πυρός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(eksahir)
(35)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[trigo]]
|esgtx=[[trigo]]
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[σπυρός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[σιτάρι]], ο [[σίτος]]<br /><b>2.</b> [[κόκκος]] σιταριού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πυρὸς [[ἄγριος]]» — το [[φυτό]] [[χελιδόνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή [[ονομασία]] του σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>p</i><i>ū</i><i>ro</i>- «[[κόκκος]], [[σιτηρά]]» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν διάφορα είδη δημητριακών (<b>πρβλ.</b> λιθουαν, <i>p</i><i>ū</i><i>ra</i><i>ī</i> «[[σίτος]]», ρωσ. <i>pyro</i> «[[κεχρί]]», αγγλοσαξ. <i>fyrs</i> «[[άγρωστις]]»). Έχουν διατυπωθεί, [[επίσης]], διάφορες απόψεις, οι οποίες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως λ. χ, η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>pavio</i> «[[χτυπώ]]» και το λιθουαν. <i>piauti</i> «[[κόβω]], [[αλέθω]], [[δέρνω]]» ή η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με ευρεία [[διάδοση]]. Ο δωρ. τ. [[σπυρός]] εμφανίζει αρκτικό -<i>σ</i>-, το οποίο προέρχεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], από κάποια αρχαϊκού τύπου [[εναλλαγή]] (<b>πρβλ.</b> [[πέλεθος]]: [[σπέλεθος]], [[πύραθος]]: [[σπύραθος]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από αναλογική [[επίδραση]] τών [[σῖτος]], [[σπόρος]], [[σπέρμα]]. Τέλος, από την [[οικογένεια]] της λ. [[πυρός]], η οποία πολύ [[νωρίς]] αντικαταστάθηκε από αυτήν του [[σῖτος]], μόνο το παρ. [[πυρήν]] διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην επιστημονική [[ορολογία]]].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) [[πυρώδης]], [[διάπυρος]], [[φλογερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρ</i> [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[χρυσός]]: αρχ. [[χρυσοῦς]])].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρός Medium diacritics: πυρός Low diacritics: πυρός Capitals: ΠΥΡΟΣ
Transliteration A: pyrós Transliteration B: pyros Transliteration C: pyros Beta Code: puro/s

English (LSJ)

(in dialects also σπυρός (q. v.)), ὁ,

   A wheat, Triticum vulgare, μελίφρονα, μελιηδέα πυρόν, Il.8.188, 10.569; κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ground it, Od.20.109; given to geese, 19.536: pl., with other grains, πυροί τε ζειαί τε ἰδ' εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν 4.604; πυροὶ καὶ κριθαί 9.110, 19.112, cf. Il.11.69, IG12.76.38, al., Hdt.2.36, 4.33, Ar.V.1405, Pax 1145, Av.580, Th.6.22, D.19.145, Thphr.HP8.4.3, Dsc.2.85, etc.    2 a grain of wheat, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμήν Arist.GA728b35, cf. Plu.in Hes.84.    3 π. ἄγριος,= χελιδόνιον τὸ μικρόν, Dsc.2.181. (Cf. Lith. pūraĩ (pl.) 'wheat', and perh. πυρήν.)

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, der Weizen; ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Od. 20, 109; als Pferdefutter, Il. 10, 569; gew. im plur., vgl. Od. 4, 604; neben κριθαί, 9, 110. 19, 112; Futter der Gänse, ib. 536; Ar.; u. in Prosa, wie Plat. Menex. 238 a u. Folgde überall. – Man findet Zusammenhang mit πῦρ, Feuer, in der gelben Farbe; aber υ ist der Quantität nach verschieden.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρός: ὁ, σῖτος, μελιηδέα, μελίφρονα πυρὸν Ἰλ. Θ. 188, Κ. 569· ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, ἤλεσαν (ὁ ἀληλεσμένος σῖτος ἐκαλεῖτο ἀλείατα ἢ ἄλευρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄλφιτα τὴν ἀληλεσμένην δηλ. κριθήν, πρβλ. ὡσαύτως μῆλοψ), Ὀδ. Υ. 109· δίδοται δὲ εἰς τοὺς ἵππους, Τ. 536· ἐν τῷ πληθ., μνημονεύεται μετ’ ἄλλων σιτηρῶν, πυροί τε ζειαί τε ἰδ’ εὐρυφυὲς κρῖ λευκὸν Δ. 604· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ι. 110., Τ. 112· θερίζεται δὲ διὰ δρεπάνου, Ἰλ. Λ. 67· κἑξ.· - οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 36., 4. 33, Ἀριστοφ. Σφ. 1405, Εἰρ. 1145, Ὄρν. 580, Θουκ. 6. 22, Δημ. 386. 4. 4) κόκκος σίτου, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 16. (Ἐντεῦθεν πυρνός, πύρινος, κτλ.· ὁ Κούρτ. παραβάλλει Σλαυ. pyr-o (ὄλυρα), Βοημ. pyr (ἄγρωστις), Λεττ. pûr-ji (triticum), Λιθ. pyr-agus (σίτινος ἄρτος).)

French (Bailly abrégé)

1gén. de πῦρ.
2οῦ (ὁ) :
blé, froment, plante.
Étymologie: DELG lit. purai « blé d’hiver », puras « grain de blé », termes apparentés en slave, mais désignant d’autres espèces de céréales ; terme i.-e.

Spanish

trigo

Greek Monolingual

(I)
και σπυρός, ὁ, Α
1. το σιτάρι, ο σίτος
2. κόκκος σιταριού
3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» — το φυτό χελιδόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία του σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pūro- «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν διάφορα είδη δημητριακών (πρβλ. λιθουαν, pūraī «σίτος», ρωσ. pyro «κεχρί», αγγλοσαξ. fyrs «άγρωστις»). Έχουν διατυπωθεί, επίσης, διάφορες απόψεις, οι οποίες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως λ. χ, η σύνδεση της λ. με το λατ. pavio «χτυπώ» και το λιθουαν. piauti «κόβω, αλέθω, δέρνω» ή η άποψη ότι πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με ευρεία διάδοση. Ο δωρ. τ. σπυρός εμφανίζει αρκτικό -σ-, το οποίο προέρχεται, κατά μία άποψη, από κάποια αρχαϊκού τύπου εναλλαγή (πρβλ. πέλεθος: σπέλεθος, πύραθος: σπύραθος), ενώ, κατ' άλλη άποψη, από αναλογική επίδραση τών σῖτος, σπόρος, σπέρμα. Τέλος, από την οικογένεια της λ. πυρός, η οποία πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε από αυτήν του σῖτος, μόνο το παρ. πυρήν διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην επιστημονική ορολογία].———————— (II)
-ή, -ό, Ν
(στον Ερωτόκρ.) πυρώδης, διάπυρος, φλογερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ κατά τα επίθ. σε -ος (πρβλ. χρυσός: αρχ. χρυσοῦς)].