πιστικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(c2)
(cc2)
Line 42: Line 42:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=1<br />[[liquid]], NTest.: others [[refer]] it to [[πίστις]], in the [[sense]] of [[genuine]], [[pure]]. <br />2<br /><b class="num">1.</b> [[faithful]]:—adv., [[πιστικῶς]] ἔχειν τινί Plut.<br /><b class="num">2.</b> [[genuine]], v. πιστικός1
|mdlsjtxt=1<br />[[liquid]], NTest.: others [[refer]] it to [[πίστις]], in the [[sense]] of [[genuine]], [[pure]]. <br />2<br /><b class="num">1.</b> [[faithful]]:—adv., [[πιστικῶς]] ἔχειν τινί Plut.<br /><b class="num">2.</b> [[genuine]], v. πιστικός1
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':pistikÒj 披士提可士<p>'''詞類次數''':形容詞(2)<p>'''原文字根''':相信(的)<p>'''字義溯源''':可信靠的,真實的,真,有信心的,純淨的,真正的,無雜質的;源自([[πίστις]])=信);而 ([[πίστις]])出自([[ἐπισείω]] / [[πείθω]])*=說服)。這字在新約只用了兩次( 可14:3; 約12:3),用來描寫哪噠香膏,意即:這哪噠香膏是真正的,是無雜質的。有些聖經學者認為,這字(pistikos, ([[πιστικός]])=可信靠的)不是由(pistis, ([[πίστις]])=信,信服)演變出來的,乃是由一種提煉香膏的植物之拉丁文名字,或由阿拉姆語{pastakia)繙譯過來的。如果這是事實,就表明這個編號乃是一種植物的名稱<p/>'''出現次數''':總共(2);可(1);約(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 真(2) 可14:3; 約12:3
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστικός Medium diacritics: πιστικός Low diacritics: πιστικός Capitals: ΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pistikós Transliteration B: pistikos Transliteration C: pistikos Beta Code: pistiko/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, (πίνω)

   A liquid, νάρδος Ev.Marc.14.3, Ev.Jo.12.3.
πιστικός (B), ή, όν, (πίστις)

   A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169 ; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8 : Sup. -ώτατα Hld.3.9.    2 late spelling of πειστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 620] 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2. trinkbar, flüssig, N. T., νάρδος, was Andere erklären = Vertrauen erweckend, sich als echt ankündigend.

Greek (Liddell-Scott)

πιστικός: (Α), ή, όν, (πίνω) ὑγρός, ῥευστός, νάρδος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. πιστός (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ πίστις, γνήσιος, καθαρός, ἄμικτος.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
fidèle.
Étymologie: πιστός¹.
2ή, όν :
potable ; liquide.
Étymologie: πιστός².

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from πίστις; trustworthy, i.e. genuine (unadulterated): spike-(nard).

English (Thayer)

πιστικη, πιστικον (πιστός), pertaining to belief;
a. having the power of persuading, skillful in producing belief: Plato, Gorgias, p. 455a. b. trusty, faithful, that can be relied on: γυνή πιστικη καί οἰκουρός καί πειθομενη τῷ ἀνδρί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,32; often so in Cedrenus (also (of persons) in Epiphanius, John Moschus, Sophronius of Damascus; cf. Sophocles' Lexicon, under the word); of commodities equivalent to δόκιμος, genuine, pure, unadulterated: so νάρδος πιστικη (but A. V. spike-(i. e. spiked) nard, after the nardi spicati of the Vulg. (in Mark)), Pliny, h. n. 12,26; Dioscorides (100 A.D.>?) de mater. med. 1,6,7); hence, metaphorically, τό πιστικον τῆς καινῆς διαθήκης κρᾶμα, Eusebius, dem. evang. 9,8 (p. 439d.). Cf. the full discussion of this word in Fritzsche on Mark , p. 596ff; Lücke on Winer's Grammar, 97f (92 f); (especially Dr. James Morison on Mark , the passage cited).

Greek Monolingual

(I)
-ή, και -ιά, -ό / πιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστη, πιστός
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ο υ σ.) ο πιστικός και η πιστικιά
ο μπιστικός, μισθωτός, βοσκός, τσοπάνος
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. έμπιστος υπάλληλος
αρχ.
1. γνήσιος
2. πειστικός
3. το αρσ. ως ουσ. πλοίαρχος εμπορικού πλοίου.
επίρρ...
πιστικῶς Α
με πίστη, εμπιστοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις. Ο νεοελλ. τ. πιστικός «βοσκός» < πιστός κατά το σχήμα αφέντης: αφεντικός].
(II)
-ή, -όν, Α πιστός (II)]
1. πόσιμος
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που βρίσκεται σε υγρή κατάσταση, υγρός.

Greek Monotonic

πιστικός: (Α), -ή, -όν (πίνω), υγρός, σε Καινή Διαθήκη· άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο πίστις, με την έννοια του γνήσιος, αυθεντικός, αγνός.
πιστικός: (Β), -ή, -όν (πίστις),
1. πιστός, αφοσιωμένος· επίρρ., πιστικῶς ἔχειν τινί, σε Πλούτ.
2. γνήσιος, βλ. το επόμ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιστικός -ή -όν [πιστός] trouw, betrouwbaar; ook van zaken. νάρδος πιστικός echte nardusolie NT Marc. 14.3.

Russian (Dvoretsky)

πιστικός:
1) убедительный (λόγοι Xen.; ῥήτωρ Plat.);
2) настоящий, чистый (νάρδος NT).

Middle Liddell

1
liquid, NTest.: others refer it to πίστις, in the sense of genuine, pure.
2
1. faithful:—adv., πιστικῶς ἔχειν τινί Plut.
2. genuine, v. πιστικός1