ἐλεεινός: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(2)
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐλεεινός:''' атт. тж. [[ἐλεινός]] 3<br /><b class="num">1)</b> вызывающий сострадание, достойный сожаления, жалкий ([[ἐσθής]] Arph.): ἐ. εἰσορᾶν Aesch. и ἐ. ἐκ τῆς ὄψεως Arst. жалкий на вид, жалостный; ἐς Ἀχιλλῆος ἐλεεινὸν [[ἐλθεῖν]] Hom. прийдя к Ахиллу, вызвать в нем сострадание; ἐ. τινι ὤν Lys. внушающий кому-л. сострадание;<br /><b class="num">2)</b> полный сострадания, сочувственный ([[δάκρυον]] Hom.): ἐλεινὸν ὁρᾶν Soph. смотреть с сожалением.
|elrutext='''ἐλεεινός:''' атт. тж. [[ἐλεινός]] 3<br /><b class="num">1)</b> вызывающий сострадание, достойный сожаления, жалкий ([[ἐσθής]] Arph.): ἐ. εἰσορᾶν Aesch. и ἐ. ἐκ τῆς ὄψεως Arst. жалкий на вид, жалостный; ἐς Ἀχιλλῆος ἐλεεινὸν [[ἐλθεῖν]] Hom. прийдя к Ахиллу, вызвать в нем сострадание; ἐ. τινι ὤν Lys. внушающий кому-л. сострадание;<br /><b class="num">2)</b> полный сострадания, сочувственный ([[δάκρυον]] Hom.): ἐλεινὸν ὁρᾶν Soph. смотреть с сожалением.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐλεεινός]], ή, όν [[ἔλεος]]<br /><b class="num">I.</b> [[finding]] [[pity]], pitied or [[moving]] [[pity]], [[pitiable]], [[piteous]], Hom., etc.; ἐλεινὸς εἰσορᾶν [[piteous]] to [[behold]], Aesch.; ἐλεινὸν ὁρᾷς thou lookest [[piteous]], Soph.; ἐσθῆτ' ἐλεινήν Ar.; ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον Dem.<br /><b class="num">2.</b> shewing [[pity]], [[pitying]], ἐλ. [[δάκρυον]] a [[tear]] of [[pity]], Od.; οὐδὲν ἐλεεινόν no [[feeling]] of [[pity]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> adv. [[ἐλεεινῶς]], in [[attic]] Poets [[ἐλεινῶς]], [[pitiably]], Soph.; neut. pl. ἐλεεινά as adv., Il.
}}
}}

Revision as of 21:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεεινός Medium diacritics: ἐλεεινός Low diacritics: ελεεινός Capitals: ΕΛΕΕΙΝΟΣ
Transliteration A: eleeinós Transliteration B: eleeinos Transliteration C: eleeinos Beta Code: e)leeino/s

English (LSJ)

ή, όν, ἐλεινός h.Cer.284, Att. (Eup.25) and Trag. (v. infr.), but ἐλεεινός Men.Sam.156 Pap.: written ἐλεηνός in LXXDa.9.23, 10.11: (ἔλεος):—

   A finding pity, pitied, δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il.24.309; moving pity, piteous, 23.110, etc.; ἐλεινὸς εἰσορᾶν piteous to behold, A.Pr.248; ἐλεινὸν ὁρᾷς thou lookest piteous, S.Ph. 1130 (lyr.); ἐσθῆτ' ἐλεινήν Ar.Ach.413; ἵν' ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ' εἶναι Id.Ra.1063; ἐλεινοὶ οἱ ἀδικοῦντες Lys.24.7; ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεινότατον D.21.186; -ότερος ἀνθρώποις τε καὶ θεοῖς Pl.Lg.729e.    b having received mercy, LXX ll.cc.    2 showing pity, ἐ. δάκρυον a tear of pity, Od.8.531, 16.219, Men.l.c.; οὐδὲν ἐλεινόν no feeling of pity, Pl.Phd.59a, cf. R.606b.    II Adv. ἐλεεινῶς, Att. ἐλεινῶς, pitiably, S.Ph.870, Ar.Th.1063; ἐλεινῶς διακεῖσθαι D.19.81: neut. pl. ἐλεεινά as Adv., Il.2.314.

