εὔσημος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔσημος:''' <b class="num">1)</b> служащий хорошим предзнаменованием ([[φάσμα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> явственный, ясный, отчетливый (βοαί Soph.; [[περιγραφή]] Polyb.; [[χρηστῶν]] καὶ πονηρῶν [[διάκρισις]] Plut.); μὴ εὔσημον λόγον [[διδόναι]] NT произносить невразумительные речи;<br /><b class="num">3)</b> хорошо видимый, заметный (τὸ [[πλοῖον]] Aesch.): καπνῷ ἁλοῦσα εὔ. [[πόλις]] Aesch. по дыму (пожаров) видно, что город взят.
|elrutext='''εὔσημος:'''<br /><b class="num">1)</b> служащий хорошим предзнаменованием ([[φάσμα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> явственный, ясный, отчетливый (βοαί Soph.; [[περιγραφή]] Polyb.; [[χρηστῶν]] καὶ πονηρῶν [[διάκρισις]] Plut.); μὴ εὔσημον λόγον [[διδόναι]] NT произносить невразумительные речи;<br /><b class="num">3)</b> хорошо видимый, заметный (τὸ [[πλοῖον]] Aesch.): καπνῷ ἁλοῦσα εὔ. [[πόλις]] Aesch. по дыму (пожаров) видно, что город взят.
}}
}}

Revision as of 15:57, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσημος Medium diacritics: εὔσημος Low diacritics: εύσημος Capitals: ΕΥΣΗΜΟΣ
Transliteration A: eúsēmos Transliteration B: eusēmos Transliteration C: eysimos Beta Code: eu)/shmos

English (LSJ)

Dor. εὔσᾱμος, ον,

   A of good signs or omens, φάσμα ναυβάταις E.IA252 (lyr.), cf. Plu. Caes.43; ἱερά Philostr. VA8.7.12; [πῦρ] ib.1.31.    II easily known by signs, conspicuous, εὔσημον γὰρ οὔ μελανθάνει [τὸ πλοῖον] A.Supp.714; καπνῷ δ' ἁλοῦσα . . εὔ. πόλις Id.Ag.818; σημεῖα Hp.Mochl.16; τόπος Annuario 4/5.225 (Rhodes, ii B.C.); ἴχνη Thphr.CP6.19.5 (Comp.); οὐκ εὔσημον, ὅθεν .. not easy to distinguish, ib.3.8.2; legible, clear, ὅπως -σαμοτέρα ὑπάρχῃ ἁ ἀναγραφά SIG1023.96 (Cos, iii/ii B.C.); εὔ. γράμματα OGI665.12 (Egypt, i A.D.); εὔ. προσαγόρευσις Men.381; of sound, distinct, βοαι S.Ant.1021; ἦχοι Phld.Po.2.16 (Sup.); wellmarked, βραχίων Philostr.Gym.35; οὐλὴ εὔσημος PPetr.1p.54 (iii B.C.).    2 clear, intelligible, λόγον εὔ. δοῦναι 1 Ep.Cor.14.9; διδασκαλία Erot.Prooem., Heliod. ap. Orib.48.20.7.    3 evident, τισι Phld.Ir. p.91 W., cf. Porph.Abst.3.5.    4 εὔσημα, τά, = Lat. insignia, f.l. for σύσσημα, D.S.36.2.    5 of garments, with fine edging, BGU1564.11 (ii A.D.).    II Adv. -μως clearly, distinctly, ἔχειν Arist.Mete. 363a27; μεμνῆσθαι Str.10.2.23; προσανένεγκε POxy.1188.5 (i A.D.): Sup. -ότατα Plu.2.1022a.

