οἶμος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5, $6 $7")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἶμος:''' ὁ, атт. тж. ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[путь]], [[дорога]] ([[λευρός]] Aesch.; [[ὀλισθηρός]] Pind.; [[ὀρθή]] ййй Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[полоса]], [[полоска]]: οἶμοι [[δώδεκα]] χρυσοῖο Hom. десять золотых полос (на броне);<br /><b class="num">3)</b> [[край]], [[земля]], [[страна]] (ἥκομεν Σκύθην ἐς οἶμον! Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> муз. строй, лад, напев (ἀοιδῆς HH).
|elrutext='''οἶμος:''' ὁ, атт. тж. ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[путь]], [[дорога]] ([[λευρός]] Aesch.; [[ὀλισθηρός]] Pind.; [[ὀρθή]] ййй Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[полоса]], [[полоска]]: οἶμοι [[δώδεκα]] χρυσοῖο Hom. десять золотых полос (на броне);<br /><b class="num">3)</b> [[край]], [[земля]], [[страна]] (ἥκομεν Σκύθην ἐς οἶμον! Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> муз. [[строй]], [[лад]], [[напев]] (ἀοιδῆς HH).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 08:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶμος Medium diacritics: οἶμος Low diacritics: οίμος Capitals: ΟΙΜΟΣ
Transliteration A: oîmos Transliteration B: oimos Transliteration C: oimos Beta Code: oi)=mos

English (LSJ)

(οἷμος S.Ichn.168, Call.Aet.Oxy.2079.27, Parth.Fr.31, Epigr.Gr. (v. infr.), Hdn.Gr.1.546, cf. φροίμιον), ὁ, also ἡ (v. infr.), A way, road, path, Hes.Op.290, Pi.P.4.248; λευρὸν οἶ. αἰθέρος A.Pr. 396; ἁπλῆ οἶ. εἰς Ἅιδου φέρει Id.Fr.239; ὀρθὴν παρ' οἶ., ἣ 'πὶ Λάρισαν φέρει E.Alc.835; ἐς τὴν παραπλησίην οἶ. ἐμπίπτουσιν Hp. Decent.4; τὸν αὐτὸν οἶ. πορευόμενοι Pl.R.420b; ἄλλην οἶ. ἐκπορεύεται Men.681; λυγρήν θ' οἷ. ἔβην Epigr.Gr.227 (Teos). 2 stripe, οἶμοι κυάνοιο stripes or layers of cyanos, Il.11.24. 3 strip of land, tract, country, Σκύθην ἐς οἶ. A.Pr.2. 4 metaph., οἶμος ἀοιδῆς the course or strain of song, h.Merc.451; ἐπέων οἶμον λιγύν Pi.O.9.47, cf. P. 2.96, Call.Jov.78.

Greek (Liddell-Scott)

οἶμος: ὁ, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. ὡς καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. καὶ ἡ, (ὡς ἡ ὁδός)· - ὁδός, δρόμος, ἀτραπός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 288, Πινδ. Π. 2. 175., 4. 441· λευρὸν οἶμον αἰθέρος Αἰσχύλ. Πρ. 394 ἁπλῆν οἶμον ... εἰς Ἄιδου φέρειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 222· ὀρθὴν παρ’ οἶμον, ἢ ’πὶ Λάρισαν φέρει Εὐρ. Ἄλκ. 835· τὸν αὐτὸν οἶμον πορεύεσθαι Πλάτ. Πολ. 420Β· ἄλλην οἶμον ἐκπορεύεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 467· λυγρὴν τ’ οἶμον ἔβην Ἑλλ. Ἐπιγρ. 227. 2) σειρά, ἔλασμα, οἶμοι κυάνοιο, σειραὶ ἢ γραμμαὶ ἐκ κυάνου (ἐπὶ τοῦ θώρακος), Ἰλ. Λ. 24. 3) λωρίς, μέρος γῆς, χώρα, Σκύθην ἐς οἶμον Αἰσχύλ. Πρ. 2. 4) μεταφ., οἶμος ἀοιδῆς, ὁ τρόπος, τὸ μέλος, ὁ «ἦχος» τοῦ ᾄσματος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 451, Πινδ. Ο. 9. 72· πρβλ. οἶμα, οἴμη.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, att. ἡ)
I. chemin, route;
II. p. ext. longée (cf. lat. tractus), d’où
1 trait, ligne;
2 région, contrée.
Étymologie: R. Ἰ, aller ; cf. εἶμι.

English (Autenrieth)

course, stripe, band, pl., Il. 11.24†.

English (Slater)

οἶμος (-ος, -ον.)
   1 path ἀπεθήκατο νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον (O. 8.69) πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6.* met. ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.96) καί τινα οἶμον ἴσαμι βραχύν (P. 4.248) ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν (O. 9.47)

Greek Monolingual

οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α)
1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.)
2. λωρίδα, γραμμήδέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.)
3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα
4. μτφ. (για άσμα) η μελωδία, ο ήχος, το μέλος («φοίβου δὲ λύρης εὖ εἰδότας οἴμους», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. οἶμος / οἶμος μαρτυρείται και με δασεία, γεγονός που εμποδίζει να αναχθεί σε oimo- (πρβλ. εἶμι «έρχομαι» και αρχ. ινδ. eman- «πορεία, βάδισμα»). Πολλοί θεωρούν ότι η λ. πρέπει να αναχθεί σε oi-smo και να συνδεθεί με λιθουαν. eismē «κίνηση, βάδισμα». Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε Fοῖμος από ρίζα wei- (πρβλ. εἴσομαι και ἵεμαι), ενώ κατ' άλλους η λ. συνδέεται με τον επίσης αβέβαιης ετυμολ. τ. οἱρών].

