λέξις: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ἡ, das Sprechen, der Ausdruck der Rede, Redeweise, Styl, vgl. Arist. poet. 6; Ggstz [[πρᾶξις]]; ἔστι τι [[εἶδος]] λέξεώς τε καὶ διηγήσεως, Plat. Rep. III, 396 b; ξένως ἔχω τῆς [[ἐνθάδε]] λέξεως Apol. 17 d, öfter; λόγου Isocr. 5, 4, bes. vom Ausdruck der Prosa. – Auch von einem einzelnen Worte, Pol. 2, 22, 1; αὐταῖς λέξεσιν αἷς [[ἐκεῖνος]] κέχρηται, 8, 11, 5 u. öfter; Plat. u. A.; κατὰ λέξιν, wörtlich, S. Emp. adv. phys. 1, 92. Auch = eine Redensart, Ath. VII, 275 b. – Bei den Grammatikern bes. ein altes, seltneres, od. einem Schriftsteller eigenthümliches Wort, das der Erklärung durch ein bekanntes, [[γλώσσημα]], bedarf; so [[λέξις]] κωμική, πλατωνικαί u. ä., auch collectivisch, von einer Sammlung solcher Wörter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ἡ, das Sprechen, der Ausdruck der Rede, Redeweise, Styl, vgl. Arist. poet. 6; Ggstz [[πρᾶξις]]; ἔστι τι [[εἶδος]] λέξεώς τε καὶ διηγήσεως, Plat. Rep. III, 396 b; ξένως ἔχω τῆς [[ἐνθάδε]] λέξεως Apol. 17 d, öfter; λόγου Isocr. 5, 4, bes. vom Ausdruck der Prosa. – Auch von einem einzelnen Worte, Pol. 2, 22, 1; αὐταῖς λέξεσιν αἷς [[ἐκεῖνος]] κέχρηται, 8, 11, 5 u. öfter; Plat. u. A.; κατὰ λέξιν, wörtlich, S. Emp. adv. phys. 1, 92. Auch = eine Redensart, Ath. VII, 275 b. – Bei den Grammatikern bes. ein altes, seltneres, od. einem Schriftsteller eigenthümliches Wort, das der Erklärung durch ein bekanntes, [[γλώσσημα]], bedarf; so [[λέξις]] κωμική, πλατωνικαί u. ä., auch collectivisch, von einer Sammlung solcher Wörter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de parler, parole;<br /><b>2</b> manière de parler, élocution, style;<br /><b>3</b> mot, expression : αὐταῖς λέξεσι PLUT, ἐπὶ λέξιν PLAT, κατὰ λέξιν PLUT mot à mot, textuellement, à la lettre, littéralement.<br />'''Étymologie:''' [[λέγω]]³. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λέξις''': -εως, ἡ, ([[λέγω]]) [[ὁμιλία]], ἀντίθ. τῷ ᾠδή, Πλάτ. Νόμ. 816D· λ. ἢ [[πρᾶξις]], τὸ λέγειν ἢ τὸ πράττειν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· ὁ [[τρόπος]] τῆς λ. [[αὐτόθι]] 400D, κτλ. 2) [[τρόπος]] τοῦ λέγειν, ἡ [[ἐνθάδε]] λ., τὸ [[ἐνταῦθα]] ἐν χρήσει [[ὕφος]] (ἐν δικαστηρίοις δηλ.), ὁ αὐτ. εἰς Ἀπολ. 17D· Μούσης λ., ποιητικὸν [[ὕφος]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8 ἑξ., Ποιητ. 6, 6, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[ἁπλῶς]] μία [[λέξις]] ἢ [[φράσις]], Πολύβ. 2. 22, 1, κτλ.· ταῖς λ. χρῆσθαι ταῖς αὐταῖς ὁ αὐτ. 6. 46, 10· αὐταῖς λέξεσι ἢ κατὰ λέξιν, λέξιν πρὸς λέξιν, Διον. Ἁλ., Πλούτ., κτλ.· περιληπτικῶς, κρατῶ καὶ τῆς λέξεως, αὐτῶν τῶν λέξεων, Ἀθήν. 275Β. 2) κατὰ λέξιν, [[χάριν]] ἐξηγήσεως, Ἀθήν. 493D, πρβλ. Διογ. Λ. 2. 113· [[ὡσαύτως]], ὡς ἡ [[φράσις]] φέρεται, Ἀνθ. Π. 11. 140· - παρὰ λέξιν, οὐχὶ ὀρθῶς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 4. 