οὐκοῦν: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(3b) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται [[κατάνευση]] σε κάποιο [[συμπέρασμα]] ή [[προσθήκη]] σε [[κάτι]] που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) [[λοιπόν]] δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... [[συμφέρον]] [[εἶναι]]...;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (όταν αναμένεται αρνητική [[απάντηση]] και ακολουθεί το <i>οὐ</i>) [[λοιπόν]] («οὐκοῡν οὐδ' ἂν εἷς ἀντείποι;», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (με υποτ. ή προστ. σε βεβ. πρότ.) α) ασφαλώς όχι<br />β) [[λοιπόν]] ας («οὐκοῡν... σὺ καὶ τοῡτο ἴασαι καὶ τὸν Ἑρμῆν κέλευσον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (σε αποκρίσεις) α) [[μάλιστα]], πολύ καλά («ἀμηχάνων ἐρᾷς. [απόκρ.] οὐκοῡν, [[ὅταν]] δὴ μὴ [[σθένω]] πεπαύσομαι», <b>Σοφ.</b>)<br />β) ασφαλώς, βεβαίως («οὐκοῡν κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσ'... ἀπέρχῃ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὐκ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i>]. | |mltxt=οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται [[κατάνευση]] σε κάποιο [[συμπέρασμα]] ή [[προσθήκη]] σε [[κάτι]] που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) [[λοιπόν]] δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... [[συμφέρον]] [[εἶναι]]...;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (όταν αναμένεται αρνητική [[απάντηση]] και ακολουθεί το <i>οὐ</i>) [[λοιπόν]] («οὐκοῡν οὐδ' ἂν εἷς ἀντείποι;», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (με υποτ. ή προστ. σε βεβ. πρότ.) α) ασφαλώς όχι<br />β) [[λοιπόν]] ας («οὐκοῡν... σὺ καὶ τοῡτο ἴασαι καὶ τὸν Ἑρμῆν κέλευσον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (σε αποκρίσεις) α) [[μάλιστα]], πολύ καλά («ἀμηχάνων ἐρᾷς. [απόκρ.] οὐκοῡν, [[ὅταν]] δὴ μὴ [[σθένω]] πεπαύσομαι», <b>Σοφ.</b>)<br />β) ασφαλώς, βεβαίως («οὐκοῡν κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσ'... ἀπέρχῃ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὐκ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i>].<br />οὔκον, ιων. τ. οὐκ ὦν (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> βεβαίως δεν, ασφαλώς δεν («[[οὔκουν]] μ' ἐν Ἄργει γ' οἷα πράττεις λανθάνει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ανακεφαλαιωτική σημ. και σε [[απόδοση]] υποθ. λόγου) σύμφωνα με αυτά δεν, με την [[προϋπόθεση]] αυτή δεν («[[οὔκουν]] ἀπολείψομαί γέ σου... εἰ τοῡτο λέγεις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (με συμπερ. σημ.) [[συνεπώς]] δεν («οὔκον [[οἶδα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε ερωτήσεις) [[λοιπόν]] δεν;, ε, [[λοιπόν]] δεν; («[[οὔκουν]] ἐγώ σοι ταῡτα προύλεγον [[πάλαι]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε [[απόκριση]] που δίνεται με [[αφορμή]] [[επιχείρημα]] του προηγούμενου ομιλητή) και ύστερα από αυτό δεν...; («[[οὔκουν]] [[ὅμαιμος]] χὠ [[καταντίον]] θανών; <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> (στους ιων. πεζογράφους) <i>οὐκ ὦν</i><br />[[οπωσδήποτε]] δεν («ταῡτα λέγοντες, τοὺς Κροτωνιήτας οὐκ ὦν ἔπειθον», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οὐκ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:04, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. οὐκῶν, Adv., composed,