Greek Monotonic

οἶμος: ὁ και ἡ,
1. δίοδος, δρόμος, μονοπάτι, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.·
2. λωρίδα, σειρά, αράδα, σε Ομήρ. Ιλ.
3. λωρίδα γης, έκταση, αγρός, Σκύθην ἐς οἶμον, σε Αισχύλ.
4. μεταφ., μουσική κλίμακα ή η μελωδία ενός τραγουδιού, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

οἶμος: ὁ, атт. тж. ἡ
1) путь, дорога (λευρός Aesch.; ὀλισθηρός Pind.; ὀρθή ййй Eur.);
2) полоса, полоска: οἶμοι δώδεκα χρυσοῖο Hom. десять золотых полос (на броне);
3) край, земля, страна (ἥκομεν Σκύθην ἐς οἶμον! Aesch.);
4) муз. строй, лад, напев (ἀοιδῆς HH).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (also f. after ὁδός a.o.; Schwyzer- Debrunner 34 n. 3).
Meaning: streak (Λ 24 οἶμοι κυάνοιο, on a θώρηξ), path, road, track, also strip, tract of land (Hes. Op. 290, Pi., trag., Pl., Call., Men.), also connected with song and play (s. οἴμη).
Other forms: (also οἷμος, s. below).
Compounds: Few compp.: δύσ-οιμος (τύχα A. Ch. 945 [lyr.]; after H. = ἐπὶ κακῳ̃ ἥκουσα, δύσοδος). ἄοιμος ἄπορος and πάροιμος ὁ γείτων H. -- On παροιμία s.v.; cf. also ἑτοῖμος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As an aspirated form οἷμος is ascertained (e.g. Hdn. Gr. 1, 546; cf. also φροίμιον [s. οἴμη] and ἄοιμος), an IE basis *oi-mo- : Skt. é-man- n. path, walk (to εἶμι; Curtius 401, also Schwyzer 381) cannot be considered as probable. Against the modification therefor proposed by Sommer Lautst. 29 *oi-s-mo- (to Lith. eimė̃ f. going, stride, movement) Osthoff Arch. f. Religionswiss. 11, 63, who earlier (BB 24, 168 ff.) proposed for it *Ϝοῖ-μο-ς, to ἵεμαι move forward (s. v.). Diff. Schulze Kl. Schr. 665: to οἱρών εὑθυωρία' (s.v.); on this cf. Specht KZ 66, 27 n. 3. -- Here perhaps also οἴμη, s. v. DELG frankly calls the origin obscure.

Middle Liddell

οἶμος, ὁ, ἡ,
1. a way, road, path, Hes., Aesch., etc.
2. a stripe, layer Il.
3. a strip of land, tract, country, Σκύθην ἐς οἶμον Aesch.
4. metaph. the course or strain of song, Hhymn., Pind.

Frisk Etymology German

οἶμος: {oĩmos}
Forms: (auch οἷμος, s. u.)
Grammar: m. (auch f. nach ὁδός u.a.; Schwyzer- Debrunner 34 A. 3)
Meaning: Streifen (Λ 24 οἶμοι κυάνοιο, am θώρηξ), Gang, Weg, Pfad, auch Landstreifen, Gegend (Hes. Op. 290, Pi., Trag., Pl., Kall., Men. u.a.), auch auf Gesang und Spiel bezogen (s. οἴμη).
Composita : Einige seltene Kompp.: δύσοιμος (τύχα A. Ch. 945 [lyr.]; nach H. = ἐπὶ κακῳ̃ ἥκουσα, δύσοδος). ἄοιμος· ἄπορος und πάροιμος· ὁ γείτων H. — Zu παροιμία s.bes.; vgl. auch ἑτοῖμος.
Etymology : Da eine aspirierte Nebenform οἷμος gesichert ist (z.B. Hdn. Gr. 1, 546; vgl. auch φροίμιον [s. οἴμη und ἄοιμος), kann eine idg. Grundform *oi-mo- : aind. é-man- n. Bahn, Gang (zu εἶμι; Curtius 401, auch Schwyzer 381) nicht als wahrscheinlich gelten. Gegen die deshalb von Sommer Lautst. 29 vorgeschlagene Modifikation *oi-s-mo- (zu lit. eimė̃ f. Gehen, Schreiten, Bewegung) Osthoff Arch. f. Religionswiss. 11, 63, der schon früher (BB 24, 168 ff. m. Lit.) dafür *ϝοῖμος, zu ἵεμαι sich vorwärts bewegen (s. d.), angesetzt hatte. Anders Schulze Kl. Schr. 665: zu οἱρών ’εὐθυωρία’ (s.d.); dazu Specht KZ 66, 27 A. 3. — Hierher vielleicht auch οἴμη, s. d.
Page 2,363

English (Woodhouse)

country, land, path

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)