3) παρὰ Γραμμ., [[λέξις]] τις [[ἰδιόρρυθμος]] τὸν τύπον ἢ τὴν σημασίαν· [[ἐντεῦθεν]] λέξεις [[εἶναι]] τὸ ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ μετὰ [[ταῦτα]] «[[γλωσσάριον]]», Ροδιακαὶ λέξεις, [[γλωσσάριον]] Ροδιακῶν φράσεων, Ἀθήν. 485Ε· πρβλ. [[γλῶσσα]] ΙΙ. 2. | |lstext='''λέξις''': -εως, ἡ, ([[λέγω]]) [[ὁμιλία]], ἀντίθ. τῷ ᾠδή, Πλάτ. Νόμ. 816D· λ. ἢ [[πρᾶξις]], τὸ λέγειν ἢ τὸ πράττειν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· ὁ [[τρόπος]] τῆς λ. [[αὐτόθι]] 400D, κτλ. 2) [[τρόπος]] τοῦ λέγειν, ἡ [[ἐνθάδε]] λ., τὸ [[ἐνταῦθα]] ἐν χρήσει [[ὕφος]] (ἐν δικαστηρίοις δηλ.), ὁ αὐτ. εἰς Ἀπολ. 17D· Μούσης λ., ποιητικὸν [[ὕφος]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8 ἑξ., Ποιητ. 6, 6, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[ἁπλῶς]] μία [[λέξις]] ἢ [[φράσις]], Πολύβ. 2. 22, 1, κτλ.· ταῖς λ. χρῆσθαι ταῖς αὐταῖς ὁ αὐτ. 6. 46, 10· αὐταῖς λέξεσι ἢ κατὰ λέξιν, λέξιν πρὸς λέξιν, Διον. Ἁλ., Πλούτ., κτλ.· περιληπτικῶς, κρατῶ καὶ τῆς λέξεως, αὐτῶν τῶν λέξεων, Ἀθήν. 275Β. 2) κατὰ λέξιν, [[χάριν]] ἐξηγήσεως, Ἀθήν. 493D, πρβλ. Διογ. Λ. 2. 113· [[ὡσαύτως]], ὡς ἡ [[φράσις]] φέρεται, Ἀνθ. Π. 11. 140· - παρὰ λέξιν, οὐχὶ ὀρθῶς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 4. 3) παρὰ Γραμμ., [[λέξις]] τις [[ἰδιόρρυθμος]] τὸν τύπον ἢ τὴν σημασίαν· [[ἐντεῦθεν]] λέξεις [[εἶναι]] τὸ ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ μετὰ [[ταῦτα]] «[[γλωσσάριον]]», Ροδιακαὶ λέξεις, [[γλωσσάριον]] Ροδιακῶν φράσεων, Ἀθήν. 485Ε· πρβλ. [[γλῶσσα]] ΙΙ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:15, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (λέγω B)
A speech, opp. ᾠδή, Pl.Lg.816d; λέξις ἢ πρᾶξις speech or action, Id.R.396c; ὁ τρόπος λέξεως ib.400d; τὰ λέξει δηλούμενα orders given by word of mouth, Arr.Tact.27.2.
2 diction, style, ἡ ἐνθάδε λέξις the style used here (in courts of justice), Pl.Ap.17d; Μούσης λέξις = poetical diction, Id.Lg.795e, cf. Arist.Rh.1410b28, Po. 1450b13, etc.; περὶ Λέξεως, title of work by Ephorus, Theon Prog. 2.
II a single word or phrase, Arist.Rh.1406b1, Epicur.Nat.28p.4V., al. (pl.), D.T. 633.31, Plb.2.22.1, etc.; even a meaningless word, such as βλίτυρι, Diog.Stoic.3.213; ταῖς λέξις κέχρηται ταῖς αὐταῖς Plb.6.46.10; αὐταῖς λέξεσι or κατὰ λέξιν word for word, D.H.Pomp.2, Plu.2.869d, Ath.11.493d, D.L.2.113; later ἐπὶ λέξεως PLond.5.1713.14 (vi A.D.), Vit.Arist.p.438 Rose, etc.; collectively, κρατῶ καὶ λέξεως = the very words, Ath.7.275b, cf. Epicur.Nat.28p.15V., Gal.12.403.
2 κατὰ λέξιν = as the phrase goes, AP11.140 (Lucill.); παρὰ λέξιν incorrectly, Cic.Att.16.4.1.
3 Gramm., a word peculiar in form or signification: hence λέξεις is the older term for a glossary, Ῥοδιακαὶ λέξεις a glossary of Rhodian phrases, Ath.11.485e; cf. γλῶσσα 11.2.
4 text of an author, opp. exegesis, Asp.in EN122.27, Arr.Epict.3.21.7, Dam.Pr.165, 169.