German (Pape)

[Seite 794] mitleidswerth, bejammernswürdig; δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il. 24, 309, als Einer der Mitleid findet; übh. unglücklich, Hom. u. Folgde; Plat. Legg. V, 729 b; Lys. 24, 7; καὶ ἄθλιος Plat. Gorg. 469 a; auch von Sachen, θέα Rep. X, 620 a; ἐλεεινόν τι λέγειν Ion 535 c; δράματα Apol. 35 b; – ἐλεεινὸν ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, Od. 8, 531. 16, 219; – activ., mitleidig, ὦ τόξον, ἦ που ἐλεεινὸν ὁρᾷς Soph. Phil. 1115; auch bei Plat. (der nach B. A. 92 κατὰ ἐλεητικοῦ τὸν ἐλεεινὸν τέθεικε) ist τὸ ἐλεεινόν das Mitleid, Rep. X, 606 b; οὐδὲν πάνυ μοι ἐλεεινὸν εἰσῄει Phaed. 59 a. – Ἐλεεινά, adv., Il. 2, 314 u. Sp.; ἐλεεινῶς, Dem. Vgl. ἐλεινός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεεινός: -ή, -όν, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ἐλεινὸς (Πόρσων ἐν Προοιμ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. VIII), οὕτω δὲ καὶ ἐν Ὕμνῳ Ὁμ. εἰς Δημ. 285: (ἔλεος): - ὁ εὑρίσκων ἔλεος, ἄξιος ἐλέους, δός μ’ ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ’ ἐλεεινὸν Ἰλ. Ω. 309: - ὁ κινῶν εἰς οἶκτον, ἀξιολύπητος, ἐλεεινός, Ὅμ. κλ.· καὶ μὴν φίλοις (γ΄) ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώ, εἶμαι ἄξιον ἐλέου θέαμα, Αἰσχύλ. Πρ. 246· ἐλεινὸν ὁρᾷς, βλέπεις μὲ τεθλιμμένον ὄμμα, Σοφ. Φ. 1130· ἐσθῆτ’ ἐλεινὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 413· ἵν’ ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ’ εἶναι ὁ αὐτ. Βάτρ. 1063· ἐλεεινοί εἰσι Λυσίας 178. 41· ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον Δημ. 574. 25· ἐλεεινότερος ἀνθρώποις καὶ θεοῖς, ἄξιος πλείονος ἐλέου καὶ ἀνθρώποις καὶ θεοῖς, Πλάτ. Νόμ. 729Ε. 2) θλιβερός, λυπηρός, ὡς Ὀδυσσεὺς ἐλεεινὸν ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, θλιβερὸν δάκρυον, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «ἐλεεινῶς, οἰκτρῶς» ἐδάκρυεν, Ὀδ. Θ. 531, Π. 219· οὐδὲν ἐλεεινόν, οὐδὲν αἴσθημα ἐλέου ἢ οἴκτου, Πλάτ. Φαίδων 59Α, πρβλ. Πολ. 606Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐλεεινῶς, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς ἐλεινῶς, Σοφ. Φ. 870, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1063· ἐλεεινῶς διακεῖσθαι Δημ. 366. 23· οὐδ. πληθ. ἐλεεινά, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Β. 314.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 digne de pitié;
2 qui excite la pitié, pitoyable, lamentable : ἐλεινὸς εἰσορᾶν ESCHL pitoyable à voir ; ἐλεινὸν ὁρᾶν SOPH avoir un aspect pitoyable, lamentable ; adv. • ἐλεεινά IL d’une manière pitoyable ou lamentable;
II. qui s’apitoie sur, qui témoigne de la pitié, compatissant : δάκρυον ἐλεεινόν OD une larme de pitié ; οὐδὲν ἐλεεινόν PLAT aucun sentiment de pitié.
Étymologie: ἔλεος.

