πέλας: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 48: | Line 48: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[near]] | |woodrun=[[near]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=κοντά). Ἀντίθετο τό [[ἑκάς]] (=μακριά). Γιά παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[πελάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 14 October 2022
English (LSJ)
Adv. A near, hard by, c. gen., which commonly stands before π., Τηλεμάχου π. ἵστατο Od.15.257; Νείλου π. A. Supp.308, cf. Ag. 1038, 1671; καὶ τάδ' ἀγχόνης π. E. Heracl.246, cf. HF1109; also before its case, π. τῆς Κασταλίης Hdt.8.39, cf. 138; αὕτη π. σοῦ S.El. 1474; separated from its case, Id.Ant.580. 2 c. dat., π. ἐμβόλῳ, σκάπτῳ π., Pi. O.7.18, N.11.4; σοὶ π. A. Supp.208, cf. Fr.102. 3 abs., χριμφθεὶς πέλας Od.10.516; π. στείχειν, παρεῖναι, παραστατεῖν, E. Or.877, S.Aj.83, A. Th.669. II οἱ π. (sc. ὄντες) one's neighbours, Democr.293, Antipho Soph.58, Hdt.1.97, Critias 15.6 D., Th. 1.69, 4.78,92, Arist. EN1169a14, etc.; one's fellow creatures, E. Heracl. 2, Hipp.441; τὰ τῶν πέλας κακά, opp. τὰ οἰκήϊα, Hdt.7.152: sg., ὁ π. one's neighbour, Id.3.142, Th.1.32; πᾶς τις αὑτὸν τοῦ π. μᾶλλον φιλεῖ E. Med.86; cf. πλησίον. III Sup. πελαστάτω nearest, Hp. Loc. Hom. 12, 45, Mul.1.66: a Sup. Adj. πελάστατος, η, ον, IG14.352 ii65 (Halaesa).
German (Pape)
[Seite 549] adv., nahe, nahe daran; χριμφθεὶς πέλας, Od. 10, 516 (nicht in der Il.); oft bei den Tragg., wie οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας, Aesch. Spt. 651, πέλας μάρτυς πάρεστι, Eum. 633; – c. gen., der meist voransteht, Τηλεμάχου πέλας ἵστατο, Od. 15, 257; u. so gew. bei den Tragg., τάφου πέλας, Aesch. Pers. 670, u. sonst; ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τε, Soph. O. R. 782; Eur. Hec. 486 u. öfter; u. in Prosa, Her. 8, 39. 138; – c. dat., πέλας ἐμβόλῳ, Pind. Ol. 7, 18, wie σκάπτῳ πέλας, N. 11, 4, u. mit einer praepos., παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, I. 1, 29; einzeln auch bei a. D., wie Aesch. θέλοιμ' ἂν ἤδη σοὶ πέλας θρόνους ἔχειν, Suppl. 205; – mit dem Artikel, ὁ πέλας, der Nahe, der Nachbar, aber gew. ganz allgemein, der Andere, ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς, Aesch. Prom. 335 Eum. 391; μήτ' ἐμέ, μήτε τούσδε τοὺς πέλας, Soph. O. C. 807, vgl. Ant. 475 Ai. 1130; πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ, Eur. Med. 86; Her. setzt τὰ τῶν πέλας den οἰκήϊα κακά entgegen, 7, 152, vgl. 3, 142; Thuc. 1, 32; δικαίωσις ἀπὸ τῶν ὁμοίων τοῖς πέλας ἐπιτασσομένη, 1, 141, öfter, u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
près, auprès, gén. ou dat. ; ὁ πέλας ou οἱ πέλας, le prochain, autrui ; οἱ πέλας les voisins, d'où les autres.
Étymologie: R. Πελ, mouvoir, approcher ; cf. la R. parallèle avec métath. Πλη, > πλησίος πλησίον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέλας adv. nabij; superl. πελαστάτω prep. (ook postpos. ) vlak bij; met gen..; πέλας σοῦ vlak bij je Soph. El. 1474; Τηλεμάχου πέλας ἵστατο hij ging dicht bij Telemachus staan Od. 15.257; met dat..; σοὶ πέλας dicht bij jou Aeschl. Suppl. 208; subst. ὁ πέλας de buurman:. τὰ τῶν πέλας κακά de ellende van hun buren Aeschl. Eum. 504.
Russian (Dvoretsky)
πέλᾰς:
I adv. близко (παραστατεῖν, παρεῖναι Aesch.): οἱ π. (sc. ὄντες) Her., Thuc. соседи, ближние; τὰ τῶν π. κακά Her. чужие беды.
