ἐρι-: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(14) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἐρι- (Α)<br />αχώριστο [[μόριο]] (όπως το <i>αρι</i>-) που επιτείνει την [[έννοια]] τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. [[εριαυγής]]<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], φωτεινότατος<br />β. [[ερίτιμος]]<br />[[πολύτιμος]], εντιμότατος<br />γ. εριβρεμέτης αυτός που βροντάει ισχυρά, αυτός που βρυχάται [[δυνατά]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιτ. [[πρόθημα]] που απαντά ήδη στον Όμηρο και σπανιότερα στους λυρικούς και στην [[τραγωδία]]. Η [[υπόθεση]] ότι το <i>ερι</i>- συνδέεται με το ρ. <i>όρνυμι</i> παραμένει αναπόδεικτη. Το [[πρόθημα]] <i>ερι</i>- εμφανίζεται σε αρκετά [[σύνθετα]] που δηλώνουν ήχο, κρότο ή ύψος, σημασιολογικά δε συνδέεται με το επιτ. [[πρόθημα]] <i>αρι</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ερίτιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εριαυγής]], [[εριαχθής]], [[εριβόας]], [[ερίβομβος]], <i>εριβρεμέτης</i>, [[εριβρεμής]], [[εριβριθής]], [[ερίβρομος]], [[ερίβρυχος]], [[εριβώλαξ]], [[εριγάστωρ]], [[ερίγδουπος]], [[εριγηθής]], [[ερίγληνος]], [[ερίδηλος]], [[εριδινής]], [[ερίδματος]], [[ερίδουπος]], [[ερίδωρος]], [[ερίζωος]], [[εριήκοος]], [[εριηχής]], <i>εριθαλής</i>, [[ερίθαλλος]], [[εριθηλής]], [[ερίθηλος]], [[ερίθυμος]], [[ερικλάγκτης]], [[ερίκλαυστος]], [[ερικλυτός]], [[ερίκνημος]], [[ερικτέανος]], [[ερίκτυπος]], [[ερικυδής]], [[ερικύμων]], [[εριλαμπής]], [[εριμύκης]], [[ερίμυκος]], [[ερίολβος]], [[ερίπλευρος]], [[ερίπνους]], [[εριπτοίητος]], [[ερισθενής]], [[ερισμάραγος]], [[ερίσπορος]], [[εριστάφυλος]], [[εριστέφανος]], [[ερισφάραγος]], [[ερίσφηλος]], [[ερίτμητος]], [[εριφεγγής]], [[εριφλεγής]], [[ερίφλοιος]], [[ερίχρυσος]], [[εριώδυνος]], [[εριώπης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εριαύχην]] <b>μσν.</b> [[ερίβοτρυς]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἐρι- (Α)<br />αχώριστο [[μόριο]] (όπως το <i>αρι</i>-) που επιτείνει την [[έννοια]] τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. [[εριαυγής]]<br />[[πάρα]] πολύ [[λαμπρός]], φωτεινότατος<br />β. [[ερίτιμος]]<br />[[πολύτιμος]], εντιμότατος<br />γ. εριβρεμέτης αυτός που βροντάει ισχυρά, αυτός που βρυχάται [[δυνατά]] <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιτ. [[πρόθημα]] που απαντά ήδη στον Όμηρο και σπανιότερα στους λυρικούς και στην [[τραγωδία]]. Η [[υπόθεση]] ότι το <i>ερι</i>- συνδέεται με το ρ. <i>όρνυμι</i> παραμένει αναπόδεικτη. Το [[πρόθημα]] <i>ερι</i>- εμφανίζεται σε αρκετά [[σύνθετα]] που δηλώνουν ήχο, κρότο ή ύψος, σημασιολογικά δε συνδέεται με το επιτ. [[πρόθημα]] <i>αρι</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ερίτιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εριαυγής]], [[εριαχθής]], [[εριβόας]], [[ερίβομβος]], <i>εριβρεμέτης</i>, [[εριβρεμής]], [[εριβριθής]], [[ερίβρομος]], [[ερίβρυχος]], [[εριβώλαξ]], [[εριγάστωρ]], [[ερίγδουπος]], [[εριγηθής]], [[ερίγληνος]], [[ερίδηλος]], [[εριδινής]], [[ερίδματος]], [[ερίδουπος]], [[ερίδωρος]], [[ερίζωος]], [[εριήκοος]], [[εριηχής]], <i>εριθαλής</i>, [[ερίθαλλος]], [[εριθηλής]], [[ερίθηλος]], [[ερίθυμος]], [[ερικλάγκτης]], [[ερίκλαυστος]], [[ερικλυτός]], [[ερίκνημος]], [[ερικτέανος]], [[ερίκτυπος]], [[ερικυδής]], [[ερικύμων]], [[εριλαμπής]], [[εριμύκης]], [[ερίμυκος]], [[ερίολβος]], [[ερίπλευρος]], [[ερίπνους]], [[εριπτοίητος]], [[ερισθενής]], [[ερισμάραγος]], [[ερίσπορος]], [[εριστάφυλος]], [[εριστέφανος]], [[ερισφάραγος]], [[ερίσφηλος]], [[ερίτμητος]], [[εριφεγγής]], [[εριφλεγής]], [[ερίφλοιος]], [[ερίχρυσος]], [[εριώδυνος]], [[εριώπης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εριαύχην]] <b>μσν.