ἕξις: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />manière d’être, état :<br /><b>1</b> bonne constitution du corps;<br /><b>2</b> état <i>ou</i> habitude de | |btext=εως (ἡ) :<br />manière d’être, état :<br /><b>1</b> bonne constitution du corps;<br /><b>2</b> état <i>ou</i> habitude de l'esprit <i>ou</i> de l'âme;<br /><b>3</b> faculté, capacité résultant de l'expérience, expérience.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 11:05, 5 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἔχω):
I (ἔχω trans.) having, being in possession of, possession, ἐπιστήμης ἕξις, opp. κτῆσις, Pl.Tht.197b; νοῦ Id.Cra. 414b; ἡ τῶν ὅπλων Id.Lg.625c, cf. R.433e, Sph.247a, al., Arist. Metaph.1022b4; opp. στέρησις, ib.1055b13, S.E.P.3.49.
2 in surgery, posture, Hp.Off.3; ἕξις ἢ θέσις ib.15.
II (ἔχω intr.) a being in a certain state, a permanent condition as produced by practice (πρᾶξις), diff. from σχέσις (which is alterable) (v. infr.):
1 state or habit of body, Id.Aph.2.34, cf. Pl.Tht.153b; ἕξις ὑγιεινή (so also X.Mem.1.2.4), opp. διάθεσις ἀθλητική, Hp.Alim.34; σχέσις καὶ ἕξις καὶ ἡλικίη Id.Mochl.41; ἡ φύσις καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43: pl., Thphr. Sens.69: generally, condition, ἐν ἕξει τοῦ δρᾶν D.H.Comp. 25; ἕξις λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος Hp.Art.12; τῷ θερμὴν ἕξιν ἔχοντι Polystr. p.26W.; outward appearance, ἡ ἕξις τοῦ σώματος κρείσσων LXXDa. 1.15, cf. 1 Ki.16.7, Sm.La.4.7; habit of a vine, Thphr.CP3.14.5; of material objects, ὑπὸ μιᾶς ἕξεως συνέχεσθαι S.E.M.7.102, cf. Ph.2.511, Stoic.2.124,al.
b medic., the system, Ath.2.45e, Mnesith. ib.54b, Paul.Aeg.3.59.
2 state or habit of mind, ἕξις κακίης Democr. 184; τὰς φύσεις τε καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Pl.Lg.650b, etc.; ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἕξις, opp. ἡ τῶν σωμάτων ἕξις, Id.Tht.l.c.; πονηρᾶς ψυχῆς ἕξει ib.167b; λαμβάνειν ἕξιν τιμιωτέραν Id.R.591b.
b esp. acquired habit, opp. ἐνέργεια, Arist.EN1098b33,al.
3 trained habit, skill, Pl.Phdr. 268e, Arist.Pr.955b1, Plb.10.47.7, D.S.2.29; τέχνη defined as ἕξις ἢ διάθεσις ἀπὸ παρατηρήσεως Phld.Rh.1.69S.; ἄκρα ἕξις D.H.Comp.11: c. gen., τὴν τῶν Ἰουδαϊκῶν γραμμάτων ἕξιν Aristeas 121; ἕξις πολιτικῶν λόγων Phld.Rh.2.35 S. (Almost confined to Prose, but cf. Orph.A. 391.)
German (Pape)
[Seite 882] ἡ (ἔχω), 1) das Haben, Besitzen; τῆς ἐπιστήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ παρουσία δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; Ggstz von στέρησις, S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die Beschaffenheit; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c διάθεσις ψυχῆς καθ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεθα, wie Phil. 11 d ἕξις ψυχῆς καὶ διάθεσις verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. πάθη, ἕξεις δὲ λέγω, καθ' ἃς πρὸς τὰ πάθη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im Ggstz gegen πρᾶξις u. ἐνέργεια, ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet ἕξις von φύσις u. ψυχή. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389.