A like οὔκουν, of οὐκ and οὖν, but differing in meaning and accent, cf. A.D. Conj.257.18sqq., Hdn.Gr.1.516, Phryn.PSp.98B. I in questions, inviting assent to an inference, or to an addition to what has already received assent, οὐκοῦν δοκεῖ σοι . . ; you think then, do you not, that . . ? X.Cyr.2.4.15, Mem.1.4.5, cf. 4.2.20, Pl.Prt.332b, 360b-d, Cra.416c, etc.: with hortatory subj., οὐκοῦν καὶ ἄλλους σε φῶμεν δυνατὸν εἶναι ποιεῖν (sc. ῥήτορας ἀγαθούς) ; Id.Grg.449b: folld. by οὐ when a neg. answer is invited, οὐκοῦν οὐκ ἂν εἴη τὸ μὴ λυπεῖσθαί ποτε ταὐτὸν τῷ χαίρειν ; Id.Phlb.43d, cf. Phd. 105e; οὐκοῦν οὐδ' ἂν εἷς ἀντείποι ; D.16.4. II in affirm. sentences, surely then, οὐκοῦν, εἰ ταῦτα ἀληθῆ, πολλὴ ἐλπὶς ἀφικομένῳ οἷ ἐγὼ πορεύομαι Pl.Phd.67b: with subj. or imper., οὐκοῦν διδάσκωμεν αὐτόν, ἀλλὰ μὴ λοιδορῶμεν let us teach him, then, Id.La.195a; οὐκοῦν . . ἱκανῶς ἐχέτω let this then suffice, Id.Phdr.274b, cf. 278b, Luc.DMort.23.3; οὐκοῦν ἂν ἤδη . . λέγοι Ar.Pax43: with a prohibition, οὐκοῦν μὴ . . αὐτομολήσῃς Aeschin.1.159; οὐκοῦν ὑπόλοιπον δουλεύειν slavery, then, is the only alternative, D.8.59. 2 in replies, very well, yes, ἴωμεν . . Answ. οὐκοῦν ἐπειδὰν πνεῦμα τοὐκ πρῴρας ἀνῇ, τότε στελοῦμεν S.Ph.639; ἀμηχάνων ἐρᾷς. Answ. οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι Id.Ant.91; ἥξει γὰρ αὐτά, κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω. Answ. οὐκοῦν ἅ γ' ἥξει καὶ σὲ χρὴ λέγειν ἐμοί Id.OT342; ἀπόλωλας, ὦ κακόδαιμον. Answ. οὐκοῦν, ἢν λάχω Ar.Pax364; ἴθι δὴ σκεψώμεθα . . Answ. οὐκοῦν χρή yes, let us do so, Pl.Plt.289d, cf. 287c, Sph.254d; surely, οὐκοῦν τρύγοιπος ταῦτα πάντ' ἰάσεται Ar.Pl.1087; οὐκοῦν κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσ' . . ἀπέρχῃ S.Ant.817 (anap.).
German (Pape)
[Seite 411] ist eine reine Schlußpartikel geworden, συλλογιστικόν, so daß οὐ nach den alten Gramm. παραπληρωματικόν ist, demnach, folglich; das scheinbare Verschwinden der Negation bei solcher Uebersetzung erklärt sich daraus, daß sich das Fragewort οὔκουν im Gebrauche so abschwächte, daß es allein gesetzt nur die natürliche, von selbst sich ergebende Folge bezeichnet, die, wie man erwartet, jeder zugiebt, οὐκοῦν, ἐπειδὰν πνεῦμα τοὐκ πρώρας ἀνῇ, τότε στελοῦμεν, wir werden also segeln, Soph. Phil. 635, was man auf die Frage στελοῦμεν· οὔκουν, sc. στελοῦμεν, zurückführen kann, wir werden segeln, nicht wahr? vgl. οὐκοῦν ὅταν δὴ μὴ σθένω πεπαύσομαι, so werde ich demnach ruhen, wenn ich Richts vermag, Ant. 91, wo man wieder ein »nicht wahr?« zum Grunde liegend annehmen kann; vgl. 811 El. 789; ἀλλ' οὐκ ἔχει γὰρ δᾷδας· – οὐκοῦν κλαύσεται, so wird er also Schläge bekommen, Ar. Plut. 425; ib. 549 steht auch in der Frage οὐκοῦν δήπου τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν εἶναι ἀδελφήν; wir sagen »doch wohl«. – In Prosa, οὐκοῦν χρή, Plat. Rep. VIII, 559 a u. öfter. – Vgl. übrigens über den Unterschied Hermann zu Vig. p. 794 ff.
