ἐπαίρω: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
(strοng)
(T21)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ἐπί]] and [[αἴρω]]; to [[raise]] up ([[literally]] or [[figuratively]]): exalt [[self]], [[poise]] ([[lift]], [[take]]) up.
|strgr=from [[ἐπί]] and [[αἴρω]]; to [[raise]] up ([[literally]] or [[figuratively]]): exalt [[self]], [[poise]] ([[lift]], [[take]]) up.
}}
{{Thayer
|txtha=1st aorist [[ἐπῆρα]], participle ἐπάρας, [[imperative]] 2nd [[person]] plural ἐπάρατε, infinitive ἐπᾶραι; [[perfect]] ἐπηρκα (Tdf.); ([[passive]] and [[middle]], [[present]] ἐπαίρομαι); 1st aorist [[passive]] ἐπηρθην; (on the [[omission]] of the iota subscript, [[see]] [[αἴρω]] at the [[beginning]]); from [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. [[chiefly]] for נָשָׂא, [[also]] for הֵרִים; to [[lift]] up, [[raise]] up, [[raise]] on [[high]]: [[τόν]] ἀρτέμονα, to [[hoist]] up, τά [[ἱστία]], [[Plutarch]], mor., p. 870 (de [[Herod]]. malign. § 39)); τάς χεῖρας, in [[offering]] [[prayer]], Winer's Grammar, § 65,4c.) (ἐξάρας); τάς κεφαλάς, of the [[timid]] and [[sorrowful]] recovering [[spirit]], αὐχένα, [[Philo]] de [[secular]] § 20); [[τούς]] ὀφθαλμούς, to [[look]] up, [[εἰς]] τινα, [[εἰς]] [[τόν]] οὐρανόν, [[τήν]] φωνήν, [[Demosthenes]] 449,13; the Sept. [[τήν]] πτέρναν [[ἐπί]] τινα, to [[lift]] the [[heel]] [[against]] [[one]] ([[see]] [[πτέρνα]]), ἐπήρθη, [[was]] taken up (of Christ, taken up [[into]] [[heaven]]), to be lifted up [[with]] [[pride]], to exalt [[oneself]]: [[Aristophanes]] nub. 810; [[Thucydides]] 4,18; [[Aeschines]] 87,24; [[with]] the dative of the [[thing]] of [[which]] [[one]] is [[proud]], [[Herodotus]] 9,49; [[Thucydides]] 1,120; [[Xenophon]], Cyril 8,5, 24); — on [[ὕψωμα]].
}}
}}

Revision as of 18:02, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαίρω Medium diacritics: ἐπαίρω Low diacritics: επαίρω Capitals: ΕΠΑΙΡΩ
Transliteration A: epaírō Transliteration B: epairō Transliteration C: epairo Beta Code: e)pai/rw

English (LSJ)

Ion. and poet. ἐπᾰείρω Hdt.1.204 and always in Hom.: fut. ἐπᾱρῶ (contr. from ᾰερ-) E.IA125 (anap.), Supp.581 (prob. l.), X Mem.3.6.2: aor. ἐπῆρα, part.