II praep. cum gen., поэт. тж. cum dat. близ (Τηλεμάχου π. Hom.; π. τῆς Κασταλίης Her.; σοὶ π. Aesch.).
English (Autenrieth)
near, hard by; w. gen., Od. 15.257. (Od.)
English (Slater)
πέλᾰς
1 near (by)
a adv. ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας (I. 1.29)
b prep., c. dat. Ἀσίας εὐρυχόρου τρίπολιν νᾶσον πέλας ἐμβόλῳ ναίοντας (O. 7.18) Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) λέχει πέλας ἀμβροσίῳ Μελίας ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον (Pae. 9.35)
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. κοντά, πλησίον («ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο», Ομ. Οδ.)
2. (ως ουσ. αρσ. πληθ.) οἱ πέλας
α) οι γείτονες
β) οι όμοιοι
3. φρ. «τὰ τῶν πέλας κακά» — οι ξένες δυστυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πέλăς ανάγεται σε δισύλλαβη ρίζα pelā- / pelә2 με απαθές το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο και με αρχική σημ. «πρόσκρουση, σύγκρουση» (πρβλ. πελάζω). Η αναγωγή στην ίδια ρίζα άλλων τ. της Ινδοευρωπαϊκής είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Πιθανή φαίνεται η σύνδεση του επιρρ. με το λατ. pello «πλήττω, κρούω» (πρβλ. πλήττω). Στην ίδια ρίζα με μηδενισμένο το α' φωνήεν και απαθές το δεύτερο ανάγονται οι τ. πλησίον, πλήν και ο αθέματος αόρ. πλῆτο (πρβλ. πίμπλημι). Η μορφή του επιρρ. πέλας είναι δυσερμήνευτη. Αν πρόκειται για αρχαίο τ. επιρρήματος, τότε το τελικό -ς μπορεί να ερμηνευθεί ως επιρρηματικό. θα μπορούσε, ωστόσο, να θεωρηθεί και τ. ονομαστικής πτώσης που χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά].
Greek Monotonic
πέλᾰς: επίρρ.,
I. 1. κοντά, πλησίον, κοντινά, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.
2. όπως το ἐγγύς, με δοτ., σε Πίνδ., Αισχύλ.
3. απόλ., χριμφθεὶς πέλας, σε Ομήρ. Οδ.· πέλας στείχειν, παρεῖναι, στῆναι, σε Τραγ.
II. οἱ πέλας (ενν. ὄντες), οι γείτονες κάποιου, σε Θουκ. κ.λπ.· απ' όπου, οι συνάνθρωποι, ολόκληρη η ανθρωπότητα, σε Ηρόδ., Τραγ.· στον ενικ., ὁ πέλας, γείτονας κάποιου, συνάνθρωπος, οποιοσδήποτε άνθρωπος, σε Ηρόδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πέλᾰς: Ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, ἀντίθετ. τῷ ἑκάς, μετὰ γεν., ἥτις συνήθως προτάσσεται τοῦ πέλας, ὡς Τηλεμάχου π. ἵστατο Ὀδ. Ο. 257· Νείλου π. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 308, πρβλ. Ἀγ. 1038, 1671· καὶ τόδ’ ἀγχόνης π. Εὐρ. Ἡρακλ. 246, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 1109 ἀλλὰ καὶ ἐπιτάσσεται ἡ πτῶσις, π. τῆς Κασταλίης Ἡρόδ. 8. 39, πρβλ. 138 αὕτη π. σου Σοφ. Ἠλ. 1474· καὶ χωρίζεται ἀπὸ τῆς πτώσεως, ὅταν πέλας ἤδη τὸν Ἄιδην εἰσορῶσι τοῦ βίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 580. 2) ὡσαύτως ὡς τὸ ἐγγύς, μετὰ δοτ., Πινδ. Ο. 7. 34 (ἔνθα ἴδε Böckh), N. 11. 4· σοὶ π. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 208, πρβλ. Ἀποσπ. 101. - Μετὰ γεν. ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Λατ. prope ab aliquo loco· μετὰ δοτ., πρὸς τὸ Λατ. prope ad aliquem locum, Herm. Dial. Pind. σ. XI (Opusc. 1. σ. 254) κἑξ. 3) ἀπολ., χριμφθεὶς πέλας Ὀδ. Κ. 516· π. στείχειν, παρεῖναι, στῆναι, κτλ., συχνάκις παρὰ Τραγ. ΙΙ. οἱ πέλας (ἐξυπ. ὄντες), οἱ γείτονες, Θουκ. 1. 69., 4. 78, 92, κτλ.· ἐντεῦθεν, οἱ πλησίον, οἱ ἄνθρωποι, Ἡρόδ. 1. 97, καὶ παρὰ Τραγ., ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 85· παρ’ Ἡροδ. 7. 152, τὰ τῶν πέλας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ οἰκήια κακά· - ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ πέλας, ὁ πλησίον, πᾶς ἄνθρωπος, Ἡρόδ. 3. 142, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 32· πρβλ. πλησίον. ΙΙΙ. ὑπερθ., πελαστάτω, πλησιαίτατα, ἐγγύτατα, Ἱππ. 413. 16., 422. 37· ἀπαντᾷ καὶ ὑπερθ. ἐπίθ. πελάστατος, η, ον, Συλλ. Ἐπιγ. 5594. 64 (ἔνθα ὅμως ὁ Franz τὰν Πέλαστα τὰν ...). - (Ἐκ τοῦ πέλας παράγεται τὸ πελάζω· ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθη διὰ συγκοπῆς τινος τὸ συνώνυμον πλησίον, πλησίος (οἰονεὶ πελάσιος). Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε Κουρτ. ἀρ. 367.)