Greek (Liddell-Scott)
ἕξις: -εως, ἡ, (ἕξω, μέλλ. τοῦ ἔχω). Ι. (ἔχω μεταβ.) τὸ ἔχειν ἢ κατέχειν τι, ἐπιστήμης ἕξις, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κτῆσις, Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· νοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414Β· ἡ τῶν ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 625C· πρβλ. Πολ. 433Ε, Σοφιστ. 247Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20, 1 ΙΙ. (ἔχω ἀμεταβ.) τὸ εὑρίσκεσθαι ἔν τινι καταστάσει, διαρκὴς κατάστασις προκύπτουσα ἕνεκα συνηθείας ἢ ἀσκήσεως (πράξεως) διαφέρουσα τῆς σχέσεως (ἥτις μεταβάλλεται). 1) κατάστασις ἢ διάθεσις τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1245· ἔτι καὶ ἰδιαιτέρου μέρους τοῦ σώματος, ἕξις λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος ὁ αὐτὸς π. Ἄρθρ. 789· ἕξις, συνήθεια, ὡς καὶ νῦν, ταύτην γὰρ τὴν ἓξιν ὑγιεινήν... ἱκανῶς εἶναι... ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4. Πλάτ. 2) κατάστασις ἢ συνήθεια τῆς ψυχῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν δύναμιν (φυσικὸν προσὸν), Πλάτ. Νόμοι 650Β, κτλ.· ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἕξις, ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἐνυπάρχουσα κατάστασις, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτ. 153Β πονηρᾷ ψυχῆς ἕξει αὐτόθι 167Α· ἕξιν τινὰ λαμβάνειν ὁ αὐτὸς Πολ. 591Β· - ἰδίως πρόσκτητος συνήθεια, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐνέργεια, ἐν ἕξει ἢ ἐνεργείᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 9., 2. 1, 7., 3. 7. 6, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐνίοτε περιλαμβάνει τὴν ἐνέργειαν, ὁ αὐτὸς Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20. 3) ἐπιτηδειότης, ἱκανότης, ὡς ἀποτέλεσμα ἀσκήσεως ἢ πείρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε, Ἀριστ. Προβλ. 30. 2, κτλ.· - πρβλ. ἑκτικός.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
manière d’être, état :
1 bonne constitution du corps;
2 état ou habitude de l'esprit ou de l'âme;
3 faculté, capacité résultant de l'expérience, expérience.
Étymologie: ἔχω.
English (Strong)
from ἔχω; habit, i.e. (by implication) practice: use.
English (Thayer)
ἕξεως, ἡ (ἔχω, future ἕξω), a habit, whether of body or of mind (Xenophon, Plato, Aristotle, others); a power acquired by custom, practice, use ("firma quaedam facilitas, quae apud Graecos ἕξις nominatur," Quintilian 10,1at the beginning); so ἐν τούτοις ἱκανήν ἕξιν περιποιησάμενος, Sir. prol. 7; ἕξιν ἔχειν γραμματικης, Polybius 10,47, 7; ἐν τοῖς πολεμικοῖς, 21,7, 3; ἐν ἀστρολογία μεγίστην, Diodorus 2,31; λογικήν ἕξιν περιποιουμενος, Philo, aleg. legg. 1,4).
Greek Monotonic
ἕξις: -εως, ἡ (ἔξω, μέλ. του ἔχω),·
I. μτβ., κτήση, κατοχή, σε Πλάτ.
II. 1. αμτβ., φυσική κατάσταση ή συνήθεια του σώματος, ιδίως, λέγεται για καλή φυσική κατάσταση ή συνήθεια, σε Ξεν., Πλάτ.
2. νοητική κατάσταση, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἕξις: εως ἡ
1) владение, обладание (ἐπιστήμης κτῆσις καὶ ἕ. Plat.);
2) состояние, свойство (τοῦ σώματος Plat., Plut.; τῆς ψυχῆς Plat., Arst. и ἐν τῇ ψυχῇ Plat.);
3) филос. (в отличие от διάθεσις и πάθος) устойчивое состояние (διαφέρει ἕ. διαθέσεως τῷ πολυχρονιώτερον εἶναι Arst.);
4) навык(и), опыт(ность) (ἐν ἀστρολογίᾳ Polyb. и εἰς τὴν ἀστρολογίαν Diod.; τῶν πληρωμάτων Polyb.);
5) предрасположение, способность (πονηρὰ ψυχῆς ἕ. Plat.; τὰ ἔργα σημεῖα τῆς ἕξεώς ἐστιν Arst.).
Middle Liddell
ἕξις, εως [ἕξω, fut. of ἔχω]
I. a having, possession, Plat.
II. (intr.) a habit of body, esp. a good habit, Xen., Plat.
2. a habit of mind, Plat.
Chinese
原文音譯:›xij 赫克西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:有(著)
字義溯源:習慣,練習,習用;源自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 習用(1) 來5:14
English (Woodhouse)
condition, disposition, habit, state, acquired habit, state of mind