Greek (Liddell-Scott)
οὐκοῦν: Ἐπίρρ. κατ’ ἀρχὰς ταὐτὸν τῷ οὔκουν, ἀλλὰ ἀπώλεσε πᾶσαν ἀρνητικὴν δύναμιν (ἴδε κατωτ.), λοιπὸν ἑπομένως, ἄρα, Λατ. ergo, igitur, itaque, συχν. παρ’ Ἀττ., οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι Σοφ. Ἀντ. 91, πρβλ. 817, Φ. 639. Πλάτ., κτλ.· εἰρωνικῶς, οὐκοῦν ὑπόλοιπον δουλεύειν Δημ. 104. 13, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 1087· - οὐκοῦν οὐ; = οὔκουν; λοιπὸν ὄχι; Πλάτ. Φίληβ. 43D· οὕτως, οὐκοῦν οὐδέ..; Δημ. -Παρ’ Αἰσχίν. 23. 1, δυνάμεθα νὰ γράψωμεν ἢ: οὔκουν μή... αὐτομολήσῃς, λοιπὸν μὴ αὐτομολήσῃς, ἢ οὐκοῦν μὴ… αὐτ. (= οὐ μὴ οὖν αὐτ.), λοιπὸν δὲν θὰ αὐτομολήσῃς. 2) ἐν ἐρωτήσεσι, λοιπόν; «τὸ λοιπόν;» Ξεν. Κύρ. 2. 4, 15, κτλ.· τὸ πλεῖστον εἰρωνικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 2, 20, Πλάτ. Πρωτ. 360Β-D. 3) ἐν ἀποκρίσεσι, βεβαίως ἀναμφιβόλως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 364, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 287C, 289D. - Ἡ διαφορὰ μεταξὺ οὔκουν καὶ οὐκοῦν, καθ’ ἣν τὸ δεύτερον ἀπόλλυσιν ἐν τῇ χρήσει τὴν ἀρνητικὴν δύναμιν, σαφῶς ὁρίζεται ὑπὸ τῶν παλαιῶν γραμματικῶν, ἴδε Ἀμμών. ἐν λ., Α. Β. 57. 10., 525. 28. Ὁ Elmsl. ἐν Εὐρ. Ἡρακλ. 256 προτείνει τὴν καθαίρεσιν τῆς διαφορᾶς μεταξὺ οὔκουν (ὄχι λοιπὸν) καὶ οὐκοῦν (λοιπόν), καὶ συνιστᾷ τὴν διῃρημένην γραφὴν οὐκ οὖκ ἁπανταχοῦ, μετὰ τοῦ ἐρωτηματικοῦ σημείου ἢ ἄνευ αὐτοῦ κατὰ τὴν ἔννοιαν. Ἀλλ’ ἂν καὶ παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις συγγραφεῦσιν ἑκατέρα λέξις ἀείποτε διετήρει τὴν ἰδίαν αὑτῆς σημασίαν καὶ δύναμιν, ὅμως τοιοῦτον κανόνα δὲν δυνάμεθα ἁπανταχοῦ νὰ ἐφαρμόσωμεν, οἷον ὅπου τὸ οὐκοῦν κεῖται μετὰ προστακτ., οὐκοῦν ἱκανῶς ἐχέτω, ἂς ἀρκέσῃ λοιπὸν τοῦτο, Πλάτ. Φαῖδρ. 274Β, πρβλ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 23. 3· καὶ ἡ προσθήκη τοῦ ἀρνητ. οὐ (ἴδε ἀνωτ. 1) σημαίνει ὅτι τὸ οὐκοῦν ἀπώλεσε τὴν ἀρνητικὴν αὑτοῦ δύναμιν.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 donc, eh bien donc, eh bien alors : οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι SOPH eh bien alors, quand la force me manquera, je m’arrêterai ; dans les propos. interrog. et alors ? eh bien donc ?;
2 c. οὖν, donc, par suite.
Étymologie: οὐκ, οὖν ; le sens nég. en apparence écarté subsiste au fond de l’ex. ci-dessus : οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι, équivaut à ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι· οὐκοῦν ; quand la force me manquera, je m’arrêterai, n’est-il pas vrai ? ou n’est-ce pas ? d’où, en renversant l’ordre des idées : eh bien alors, quand la force me manquera, je m’arrêterai.
