diacritics: προσδέχομαι Low diacritics: προσδέχομαι Capitals: ΠΡΟΣΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosdéchomai Transliteration B: prosdechomai Transliteration C: prosdechomai Beta Code: prosde/xomai

English (LSJ)

Ion. προσδέκομαι: used by Hom. only in Ep. pres. part. ποτιδέγμενος (v. infr. 111): aor. 1 προσεδέχθην in pass. sense, Arist.Pr.956b25, Plb.4.33.9, D.S.15.70:—

   A receive favourably, accept, τὸ ἐκ Δελφῶν [χρηστήριον] Hdt.1.48, cf. SIG557.11 (Magn. Mae., iii B.C.), etc.; π. συμμαχίαν X.HG7.4.2; τὴν φιλίαν, τὰς διαλύσεις, Plb.1.16.8, 1.17.1; also π. ἑκάστους ἐπὶ . . ὁμολογίαις Id.3.18.7; receive hospitably, S.OT1428, E.Ph.1706; ζῶνθ' Ἡρακλῆ S.Tr. 233.    II admit, ἐς τὴν πόλιν Th.2.12; admit into one's presence, of a king, X.Cyr.7.5.37, HG1.5.9; of a demos receiving foreign emissaries, SIG561.7 (Chalcis, found at Magn. Mae., iii B.C.).    2 admit to citizenship, Pl.Lg.708a, D.57.59; so ποία δὲ χέρνιψ φρατέρων προσδέξεται; A.Eu.656; τοὺς οἰκέτας π. εἰς τὸ πολίτευμα IG9(2).517.32 (Epist. Philippi, Larissa, iii B.C.); π. τινὰ εἰς τοὺς ἐφήβους Sammelb.7333.40 (Alexandria, ii A.D.); ὁ προσδεχθησόμενος εἰς τὴν στιβάδα IG22.1368.52; ὅταν τις . . προσδεχθῇ εἴς τι τῶν κατὰ τὸ σῶμα ἀθλημάτων Arist. l.c.    3 of the female, ἡ ἵππος π. τὸν ὄνον Id.HA577b15, cf. 575b17, Hdt.2.121.έ.    4 admit an argument, π. τὸ ψεῦδος, λόγον ἀληθῆ, Pl.R.485c, 561b, cf. SIG685.130 (Magn. Mae., ii B.C.); π. πρόφασιν accept an excuse, PTeb.27.82 (ii B.C.).    5 admit, be capable of, μήτε γένεσιν μήτε ὄλεθρον Pl.Phlb.15b; φθοράν Id.Ti.52a.    6 undertake, προσδέχεσθαι μάλα χρὴ τὰ τοιαῦτα ἰήματα Hp.Art.69; take a liability upon oneself, guarantee, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).501, 555b, al. (Sparta); credit a sum to a person or an account, PHib.1.58 (iii B.C.), PSI4.372.9 (iii B.C.), PCair.Zen.306.11, 355.69, al. (iii B.C.), Ostr.1089 (ii B.C.), Ostr.Bodl. i 256 (ii B.C.), etc.    III await, expect, the only sense in Hom., in Ep. part. ποτιδέγμενος waiting for or expecting, δῶρον Od.2.186; σὴν ὁρμήν ib.403; σὸν μῦθον 7.161; ἡμέας 9.545; λαῶν ὀτρυντύν Il.19.234; ἀγγελίην ib.336; so later, προσδεκομένους τοιοῦτον οὐδέν Hdt.3.146, cf. S.Tr.15, E.Alc. 131 (lyr.), etc.; παρὰ ἃ προσεδέχετο Th.4.19; τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν τὰ παρὰ τῶν Ἐγεσταίων was according to his expectation, Id.6.46; π. τινός τι expect anything from anybody, Antipho Soph.10: c. acc. et inf. fut., οὐδὲν πάντως προσεδέκοντο . . τὸν στόλον ὁρμήσεσθαι Hdt.5.34, cf. 6.100, 7.156, al., Th.4.9; πολεμίους παρέσεσθαι X.Cyr.4.5.22: c. part. fut., τοῦτον π. ἐπαναστησόμενον Hdt.1.89; πανταχόθεν π. τοὺς πολεμίους await them, Plb.2.69.6, etc.    2 wait, ἥατ' ἐνὶ μεγάροις ποτιδέγμεναι Il.2.137, cf. 9.628, Od.2.205, etc.; π. ὁππότ' ἄρ' ἔλθοι Il.7.415; π. εἰ c. opt., Od.23.91.