   A ἐπάρας Hdt.1.87, etc.: pf. ἐπῆρκα Amphis 13, Them.Or.8.114b:—Pass., aor. ἐπήρθην, part. ἐπαρθείς: <*>lift up and set on, [αὐτὸν] ἀμαξάων ἐπάειρραν lifted and set him upon... Il.7.426; ὀβελοὺς . . κρατευτάων ἐπάειρας 9.214.    2 lift, raise, κεφαλὴν ἐπαείρας 10.80; καί μ' ἔπαιρε S.Ph.889; ἐπαίρων βλέφαρα Id.OT1276 codd.; ἐπάειρε δέρην E.Tr.99 (anap.); ἔπαιρε σαυτόν Ar.V. 996; σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis l.c.; πάντες ἐπῆραν (sc. τὴν χεῖρα) SIG1109.24; οὐδεὶς ἐπῆρε IG3.1132; ἐπάρας τὴν φωνήν D.18.291; ἐπαιρόμενα ἱστία, opp. ὑφιέμενα, Plu.Luc.3:—Med., με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ didstliftand put me to thy breast, A.R.3.734; [λόγχην] E.IT 1484; ὅπλ' ἐπαίρεσθαι θεῷ Id.Ba.789; ἱστούς Plb.1.61.7; βακτηρίαν Plu.2.185b: metaph., τί . . στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; S.OT635; πολλοὺς καὶ θρασεῖς τῇ πόλει λόγους ἐπαιρόμενος D.18.222; κοινὸν ἡ πόλις ἐπήρατο πένθος D.S.34.17.    3 exalt, magnify, ἐπαείρειν Αοκρῶν ματέρ' Pi.O.9.20; ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον X.Mem.3.6.2.    4 intr., lift up one's leg or rise up, Hdt.2.162; rise from table, Euang.1.10.    5 Pass., swell up, Hp.Liqu.2, Gal.6.264, 18(2).119; ἐπῆρται τοῦτό γε, in mal. part., Ar.Lys.937; ὁ καυλὸς ἐπαίρεται Hippiatr. 54.    6 Gramm., ἐ. τὴν προσῳδίαν make the accent acute, Sch.Il.11.636.    II stir up, excite, πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα . . ἦν Hdt.1.204; τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων; S.OT1328; πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐ. D.16.23; ἐ. θυμόν τινι E.IA125; τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει Id.Heracl.173; ἑαυτὸν ἐπίτινι Diog.Oen.64; ἵππον urge on, Them.Or.1.13c; induce, persuade to do, c.inf., εἰρωτᾶν εἰ οὔτι ἐπαισχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Hdt.1.90, cf. Isoc.4.108, Aeschin.1.192; ἥτις με γῆμ' ἐπῆρε Ar.Nu.42, cf. Ra.1041; ἐ. τινὰ ὥστε . . E.Supp.581; ὅστις μ' ἐπάρας ἔργον (sc. πρᾶξαι) Id.Or.286:—Pass., to be roused, led on, excited, τῷ μαντηΐῳ Hdt.1.90, cf. 5.91; τοῖσι δωρήμασι Id.7.38; τοῖς τῆς πόλεως κακοῖς And.1.37; ὑπὸ τῆς τύχης Lys.2.10; πλούτῳ, τιμῇ, Pl.R.434b, 608b; ὑπὸ λόγων Ar.Av.1448; τῇ ἐλπίδι ὡς. . Th.1.81, cf. Lys.9.21; τοῖς λόγοις Th.4.121; δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι Id.3.37 (so τὸ ἐπαιρόμενον τοῦ λόγου τῇ δεινότητι Plu.Cic.25); ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ Th.7.13; ἐ. ἐς τὸ νεωτερίζειν Id.4.108; ἐπὶ τὴν βασιλείαν LXX 3 Ki.12.[24]: c. inf., ἐπήρθην γράψαι Isoc.5.10; τῷ or τὸ λέγειν (dub. l.) Pl.Phdr.232a (but ναυτικῷ προύχειν -όμενοι flattering themselves that they were superior... Th.1.25): abs., to be excited, on tiptoe, Ar.Nu. 810; and so Ἑλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Th.2.11.    2 Pass., also, to be elated at a thing, εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Hdt.5.81; ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49, cf. 1.212, 4.130; ἐπὶ πλούτῳ X.Mem.1.2.25; πρός τι Th.6.11, 8.2; ἐκ τοῦ γεγονότος προτερήματος Plb.1.29.4: abs., Th.4.18.

German (Pape)