English (Autenrieth)

-ότερος, -ότατος: pitiable, piteous; neut., and esp. pl., as adv., pitifully, Od. 8.531, Il. 22.37, Il. 2.314.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): ἐλεινός A.Pr.246, S.Ph.1130, Eup.27, Ar.Ach.413, Ra.1063, Pl.Phd.59a, Lys.24.7, D.21.186, Men.Sam.371
I 1de pers. que merece piedad, digno de compasión, del que uno se apiada δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν habla Príamo Il.24.309, ἵν' ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ' εἶναι Ar.Ra.1063, cf. S.l.c., ἐ. ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δραστήριος E.Hel.992, ὁ ξένος ... ἐλεεινότερος ἀνθρώποις καὶ θεοῖς Pl.Lg.729e, οἱ καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἐλεινοὶ ὄντες Lys.l.c., cf. Pl.Phd.59a, Plot.1.4.8, Aen.Gaz.Ep.13, ἐλεινότατον ποιὼν ἑαυτόν D.l.c., ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν 1Ep.Cor.15.19, cf. Apoc.3.17, LXX Da.9.23, 10.11
c. gen. de causa ἐλεεινοὶ τοῦ πάθους ... γενόμενοι App.Ital.6, cf. Plu.Aem.33, ὁ δὲ ἀποθνῄσκει ... ἐ. μὲν τῆς ἡλικίας Philostr.Im.1.4
patético, desdichado νέκυς Il.23.110, cf. A.R.4.1534, c. inf. φίλοις ἐ. εἰσορᾶν ἐγώ A.Pr.246
neutr. plu. αἰαῖ ἐλεινὰ παθοῦσα Περιστερή Theoc.Ep.16.5
en interj. miserable, desgraciado ὦ ἐλεινή ¡ay desdichada! Aesop.263, ὦ ἐλεειναὶ ... ἔρρετε en una maldición, ref. a las Harpías AP 11.96 (Nicarch.)
biz., como epít. de monjes crist. en cartas dirigidas a un superior mísero, humilde ἀββ(ᾶ) Ἀνδρέας ἐ. PFouad 87.38, cf. 86.24 (ambos VI d.C.).
2 de concr. que da pena, miserable ἐσθής Ar.Ach.413, Polyaen.5.2.1, ἡ τροφή I.BI 5.429.
3 de abstr. penoso, lastimero δάκρυον Od.16.219, Men.Sam.371, A.R.3.118, τῆς δ' ἐλεεινοτάτῳ ἄχεϊ φθινούθουσι παρειαί sus mejillas se marchitan por un dolor penoso, Od.8.530, φωνή h.Cer.284, τὰ ἐλεινὰ ταῦτα δράματα Pl.Ap.35b, ἡ ἐπιφάνεια τοῦ σώματος Arist.Mir.836a4, ἀτυχία Plb.23.10.11, τὰ σχήματα Hld.9.5.3, ἄλγεα IKyzikos 2.64.6 (II d.C.), ἱκεσίαι Ast.Soph.Hom.6.15, ὥστ' ἐλεεινὸν τὸ χρῆμα τῆς συναυλίας εἶναι Aristid.Or.34.47, cf. Basil.Ep.244.7
neutr. subst. τὸ ἐ. sentimiento de conmiseración Pl.R.606b
plu. τὰ ἐλεινά sucesos tristes, penalidades ὅταν ... ᾄδῃς ... τῶν περὶ Ἀνδρομάχην ἐλεινῶν τι cuando cantas alguna de las penalidades de Andrómaca Pl.Io 535b, ret. ἐλεεινὰ ἢ δεινὰ ... παρασκευάζειν Arist.Po.1456b3
neutr. plu. como adv. lastimeramente τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας devoró a los que gorjeaban lastimeramente, Il.2.314, τὸν δ' ὁ γέρων ἐλεεινὰ προσηύδα Il.22.37.
II adv. -ῶς
1 lamentablemente, lastimeramente κλάειν Ar.Th.1063, cf. Ach.Tat.5.21.5, διακεῖσθαι D.19.81, Epicur.Fr.[101] 3, ἀπώλλυντο Plb.14.5.10.
2 con piedad, compasivamente τλῆναί σ' ἐ. ὧδε τἀμὰ πήματα S.Ph.870, οὐκ ἔδει ὑμᾶς οὕτως ἐ. ἐκφυγεῖν τὴν δίκην IEphesos 1352.8 (V d.C.).