</b> [[ερίβοτρυς]]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἐρι-''': {eri-}<br />'''Grammar''': untrennbares verstärkendes Präfix<br />'''Meaning''': [[sehr]], [[hoch]] (ep. poet. seit Il.),<br />'''Composita''' : vorwiegend in Bahivrihi wie ἐρί-(γ)δουπος, -[[σθενής]], -τιμος, -αύχην; auch [[ἐριβρεμέτης]], -δμᾶτος (A. ''Ag''. 1461 [lyr.]) u. a.; vgl. Chantraine REGr. 49, 406.<br />'''Etymology''' : Neben [[ἐρι-]] steht in derselben Bedeutung [[ἀρι-]], das aber wie aind. ''ari''- im Gegensatz zu [[ἐρι-]] in Verbaladjektiven zu Hause ist, vgl. s. v. und Schwyzer 434. Der unansehnliche Lautkörper im Verein mit der allgemeinen Bedeutung läßt allerhand Kombinationen freien Raum; als eine Möglichkeit mag an die Sippe von [[ὄρνυμι]] [[erregen]], [[erheben]] ([[ἐρι-]] neben *[[ἔρος]]?, vgl. s. [[ἐρέας]]) erinnert werden.<br />'''Page''' 1,557-558 | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 2 October 2019
English (LSJ)
insepar. Particle,
A like ἀρι-, used as a prefix to strengthen the sense of a word, very, much ; mostly Ep. and Lyr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῐ-: ἀχώριστον μόριον ὡς τὸ ἀρι-, προτιθέμενον τῶν λέξεων πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ. καὶ Λυρ. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐρῑ· πολύ, μέγα, ἰσχυρόν».
Greek Monolingual
(I)
ἐρι- (Α)
αχώριστο μόριο (όπως το αρι-) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής
πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος
β. ερίτιμος
πολύτιμος, εντιμότατος
γ. εριβρεμέτης αυτός που βροντάει ισχυρά, αυτός που βρυχάται δυνατά κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. πρόθημα που απαντά ήδη στον Όμηρο και σπανιότερα στους λυρικούς και στην τραγωδία. Η υπόθεση ότι το ερι- συνδέεται με το ρ. όρνυμι παραμένει αναπόδεικτη. Το πρόθημα ερι- εμφανίζεται σε αρκετά σύνθετα που δηλώνουν ήχο, κρότο ή ύψος, σημασιολογικά δε συνδέεται με το επιτ. πρόθημα αρι-.
ΣΥΝΘ. ερίτιμος
αρχ.
εριαυγής, εριαχθής, εριβόας, ερίβομβος, εριβρεμέτης, εριβρεμής, εριβριθής, ερίβρομος, ερίβρυχος, εριβώλαξ, εριγάστωρ, ερίγδουπος, εριγηθής, ερίγληνος, ερίδηλος, εριδινής, ερίδματος, ερίδουπος, ερίδωρος, ερίζωος, εριήκοος, εριηχής, εριθαλής, ερίθαλλος, εριθηλής, ερίθηλος, ερίθυμος, ερικλάγκτης, ερίκλαυστος, ερικλυτός, ερίκνημος, ερικτέανος, ερίκτυπος, ερικυδής, ερικύμων, εριλαμπής, εριμύκης, ερίμυκος, ερίολβος, ερίπλευρος, ερίπνους, εριπτοίητος, ερισθενής, ερισμάραγος, ερίσπορος, εριστάφυλος, εριστέφανος, ερισφάραγος, ερίσφηλος, ερίτμητος, εριφεγγής, εριφλεγής, ερίφλοιος, ερίχρυσος, εριώδυνος, εριώπης
αρχ.-μσν.
εριαύχην μσν. ερίβοτρυς].
Frisk Etymology German
ἐρι-: {eri-}
Grammar: untrennbares verstärkendes Präfix
Meaning: sehr, hoch (ep. poet. seit Il.),
Composita : vorwiegend in Bahivrihi wie ἐρί-(γ)δουπος, -σθενής, -τιμος, -αύχην; auch ἐριβρεμέτης, -δμᾶτος (A. Ag. 1461 [lyr.]) u. a.; vgl. Chantraine REGr. 49, 406.
Etymology : Neben ἐρι- steht in derselben Bedeutung ἀρι-, das aber wie aind. ari- im Gegensatz zu ἐρι- in Verbaladjektiven zu Hause ist, vgl. s. v. und Schwyzer 434. Der unansehnliche Lautkörper im Verein mit der allgemeinen Bedeutung läßt allerhand Kombinationen freien Raum; als eine Möglichkeit mag an die Sippe von ὄρνυμι erregen, erheben (ἐρι- neben *ἔρος?, vgl. s. ἐρέας) erinnert werden.
Page 1,557-558