[Seite 895] (vgl. ἐπαείρω), 1) erheben, emporheben, -richten; κρᾶτα Eur. Suppl. 301; ἐμέ, θύματα, Soph. Phil. 877 El. 624; σαυτόν, Eur. Ion 727 u. öfter; auch in Prosa, ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον, zu Ansehen bringen, Xen. Mem. 3, 6, 2; τὴν δεξιάν Eq. 12, 6; auch τὴν φωνήν Dem. 19, 336; τί πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν; was erheben sie dieselben sin ihren Reden)? 16, 23. In anderen Vrbdgn, wie ἱστία, aufziehen, Ggstz ὑφίημι, Plut. Luc. 3; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Com. Ath. XIV, 641 e 642 b. – 2) übertr., anregen, anreizen, verleiten sein geistiges Erheben, wie wir »überheben« sagen), τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων Soph. O. R. 1328, Schol. ἔπεισε; μ' ἐπάρας ἔργον ἐς ἀνοσιώτατον Eur. Or. 286; τινὰ ὥςτε Suppl. 581; τινὰ θερμότερον Antiph. 2 α 7; ἐπῆρε ἡμᾶς ἐξαμαρτάνειν Isocr. 4, 108; ἐπαρεῖ πολλοὺς ἁμαρτάνειν Aesch. 1, 192; oft pass. sich verleiten lassen, ἐπαρθέντες κιβδήλοισι μαντηΐοισι Her. 5, 91; ἐπαιρόμενος πλούτῳ καὶ πλήθει Plat. Rep. IV, 434 a; οὔτε τιμῇ ἐπαρθεὶς οὔτε χρήμασι X, 608 b; τοῖς κακοῖς Andoc. 1, 37; ὑπὸ τῆς τύχης Lys. 2, 10; ἐλπίδι 9, 21; ὑπὸ μεγάλο υ μισθοῦ Thuc. 7, 13; μισθῷ Aesch. 1, 137; ἐπήρθην γράφειν Isocr. 5, 10; Dem. vrbdt ἐπᾶραι καὶ θρασεῖς ποιῆσαι 18, 175; mit προάγεσθαι 298; mit φυσᾶν 59, 38; übh. stolz werden, groß thun, Ar. Nub. 810; Thuc. 4, 18; ἐπηρμένος, hochmüthig, 8, 2 u. Folgde; νίκῃ, auf einen Sieg, Her. 9, 49; ἐπί τινι, Xen. Mem. 1, 2, 25; πρός τι, Thuc. 6, 11; ἔκ τινος, Pol. 1, 29, 4. – 3) Med. sich erheben, wie Her. auch das act. braucht, ἐπάρας ἀπεματάϊσε 2, 162; für sich erheben, στάσιν γλώσσης ἐπάρασθε Soph. O. R. 635; λόγχην ἐπαίρομαι ξένοις, seine Lanze erheben, Eur. I. T. 1484; ὅπλα θεῷ Bacch. 788; πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen anfangen, Plut.; manche Vrbdgn wie im act., z. B. ἱστούς Pol. 1, 61, 7; λόγους Dem. 18, 222.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίρω: Ἰων. καὶ ποιητ. ἐπαείρω Ἡρόδ. 1. 204, καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ.: μέλλ. ἐπᾰρῶ: - ἀόρ. ἐπῆρα Ἡρόδ. 1. 87, Ἀττ.: - Παθ.: ἀόρ. ἐπήρθην, μετοχ. ἐπαρθείς. Σηκώνω τι καὶ τοποθετῶ αὐτὸ ἐπάνω εἴς τι, ἁμαξάων ἐπάειραν, «ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν ἄραντες ἐπέθηκαν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 426· ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσε κρατευτάων ἐπαείρας, ἄρας καὶ ἐπιθεὶς ἐπὶ τῶν «βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν κρεῶν» (Σχόλ.), Ι. 214. 2) ἐγείρω ὑψώνω, κεφαλὴν ἐπαείρας Κ. 80· καί μ’ ἔπαιρε Σοφ. Φιλ. 889· ἐπαίρων βλέφαρα ὁ αὐτὸς Ο. Τ. 1276· ἐπάειρε δέρην (λυρ.), Εὐρ. Τρῳ. 100· ἔπαιρε σαυτὸν Ἀριστοφ. Σφ. 996· ὥσπερ κοχλίας σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδι» 1· ἐπάρας τὴν φωνὴν Δημ. 323.1· ἐπ. ἱστία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑφίεσθαι, Πλουτ. Λούκ. 3: - Μέσ., ἶσον ἐπεὶ κείνοις με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ, μὲ ἐσήκωσες καὶ μὲ ἔβαλες εἰς τὸν μαστόν σου, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 734· λόγχην, ὅπλα ἐπαίρεσθαι Εὐρ. Ι. Τ. 1484, Βάκχ. 789· ἱστοὺς Πολύβ. 1. 61, 7· μεταφ., τί... στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; Σοφ. Ο. Τ. 635· πολλοὺς καὶ θρασεῖς τῇ πόλει ἐπαιρόμενος λόγους Δημ. 302. 13. 3) ἐξυψῶ, μεγαλύνω, ἐπαείρειν τινὰ Πίνδ. Ο. 9. 31· ἐπαίρειν τὸν πατρῷον οἶκον Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 2. 4) ἀμεταβ., ἐγείρω ἐμαυτὸν ἢ τὸ σκέλος, ἐπάρας ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162· οὕτως ἐν τῷ παθ., Ἀριστοφ. Λυσ. 937. II. διεγείρω, παρακινῶ, πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα καὶ ἐποτρύνοντα ἦν Ἡρόδ. 1. 204· τίς σ’ ἐπῆρε δαιμόνων; Σοφ. Ο. Τ. 1328· πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπ. Δημ. 208. 6· ἐπ. θυμόν τινι Εὐρ. Ι. Α. 125· εἴ τι τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει ὁ αὐτὸς ἐν Ἠρακλ. 172· διεγείρωἐξάπτω δι’ ἐλπίδων τὴν διάνοιάν τινος ὅπως πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., εἰρωτᾶν εἰ οὔτι αἰσχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 90· ἥτις με γῆμ’ ἐπῆρε, «ἀνέπεισε, παρεκίνησε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 42, πρβλ. Βατρ. 1041· ἐπ. τινὰ ὥστε... Εὐρ. Ἱκ. 581· ὅστις μ’ ἐπάρας ἔργον (ἐξυπακ. πρᾶξαι) ὁ αὐτὸς ἐν Ὀρ. 286: - Παθ., ἐπαρθεὶς τῷ μαντηΐῳ Ἡρόδ. 1. 90, πρβλ. 5. 91· τοῖς δωρήμασι 7. 38· πλούτῳ, τιμῇ Πλάτ. Πολ. 434Α, 608B· ὑπὸ λόγων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1448· τοῖς λόγοις Θουκ. 4. 121· δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι ὁ αὐτὸς 2. 37· ὑπὸ μισθοῦ ὁ αὐτὸς 7 13· ἐπ. ἐς τὸ νεωτερίζειν ὁ αὐτὸς 4.108· καὶ ἀπαρ., ἐπήρθην γράψαι Ἰσοκρ. 84C, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 232 Α. 2) ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, ἐπαίρομαι, ὑπερηφανεύομαι ἐπί τινι, εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Ἡρόδ. 5. 81· ψυχρῇ νίκῃ 9. 49, πρβλ. 1. 212., 4. 130· ἔν τινι Θουκ. 4. 18· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25· πρός τι Θουκ. 6. 11., 8. 2· ἔκ τινος Πολύβ. 1. 29, 4· ὡσαύτως, Ἑλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται, «τῇ ἡμετέρᾳ ὁρμῇ μετέωρός ἐστι» (Σχόλ.), ἢ κατὰ τὸν Δούκαν «ἀποβλέπει σύμπασα ἡ Ἑλλὰς εἰς τὴν ἡμετέραν ταύτην ἐκστρατείαν», ἀναμένει ἀνήσυχος τὸ ἀποτέλεσμα, Θουκ. 2. 11· ἀπολ., ἐπαίρομαι, ἀλαζονεύομαι, ὡς καὶ νῦν, ἀνδρός... φανερῶς ἐπηρμένου Ἀριστοφ. Νεφ. 810· παραφέρομαι, Πλουτ. Κικ. 25, κτλ.

