ἐπηλυγάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=couvrir, cacher, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐπηλυγάζομαι]] cacher pour soi : τὴν κεφαλήν ÉL se cacher la tête ; <i>fig.</i> [[τῷ]] κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον THC abriter sa propre crainte sous celle d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπῆλυξ]].
|btext=couvrir, cacher, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐπηλυγάζομαι]] cacher pour soi : τὴν κεφαλήν ÉL se cacher la tête ; <i>fig.</i> [[τῷ]] κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον THC abriter sa propre crainte sous celle d'autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπῆλυξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:40, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηλῠγάζω Medium diacritics: ἐπηλυγάζω Low diacritics: επηλυγάζω Capitals: ΕΠΗΛΥΓΑΖΩ
Transliteration A: epēlygázō Transliteration B: epēlygazō Transliteration C: epilygazo Beta Code: e)phluga/zw

English (LSJ)

or ἐπηλῠγ-ίζω, overshadow, cover, τινὰς ἱματίοις Ael.NA4.7, cf. 3.16, al.:—Med., τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι throw a shade over, i.e. disguise, conceal one's own fear by... Th.6.36; ἐ. τὴν χεῖρα hold one's hand as a shade over one's eyes, Arist.GA780b19; and (without χεῖρα) ἐ. πρὸ τῶν ὀμμάτων ib.781b12, cf. Aristocl. ap.Eus.PE14.18; ἐπηλυγισάμενός τινα putting him as a screen before one, Pl.Ly.207b; ἐ. ὕλην Arist.HA559a1, cf. 613b9; use as a lurking place, ὀπήν ib.623a29:—Pass., to be concealed, ὑπὸ τῆς ἀγνωσίας Dam.Pr.26; τινί ib.29; to be suppressed, Hp.Mul.2.156. (Both -άζω and -ίζω are found in codd.)

German (Pape)

[Seite 920] überschatten, bedecken, im eigtl. Sinne, Euseb. νέφος τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας, neben καλύπτειν, Ael. H. A. 1, 41 u. öfter. – Häufiger im med., al sich bedecken, τὴν κεφαλήν, Ael., für sich darauf decken, von Vögeln, die sich ein Nest machen, ἐπηλυγαζόμενοι ὕλην, ἄκανθαν, Arist. H. A. 6, 1. 9, 8; u. übertr., ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, Thuc. 6, 36 u. Sp.; vgl. Jacobs zu Ael. H. A. 19, 25. – b) τινά, sich hinter Einem verbergen, Plat. Lys. 207 b. Viele Beispiele, bes. aus Sp., führt Ruhnken zum Tim. p. 117 an.

French (Bailly abrégé)

couvrir, cacher, acc.;
Moy. ἐπηλυγάζομαι cacher pour soi : τὴν κεφαλήν ÉL se cacher la tête ; fig. τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον THC abriter sa propre crainte sous celle d'autrui.
Étymologie: ἐπῆλυξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηλῠγάζω: ἢ -ίζω, ἐπισκιάζω, ἀφρὸν καλύπτοντά τε αὐτοὺς καὶ ἐπηλυγάζοντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 41:- Μέσ., ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, «ἐπικρύπτωνται» (Σχόλ.), δηλ. ὅπως διὰ τοῦ κοινοῦ φόβου ἐπισκιάζωσι, κρύπτωσι τὴν ἑαυτῶν δειλίαν, Θουκ. 6. 36· ἐπ. τὴν χεῖρα, κρατεῖν τὴν χεῖρα ὑπεράνω τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς ἐπισκίασιν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 35· καὶ (ἄνευ τοῦ χεῖρα), ἐπ. πρὸ τῶν ὀμμάτων αὐτόθι 5. 2, 7· ἐπειδὴ πλείους ἑώρα ἐφισταμένους, τούτους ἐπηλυγασάμενος προσέστη, «ἐπίπροσθεν ποιησάμενος» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Λύσ. 207Β· οὕτως, ἐπὶ περδίκων καὶ ὀρτύγων, τίκτουσιν… ἐν τῇ γῇ ἐπηλυγαζόμενα ὕλην, κρυπτόενα ὑπὸ ὕλην, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 1, 5., 9. 8, 1, πρβλ. 9. 39, 6.- Παθ., εἶμαι κεκρυμμένος ἢ περιωρισμένος, Ἱππ. 658. 58, κτλ.- Παρ’ Ἱππ., Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὰ χειρόγρ. ποικίλλουσι μεταξὺ -άζω καὶ -ίζω.

Greek Monolingual

ἐπηλυγάζω και ἐπηλυγίζω (AM)
1. επισκιάζω, καλύπτω
2. μέσ. επηλυγάζομαι
κρύβομαι πίσω από κάτι
3. αποκρύπτωὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυγ-άζω (< ηλύγ-η «σκιά, σκοτάδι»].

Greek Monotonic

ἐπηλῠγάζω: (ἠλύγη), επισκιάζω — Μέσ., τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι, επισκιάζω (δηλ. κρύβω, αποκρύπτω, καταχωνιάζω, συγκαλύπτω) το δικό μου, τον προσωπικό μου φόβο εξαιτίας των άλλων, σε Θουκ.· ἐπηλυγάζεσθαί τινα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἠλύγη
to overshadow:—Mid., τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι to throw a shade over (i. e. conceal) one's own fear by that of others, Thuc.; ἐπηλυγάζεσθαί τινα to put him as a screen before one, Plat.

Mantoulidis Etymological

(=ἐπισκιάζω). Παρασύνθετο ἀπό τό ἐπί + ἠλύγη (=σκοτάδι, σκιά) καί τό ἠλύγη ἀπό τό α προθεμ. στερητ. + λύγη.
Παράγωγα: ἐπηλύγαιος (=σκοτεινός), ἐπηλυγισμός, ἐπῆλυξ (=σκέπασμα), ἐπηλυγίζομαι. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: λύκη, λυκόφως, λύχνος, λευκός κ.λπ.