German (Pape)

[Seite 755] in ion. Prosa προσδέκομαι (s. δέχομαι), eigtl. annehmen, empfangen, günstig aufnehmen; Her. 1, 48; ποία δὲ χέρνιψ φρατόρων προσδέξεται, Aesch. Eum. 626; εἰ ζῶνθ' Ἡρακλέα προσδέξομαι, Soph. Trach. 232; τίς σε πύργος Ἀτθίδος προσδέξεται, Eur. Phoen. 1700; Thuc. 1, 45 u. öfter; μή με σκαιὸν ἡγησάμενος φοιτητὴν μὴ προσδέχοιτο, Plat. Euthyd. 295 d; λόγον ἀληθῆ, Rep. VIII, 561 b; ὄλεθρον, zulassen, Phil. 15 b, u. öfter, wie Xen. Cyr. 4, 2, 26; ὅρκον ἔπακτον, den zugeschobenen Eid annehmen, Isocr. 1, 23; τοὺς ὑπὲρ εἰρήνης λόγους, Pol. 1, 16, 6; φιλίαν, συνθήκας, 1, 16, 8. 17, 1 u. sonst; auch προσδέξασθαι τὴν εἴς τι δαπάνην, den Kostenaufwand übernehmen, 4, 19, 8; aber τοὺς πολεμίους ist = den Angriff der Feinde aushalten, 2, 69, 6. – Gew. übertr., Etwas erwarten, abwarten, c. acc., u. absol., erwarten; Hom. immer in der dor. Form ποτιδέχομαι; ποτιδέγμενοι, ὁππότ' ἂν ἔλθοι, Il. 7, 415; σῷ οἴκῳ δῶρον ποτιδέγμενος, Od. 2, 186; τὴν σὴν ὁρμήν, 403; σὸν μῦθον, 7, 165, u. öfter; auch Her. 1, 89. 3, 146; mit folgdm accus. c. inf., 5, 34. 7, 156. 8, 130. 9, 6; τοσόνδ' ἐγὼ μνηστῆρα προσδεδεγμένη, Soph. Trach. 15; ὥρας χαλεπὰς διὰ φόβων προσδεχόμενοι, Plat. Legg. X, 906 a; Folgde, τὴν ἡμέραν Pol. 3, 94, 4. – Thuc. braucht nach der gew. Erkl. das impf. auch passivisch, 4, 19, ἢν νικήσας παρὰ ἃ προ ςεδέχετο μετρίως ξυναλλαγῇ, gegen das, was, oder anders als erwartet wurde, wenn man nicht auch hier die active Bdtg festhält und einen Subjectswechsel annimmt, anders als der Andere erwartete.

Greek (Liddell-Scott)