Frisk Etymological English
Grammatical information: Adv.
Meaning: near, nearby (Od.); ὁ πέλας nearest one, neighbour, next one (IA.). Beside it 1. the nasalpresent πίλναμαι (πίλ-ν-α-μαι), -νάω, also w. ἐπι-, προσ-, to draw near (Il.; for the formation cf. κίρνημι s. κεράννυ-μι); 2. the athem. aor. πλῆ-το (Il.), with which ἐπλά-θην (trag. in lyr.), πέ-πλη-μαι (Od.), πλά-θω (trag. in lyr.); 3. the σ-aor. πελά-σ(σ)αι to draw near, also to bring near, midd. -σασθαι, pass. -σθῆναι (Il.), to which as new presents πελάζω, also w. ἐμ-, ἐπι-, προσ- (Ε 766), πελάθω (trag. in lyr.), πελάω, ἐμ- πέλας (h. Hom. 7, 44, hell.); fut. πελῶ (Att.).
Derivatives: 1. πελά-της, Dor. -τας m. one who comes near, serf, jobber (trag., Pl.; Fraenkel Nom. ag. 1, 42), f. -τις (Plu.), with -τικός (D.H.); ἐμπελά-τειρα f. = πελάτις (Call., Euph.); 2. πέλα-σις f. (ἐμ-, προσ-) approach (S.E., Procl.); 3. ἄ-πλη-τος (ep.), ἄ-πλα-τος (Dor., trag.) unapproachable, appalling; 4. πλᾶ-τις, -ιδος f. wife (Ar., Lyc.); 5. τειχεσι-πλῆτα voc. surn. of Ares (Ε 31, 455; meaning unclear, cf. below and Fraenkel l.c.); 6. πλήτης πλησιαστής H. (from 5. concluded?). -- On δασπλῆτις s. v. -- Old adv. πλησίον (Il.), Aeol. πλά-σιον, Dor. πλατίον near, beside which the adj. πλησίος standing nearby, neighbouring (ep. ion. Il.); as 1. member e.g. in πλησιό-χωρος neighbouring (IA.). From this πλησι-ότης f. neighbourhood (A. D.); πλησι-άζω (Dor. πλατι-) to approach, to accompany, to associate with (Att.) with -ασμός, -ασμα, -ασις (Arist.).
Origin: IE [Indo-European] [801] *pelh₂- push
Etymology: No certain agreement outside Greek. After Lobeck in Curtius 278 orig. "striking against (anstoßend)" (cf. ἴκταρ with several meaning parallels); further to Lat. pellō push, Celt., e.g. OIr. ad-ella (< *pel-nā-t = Lat. appellat) visits, fut. eblaid < *pi-plā-seti will drive (Froehde BB. 3, 308 resp. Vendryes MSL 16, 301 f.). Traces of this more concrete meaning can perhaps still be found in expressions like πέλασε χθονί threw to the ground, ὀδύνησι πελάζειν sink in sorrow; also in τειχεσι-πλῆτα as surn. of Ares ("wall-stormer ?). So πέλας as old nom. (- acc.; Schwyzer 516 n. 620) prop. "(first) push"; similar πλατίον, πλησίον lengthened from an adverbial *πλα-τ-ι (Schw. 621, 623)? The weakness of this in itself quite possible explanation lies in the absence of certain morphological criteria; the Celt. forms seem to agree in ablaut with the Greek ones (IE *pelh₂-, plā-); cf. OIr. adella visits and πλησιάζει associates with. Further forms w. lit. in WP. 2, 57f., Pok. 801 f., W.-Hofmann s. pellō. Vgl. πλήν, πλήσσω.