German (Pape)
[Seite 28] ἡ, das Sprechen, der Ausdruck der Rede, Redeweise, Styl, vgl. Arist. poet. 6; Ggstz πρᾶξις; ἔστι τι εἶδος λέξεώς τε καὶ διηγήσεως, Plat. Rep. III, 396 b; ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως Apol. 17 d, öfter; λόγου Isocr. 5, 4, bes. vom Ausdruck der Prosa. – Auch von einem einzelnen Worte, Pol. 2, 22, 1; αὐταῖς λέξεσιν αἷς ἐκεῖνος κέχρηται, 8, 11, 5 u. öfter; Plat. u. A.; κατὰ λέξιν, wörtlich, S. Emp. adv. phys. 1, 92. Auch = eine Redensart, Ath. VII, 275 b. – Bei den Grammatikern bes. ein altes, seltneres, od. einem Schriftsteller eigenthümliches Wort, das der Erklärung durch ein bekanntes, γλώσσημα, bedarf; so λέξις κωμική, πλατωνικαί u. ä., auch collectivisch, von einer Sammlung solcher Wörter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de parler, parole;
2 manière de parler, élocution, style;
3 mot, expression : αὐταῖς λέξεσι PLUT, ἐπὶ λέξιν PLAT, κατὰ λέξιν PLUT mot à mot, textuellement, à la lettre, littéralement.
Étymologie: λέγω³.
Greek (Liddell-Scott)
λέξις: -εως, ἡ, (λέγω) ὁμιλία, ἀντίθ. τῷ ᾠδή, Πλάτ. Νόμ. 816D· λ. ἢ πρᾶξις, τὸ λέγειν ἢ τὸ πράττειν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· ὁ τρόπος τῆς λ. αὐτόθι 400D, κτλ. 2) τρόπος τοῦ λέγειν, ἡ ἐνθάδε λ., τὸ ἐνταῦθα ἐν χρήσει ὕφος (ἐν δικαστηρίοις δηλ.), ὁ αὐτ. εἰς Ἀπολ. 17D· Μούσης λ., ποιητικὸν ὕφος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8 ἑξ., Ποιητ. 6, 6, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἁπλῶς μία λέξις ἢ φράσις, Πολύβ. 2. 22, 1, κτλ.· ταῖς λ. χρῆσθαι ταῖς αὐταῖς ὁ αὐτ. 6. 46, 10· αὐταῖς λέξεσι ἢ κατὰ λέξιν, λέξιν πρὸς λέξιν, Διον. Ἁλ., Πλούτ., κτλ.· περιληπτικῶς, κρατῶ καὶ τῆς λέξεως, αὐτῶν τῶν λέξεων, Ἀθήν. 275Β. 2) κατὰ λέξιν, χάριν ἐξηγήσεως, Ἀθήν. 493D, πρβλ. Διογ. Λ. 2. 113· ὡσαύτως, ὡς ἡ φράσις φέρεται, Ἀνθ. Π. 11. 140· - παρὰ λέξιν, οὐχὶ ὀρθῶς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 4. 3) παρὰ Γραμμ., λέξις τις ἰδιόρρυθμος τὸν τύπον ἢ τὴν σημασίαν· ἐντεῦθεν λέξεις εἶναι τὸ ἀρχαιότερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ μετὰ ταῦτα «γλωσσάριον», Ροδιακαὶ λέξεις, γλωσσάριον Ροδιακῶν φράσεων, Ἀθήν. 485Ε· πρβλ. γλῶσσα ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λέξις: -εως, ἡ (λέγω)·
I. 1. λόγος, έκφραση, ομιλία, σε Πλάτ.
2. τρόπος ομιλίας, λεκτικό, ύφος, στον ίδ. κ.λπ. ΙI. κατὰ λέξιν, κυριολεκτικά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λέξις: εως ἡ λέγω III]
1) слово: αὐταῖς λέξεσι Plut., ἐπὶ λέξιν Plat. и κατὰ λέξιν Plut. (ср. 2) слово в слово, дословно, буквально;
2) слово (слова), речь (λ. ἡ πρᾶξις Plat.): κατὰ λέξιν τε καὶ ᾠδήν Plat. речью и пением;
3) выражение, оборот, тж. стиль Isocr., Plat.
Frisk Etymological English
See also: s. λέγω.
Middle Liddell
λέξις, εως λέγω
I. a speaking, saying, speech, Plat.
2. a way of speaking, diction, style, Plat., etc.
II. κατὰ λέξιν as the phrase goes, Anth.
Frisk Etymology German
λέξις: {léksis}
Grammar: f.
Meaning: Rede
See also: s. λέγω.
Page 2,104