French (Bailly abrégé)

poét. ἐπαείρω;
f. ἐπαρῶ, ao. ἐπῆρα, etc.
I. tr. élever :
1 lever, élever, relever : τινα ἁμαξάων IL enlever (des cadavres) et les placer sur un chariot ; ἱστία PLUT hisser les voiles ; soulever, tenir en l’air (dans un geste d’offrande);
2 relever, redresser : κεφαλήν IL lever la tête ; p. anal. φωνήν DÉM élever la voix ; fig. τὸν πατρῷον οἶκον XÉN accroître la fortune ou l’influence de la maison paternelle;
3 exciter : τινα qqn ; Pass. être excité ; particul. exciter l’orgueil, la passion, monter la tête, exalter;
II. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) se lever;
Moy. ἐπαίρομαι lever pour soi ou qch à soi ; τὴν βακτηρίαν PLUT lever son bâton (pour frapper) ; λόγχην τινί EUR lever sa lance contre qqn ; fig. τῇ πόλει ἐπ. λόγους DÉM lancer des propos (hardis) contre la cité.
Étymologie: ἐπί, αἴρω.

Spanish

levantar

English (Strong)

from ἐπί and αἴρω; to raise up (literally or figuratively): exalt self, poise (lift, take) up.

English (Thayer)

1st aorist ἐπῆρα, participle ἐπάρας, imperative 2nd person plural ἐπάρατε, infinitive ἐπᾶραι; perfect ἐπηρκα (Tdf.); (passive and middle, present ἐπαίρομαι); 1st aorist passive ἐπηρθην; (on the omission of the iota subscript, see αἴρω at the beginning); from Herodotus down; the Sept. chiefly for נָשָׂא, also for הֵרִים; to lift up, raise up, raise on high: τόν ἀρτέμονα, to hoist up, τά ἱστία, Plutarch, mor., p. 870 (de Herod. malign. § 39)); τάς χεῖρας, in offering prayer, Winer's Grammar, § 65,4c.) (ἐξάρας); τάς κεφαλάς, of the timid and sorrowful recovering spirit, αὐχένα, Philo de secular § 20); τούς ὀφθαλμούς, to look up, εἰς τινα, εἰς τόν οὐρανόν, τήν φωνήν, Demosthenes 449,13; the Sept. τήν πτέρναν ἐπί τινα, to lift the heel against one (see πτέρνα), ἐπήρθη, was taken up (of Christ, taken up into heaven), to be lifted up with pride, to exalt oneself: Aristophanes nub. 810; Thucydides 4,18; Aeschines 87,24; with the dative of the thing of which one is proud, Herodotus 9,49; Thucydides 1,120; Xenophon, Cyril 8,5, 24); — on ὕψωμα.