English (Strong)

from ἔλεος; pitiable: miserable.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐλεεινός, -ή, -όν
Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος»)
μσν.- νεοελλ.
1. εκείνος που αξίζει περιφρόνηση, αποκρουστικός, ποταπόςελεεινός άνθρωπος», «ελεεινός και τρισάθλιος», «ελεεινή συμπεριφορά»)
2. (για πράγματα) πολύ κακής ποιότητας («ελεεινό φαγητό, γραπτό, βιβλίο κ.λπ.»)
αρχ.
θλιβερός, λυπηρός.

Greek Monotonic

ἐλεεινός: -ή, -όν, σε Αττ. ποιητές ἐλεινός· (ἔλεος),
I. 1. αυτός που βρίσκει έλεος, που είναι άξιος ελέου ή που κινεί το συναίσθημα του οίκτου, της συμπόνοιας, αξιοθρήνητος, θλιβερός, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐλεινὸς εἰσορᾶν, θλιβερός στην όψη, σε Αισχύλ.· ἐλεινὸν ὁρᾷς, εσύ φαίνεσαι αξιοθρήνητος, σε Σοφ.· ἐσθῆτ' ἐλεινήν, σε Αριστοφ.· ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον, σε Δημ.
2. αυτός που δείχνει οίκτο, συμπονετικός, ἐλ. δάκρυον, δάκρυ θλίψης, σε Ομήρ. Οδ.· οὐδὲν ἐλεεινόν, κανένα αίσθημα οίκτου, σε Πλάτ.
II. επίρρ. ἐλεεινῶς, σε Αττ. ποιητές, ἐλεινῶς, αξιοθρήνητα, θλιβερά, σε Σοφ.· πληθ. ουδ., ἐλεεινά ως επίρρ., Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεεινός: атт. тж. ἐλεινός 3
1) вызывающий сострадание, достойный сожаления, жалкий (ἐσθής Arph.): ἐ. εἰσορᾶν Aesch. и ἐ. ἐκ τῆς ὄψεως Arst. жалкий на вид, жалостный; ἐς Ἀχιλλῆος ἐλεεινὸν ἐλθεῖν Hom. прийдя к Ахиллу, вызвать в нем сострадание; ἐ. τινι ὤν Lys. внушающий кому-л. сострадание;
2) полный сострадания, сочувственный (δάκρυον Hom.): ἐλεινὸν ὁρᾶν Soph. смотреть с сожалением.

Middle Liddell

ἐλεεινός, ή, όν ἔλεος
I. finding pity, pitied or moving pity, pitiable, piteous, Hom., etc.; ἐλεινὸς εἰσορᾶν piteous to behold, Aesch.; ἐλεινὸν ὁρᾷς thou lookest piteous, Soph.; ἐσθῆτ' ἐλεινήν Ar.; ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον Dem.
2. shewing pity, pitying, ἐλ. δάκρυον a tear of pity, Od.; οὐδὲν ἐλεεινόν no feeling of pity, Plat.
II. adv. ἐλεεινῶς, in attic Poets ἐλεινῶς, pitiably, Soph.; neut. pl. ἐλεεινά as adv., Il.