English (Strong)
from οὐ and οὖν; is it not therefore that, i.e. (affirmatively) hence or so: then.
English (Thayer)
(from οὐκ and οὖν), adverb, not therefore; and since a speaker often introduces in this way his own opinion (see Krüger, as below), the particle is used affirmatively, therefore, then, the force of the negative disappearing. Hence, the saying of Pilate οὐκοῦν βασιλεύς εἰ σύ must be taken affirmatively: "then (since thou speakest of thy βασιλεία) thou art a king!" (German also bist du doch ein König!), Buttmann, 249 (214)); but it is better to write οὐκοῦν, so that Pilate, arguing from the words of Christ, asks, not without irony, art thou not a king then? or in any case, thou art a king, art thou not? cf. Winer's Grammar, 512 (477). The difference between οὐκοῦν and οὐκοῦν is differently stated by different writers; cf. Herm. ad Vig., p. 792ff; Krüger, § 69,51, 1,2; Kühner, § 508,5 ii., p. 715ff, also the 3rd excurs. appended to his edition of Xenophon, memor.; (Bäumlein, Partikeln, pp. 191-198).
Greek Monolingual
οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α)
επίρρ.
1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.)
2. (όταν αναμένεται αρνητική απάντηση και ακολουθεί το οὐ) λοιπόν («οὐκοῡν οὐδ' ἂν εἷς ἀντείποι;», Δημοσθ.)
3. (με υποτ. ή προστ. σε βεβ. πρότ.) α) ασφαλώς όχι
β) λοιπόν ας («οὐκοῡν... σὺ καὶ τοῡτο ἴασαι καὶ τὸν Ἑρμῆν κέλευσον», Λουκιαν.)
4. (σε αποκρίσεις) α) μάλιστα, πολύ καλά («ἀμηχάνων ἐρᾷς. [απόκρ.] οὐκοῡν, ὅταν δὴ μὴ σθένω πεπαύσομαι», Σοφ.)
β) ασφαλώς, βεβαίως («οὐκοῡν κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσ'... ἀπέρχῃ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐκ + οὖν].
οὔκον, ιων. τ. οὐκ ὦν (Α)
επίρρ.
1. βεβαίως δεν, ασφαλώς δεν («οὔκουν μ' ἐν Ἄργει γ' οἷα πράττεις λανθάνει», Αριστοφ.)
2. (με ανακεφαλαιωτική σημ. και σε απόδοση υποθ. λόγου) σύμφωνα με αυτά δεν, με την προϋπόθεση αυτή δεν («οὔκουν ἀπολείψομαί γέ σου... εἰ τοῡτο λέγεις», Ξεν.)
3. (με συμπερ. σημ.) συνεπώς δεν («οὔκον οἶδα», Πλάτ.)
4. (σε ερωτήσεις) λοιπόν δεν;, ε, λοιπόν δεν; («οὔκουν ἐγώ σοι ταῡτα προύλεγον πάλαι;», Σοφ.)
5. (σε απόκριση που δίνεται με αφορμή επιχείρημα του προηγούμενου ομιλητή) και ύστερα από αυτό δεν...; («οὔκουν ὅμαιμος χὠ καταντίον θανών; Σοφ.)
6. φρ. (στους ιων. πεζογράφους) οὐκ ὦν
οπωσδήποτε δεν («ταῡτα λέγοντες, τοὺς Κροτωνιήτας οὐκ ὦν ἔπειθον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐκ + οὖν].
Greek Monotonic
οὐκοῦν: επίρρ., αρχικώς ταυτόσημο με το οὔκουν, έχοντας όμως χάσει κάθε αποφατική ισχύ,
1. εξού, άρα, λοιπόν, συνεπώς, επομένως, Λατ. ergo, igitur, itaque, σε Σοφ. κ.λπ.
2. σε ερωτήσεις, λοιπόν; κυρίως, ειρωνικά, σε Ξεν.
3. σε απαντήσεις, βεβαίως, αναμφιβόλως, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οὐκοῦν: adv.
1) итак, следовательно, стало быть: οὐ. ἀποκρινεῖ; Plat. так ты ответишь (мне)?; οὐ., ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι Soph. ну что же, если нет у меня сил, буду бездействовать;
2) (в ответах) очевидно, конечно: οὐ. χρή Plat. конечно, следует (сделать это).