German (Pape)

[Seite 1097] 1) mit gutem Zeichen, guter Vorbedeutung, εὔσ. φάσμα ναυβάταις Eur. I. A. 252; ἐνορᾷ τι τοῖς ἱερείοις εὔσημον Plut Caes. 43. – 2) leicht erkennbar, deutlich, Aesch. Suppl. 695, der es auch mit dem partic. vrbdt, καπνῷ δ' ἁλοῦσα νῦν ἔτ' εὔσημος πόλις Ag. 792, aus dem Rauche erkennt man, daß die Stadt eingenommen; οὐδ' ὄρνις εὐσήμους ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1008, deutlich, zu verstehen; in späterer Prosa, ἴχνη Theophr.; περιγραφή Pol. 10, 44, 9, öfter Plut. – Adv. εὐσήμως, z. B. ἔχειν Arist. Meteor. 2, 6; gtrab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσημος: -ον, ἔχων καλὰ σημεῖα, εὐοίωνος, φάσμα Εὐρ. Ι. Α. 252, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 43. ΙΙ. εὐδιάγνωστος, εὐόρατος, εὔσημον γὰρ οὔ με λανθάνει τὸ πλοῖον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 714· καπνῷ δ’ ἁλοῦσα... εὔσημος πόλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 818· σήματα Ἱππ. Μοχλ. 851· ἴχνη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 19, 5· οὐκ εὔσημον, ὅθεν... αὐτόθι 3. 8, 2· εὔσ. προσαγόρευσις Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1, 3. 2) εὐκόλως νοούμενος, εὔληπτος, εὐδιάκριτος, σαφής, οὐδ’ ὄρνις εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοὰς Σοφ. Ἀντ. 1021· ἀντίθετον τῷ ἄσημος, αὐτόθι 1004. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 2· ― Ὑπερθετ. -ότατα, Πλούτ. 2. 1022Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est bon signe, de bon augure;
2 qui offre un signe certain, évident, clair, significatif ; καπνῷ δ’ ἁλοῦσα εὔσημος πόλις ESCHL la fumée montre par un signe certain que la ville a été prise;
3 facile à reconnaître, distinct (cri).
Étymologie: εὖ, σῆμα.

English (Strong)

from εὖ and the base of σημαίνω; well indicated, i.e. (figuratively) significant: easy to be understood.

English (Thayer)

εὔσημον (εὖ and σῆμα a sign), well-marked, clear and definite, distinct: λόγος, A. V. easy to be understood). (Aeschylus (Sophocles), Theophrastus, Polybius, Plutarch.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσημος, -ον
Α και εὔσαμος, -ον)
λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
το εύσημο ή τα εύσημα
διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση
μσν.
(για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί αμέσως τις εντολές που του δίνει με σήματα ή με νεύματα ο κύριός του
μσν.-αρχ.
1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαλόφωνος κῆρυξ καὶ εὔσημος»)
2. (για ήχο) καθαρός, ευκρινής
αρχ.
1. εκείνος που ξεκινά με καλά σημεία, ο ευοίωνος
2. ευδιάκριτος, αυτός τον οποίο βλέπει κανείς καθαρά
3. ευανάγνωστος, σαφής
4. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής
5. ευκολονόητος, σαφής
6. (για ένδυμα) με ωραίες άκρες, με καλοραμμένες άκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σημος (< σήμα), πρβλ. επί-σημος, πολύ-σημος].

Greek Monotonic

εὔσημος: -ον (σῆμα),
I. αυτός που έχει καλά σημάδια ή οιωνούς, ευοίωνος, σε Ευρ.
II. 1. αυτός που γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμος από σημάδια ή οιωνούς, ευδιάγνωστος, σε Αισχύλ.
2. αυτός που δεν έχει πρόβλημα στην κατανόηση, εύληπτος, ευδιάκριτος, ευκρινής, ξεκάθαρος, σαφής, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔσημος:
1) служащий хорошим предзнаменованием (φάσμα Eur.);
2) явственный, ясный, отчетливый (βοαί Soph.; περιγραφή Polyb.; χρηστῶν καὶ πονηρῶν διάκρισις Plut.); μὴ εὔσημον λόγον διδόναι NT произносить невразумительные речи;
3) хорошо видимый, заметный (τὸ πλοῖον Aesch.): καπνῷ ἁλοῦσα εὔ. πόλις Aesch. по дыму (пожаров) видно, что город взят.