προσδέχομαι: ἐν τῷ πεζῷ Ἰων. λόγῳ προσδέκομαι· μέλλ. -δέξομοι· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. τοῦ ἀορ. συγκεκομμ. ποτιδέγμενος, ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἀόρ. α΄ προσεδέχθην ἐπὶ παθ. σημασ., Δίοδ. 15. 70. ― ἀποθ. Κυρίως, δέχομαι εὐχαρίστως, εὐμενῶς, παραδέχομαι, ἀποδέχομαι, τὸ ἐκ Δελφῶν [[[χρηστήριον]]] Ἡρόδ. 1. 48, κτλ.· δέχομαι φιλοξένως, ἀποδέχομαι, Σοφ. Ο. Τ. 1428, Εὐρ. Φοίν. 1706· ζῶνθ’ Ἡρακλῆ Σοφ. Τρ. 233· ― πρ. ἐς τὴν πόλιν, παραδέχομαι, Θουκ. 2, 12· δέχομαι νὰ παρουσιασθῇ τις πρός με, ἐπὶ βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 37, πρβλ. Ἑλλ. 1. 5, 9. 2) παραδέχομαι εἰς τὴν πολιτείαν, δέχομαι ὡς πολίτην, Πλάτ. Νόμ. 708Α. Δημ. 1317. 6· οὕτω, ποία δὲ χέρνιψ φρατέρων προσδέξεται; Αἰσχύλ. Εὐμ. 656· πρ. ξυμμαχίαν Ξεν. Ἑλλην. 7. 4, 2· τὴν φιλίαν, τὰς συνθήκας Πολύβ. 1. 16, 8 καὶ 17, 1· ὡσαύτως, πρ. τινας ἐπί... ὁμολογίαις ὁ αὐτ. 3. 18, 7. 3) ἐπὶ τῆς θηλείας δεχομένης τὸν ἄρρενα, ἡ ἵππος πρ. τὸν ὄνον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 23, 7, πρβλ. 6. 21, 7, Ἡρόδ. 2. 121, 5. 4) παραδέχομαι, ἀποδέχομαι ἐν συζητήσει, προσδ. τὸ ψεῦδος, λόγον ἀληθῆ Πλάτ. Πολ. 485C, 561Β· ― ἐπιδέχομαι, μήτε γένεσιν μήτε ὄλεθρον Πλάτ. Φίληβ. 15Β· φθορὰν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 52Α. 5) ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι, τὸ ἀνάλωμα Συλλ. Ἐπιγρ. 1326, ― 28. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. ποτιδέγμενος, περιμένων, προσδοκῶν, δῶρον Ὀδ. Β. 186· σὴν ὁρμὴν αὐτόθι 403· σὸν μῦθον Η. 161· ἡμέας Ι. 545· λαῶν ὀτρυντὺν Ἰλ. Τ. 234· ἀγγελίην αὐτόθι 336· ― μεθ’ Ὅμ., προσδεκομένους τοιοῦτο οὐδὲν Ἡρόδ. 3, 146, πρβλ. Σοφ. Τρ. 15, Εὐρ. Ἄλκ. 131, κτλ.· παρὰ ἃ προσεδέχετο Θουκ. 4. 19· τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν, κατὰ τὴν προσδοκίαν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 6. 46· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. μέλλ., οὐδὲν πάντως προσεδέκοντο... τὸν στόλον ὁρμήσεσθοι Ἡρόδ. 5. 34, πρβλ. 6. 100., 7. 156, κ. ἀλλ.· πολεμίους παρέσεσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 5, 22· μετὰ μετοχ. μέλλοντ., τοῦτον πρ. ἐπαναστησόμενον Ἡρόδ. 1. 89· πρ. τοὺς πολεμίους, περιμένω, ἀναμένω αὐτούς, Πολύβ. 2. 69, κτλ. 2) ἀπολ., ἀναμένω μεθ’ ὑπομονῆς, εἴατ’ ἐνὶ μεγάροις ποτιδέγμεναι Ἰλ. Β. 137, πρβλ. Ι. 628, Ὀδ. Β. 205, κτλ. 3) ἑπομένου τοῦ ὁπότ’ ἄν, μετ’ εὐκτ., Ἰλ. Η. 415· τοῦ εἰ μετ’ εὐκτ., Ὀδ. Ψ. 91. ΙΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., γίνομαι δεκτός, παραδεκτός, εἴς τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 11.