Middle Liddell
I. near, hard by, close, c. gen., Od., Hdt., Trag.
2. like ἐγγύς, c. dat., Pind., Aesch.
3. absol., χριμφθεὶς πέλας Od.; π. στείχειν, παρεῖναι, στῆναι Trag.
II. οἱ πέλας (sc. ὄντεσ) one's neighbours, Thuc., etc.: hence one's fellow-creatures, all men, Hdt., Trag.: in sg., ὁ πέλας one's neighbour, any man, Hdt., Eur.
Frisk Etymology German
πέλας: {pélas}
Grammar: Adv.
Meaning: nahe, nahe bei (seit Od.); ὁ πέλας der Nahestehende, Nachbar, Nächste (ion. att.).
Derivative: Daneben 1. das Nasalpräsens πίλναμαι (πίλν-αμαι), -νάω, auch m. ἐπι-, προσ-, sich nähern (ep. seit Il.; zur Bildung vgl. κίρνημι s. κεράννυμι); 2. der athem. Aor. πλῆτο (ep. seit Il.), wozu ἐπλάθην (Trag. in lyr.), πέπλημαι (Od. usw.), πλάθω (Trag. m lyr.); 3. der σ-Aor. πελάσ(σ)αι sich nähern, ep. poet. auch nähern, Med. -σασθαι, Pass. -σθῆναι (seit Il.), wozu als neue Präsentia πελάζω, auch m. ἐμ-, ἐπι-, προσ- (seit Ε 766), πελάθω (Trag. in lyr.), πελάω, ἐμ- ~ (h. Hom. 7, 44, hell. n. sp. Epik); Fut. πελῶ (att.). — Ableitungen. 1. πελάτης, dor. -τας m. der sich Nähernde, der Hörige, Lohnarbeiter (Trag., Pl. u.a.; Fraenkel Nom. ag. 1, 42), f. -τις (Plu.), mit -τικός (D.H.); ἐμπελάτειρα f. = πελάτις (Kall., Euph.); 2. πέλασις f. (ἐμ-, προσ-) die Annäherung (S.E., Prokl.); 3. ἄπλητος (ep. poet.), ἄπλατος (dor., Trag.) unnahbar, entsetzlich; 4. πλᾶτις, -ιδος f. Gattin (Ar., Lyk.); 5. τειχεσιπλῆτα Vok. Bein. d. Ares (Ε 31, 455; Bed. unklar, vgl. unten und Fraenkel a. O.); 6. πλήτης· πλησιαστής H. (aus 5. erschlossen?). — Zu δασπλῆτις s. bes. — Altes Adv. πλησίον (seit Il.), äol. πλάσιον, dor. πλατίον nahe, woneben das Adj. πλησίος nahesehend, benachbart (ep. ion. poet. seit Il.); als Vorderglied z.B. in πλησιόχωρος benachbart (ion. att.). Davon πλησιότης f. Nachbarschaft (A. D. u.a.); πλησιάζω (dor. πλατι-) sich nähern, verkehren, Umgang haben (att.) mit -ασμός, -ασμα, -ασις (Arist. u.a.).
Etymology: Ohne sichere außergriech. Anknüpfung. Nach Lobeck bei Curtius 278 urspr. "anstoßend, anstoßen" (vgl. ἴκταρ mit mehreren Bed.parallelen); des weiteren zu lat. pellō stoßen, kelt., z.B. air. ad-ella (aus *pel-nā-t = lat. appellat) besucht, Fut. eblaid aus *pi-plā-seti wird treiben (Froehde BB. 3, 308 bzw. Vendryes MSL 16, 301 f.). Spuren dieser handgreiflicheren Bed. sind vielleicht noch zu finden in Ausdrücken wie πέλασε χθονί warf zu Boden, ὀδύνησι πελάζειν in Trauer versenken; auch in τειχεσιπλῆτα als Bein. des Ares ("Mauerstürmer ?). Somit πέλας als alter Nom. (— Akk.; Schwyzer 516 n. 620) eig. "Anstoß"; ähnlich πλατίον, πλησίον aus einem adverbiellen *πλατ-ί erweitert (Schw. 621, 623)? Die Schwäche dieser an sich sehr wohl möglichen Erklärung liegt im Mangel sicherer morphologischer Kriterien; die kelt. Formen scheinen immerhin ablautmäßig zu den griech. zu stimmen (idg. pelə-, plā-); vgl. noch air. adella besucht und πλησιάζει verkehrt mit. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 57f., Pok. 801 f., W.-Hofmann s. pellō. Vgl. πλήν, πλήσσω.
Page 2,494-495
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κοντά). Ἀντίθετο τό ἑκάς (=μακριά). Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα πελάζω.