French (Bailly abrégé)

1 recevoir, accueillir (un hôte, etc.) acc. ; faire bon accueil à, agréer volontiers (l’alliance, l’amitié de qqn, etc.);
2 attendre : σὴν ποτιδέγμενος (ion.) ὁρμήν OD attendant ton élan, càd ton impulsion ; espérer ou craindre, acc. ; avec une prop. inf., avec ὁπότ’ ἄν et l’opt. ou εἰ et l’opt. : attendre que, attendre si.
Étymologie: πρός, δέχομαι.

Spanish

acoger, admitir

English (Strong)

from πρός and δέχομαι; to admit (to intercourse, hospitality, credence, or (figuratively) endurance); by implication, to await (with confidence or patience): accept, allow, look (wait) for, take.

English (Thayer)

deponent middle; imperfect προσεδεχόμην; 1st aorist προσεδεξαμην;
1. as in Greek writings from Aeschylus and Herodotus down, "to receive to oneself, to admit, to give access to oneself': τινα, to admit one, receive into contact and companionship, τούς ἁμαρτωλούς, τί, to accept (not to reject) a thing offered: οὐ προσδεξάμενοι, to reject, προσδέχονται ἐλπίδα, to admit (accept) hope, i. e. not to repudiate but to entertain, embrace, its substance, R. V. text look for)); not to shun, to bear, an impending evil (A. V. took the spoiling etc.), Homer down, to expect (A. V. look for, trait for): τινα, τί, τάς ἐπαγγελίας, the fulfilment of the promises, δέχομαι, at the endl

Greek Monolingual

ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Α
δέχομαι κάτι ευχαρίστως
νεοελλ.
δέχομαι επιπροσθέτως

Greek Monotonic

προσδέχομαι: Ιων. -δέκομαι, μέλ. -δέξομαι, Επικ. συγκοπτ. μτχ. αορ. βʹ ποτιδέγμενος· αποθ.
I. 1. δέχομαι ευχαρίστως, αποδέχομαι, σε Ηρόδ.· δέχομαι φιλόξενα, σε Σοφ. κ.λπ.· δέχομαι σε έναν τόπο, σε Θουκ.· δέχομαι ως πολίτη, σε Πλάτ.
2. δέχομαι σε μια συζήτηση κάτι, στον ίδ.
II. 1. Επικ. μτχ. ποτιδέγμενος, αυτός που περιμένει ή προσδοκεί, σε Όμηρ.· ομοίως, προσδεκομένους τοιοῦτο οὐδέν, σε Ηρόδ.· τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν, ήταν σύμφωνα με την προσδοκία αυτού, σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ. μέλ., προσδοκώ, προσμένω ότι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. περιμένω υπομονετικά, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

προσδέχομαι: ион. προσδέκομαι, эп.-дор. ποτιδέχομαι
1) оказывать (благосклонный) прием, (радушно) принимать (τινα Soph. etc.): τίς σε πύργος προσδέξεται; Eur. какой город даст тебе убежище?; π. τὸν βουλόμενον λέγειν Xen. принимать (всякого), кто имеет что-л. сказать;
2) принимать в число граждан (τοὺς ἀπὸ Πελοποννήσου συνοίκους Plat.);
3) принимать, допускать, соглашаться (λόγον ἀληθῆ Plat.): π. τὴν τῶν Ἀρκάδων συμμαχίαν Xen. заключить союз с аркадцами; ὁ δὲ ὡς τὸ ἐκ Δελφῶν (χρηστήριον) ἤκουσε, αὐτίκα προσεύχετό τε καὶ προσεδεξατο Her. когда же (Крез) услышал дельфийское прорицание, он отнесся (к нему) с благоговением и доверием; π. τὴν εἴς τι δαπάνην Polyb. принимать на себя расходы по чему-л.;
4) ожидать, выжидать (τοὺς πολεμίους Xen., Polyb.): τὴν σὴν ποτιδέγμενοι ὁρμήν Hom. (гребцы), ожидающие твоего указания; τῷ Νικίᾳ προσδεχομένῳ ἦν τὰ παρὰ τῶν Ἐγεσταίων Thuc. для Никия не было неожиданностью то, что сделали эгестийцы.