ἐμβιβάζω: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Attic fut. -βιβῶ [Causal of [[ἐμβαίνω]]<br /><b class="num">1.</b> to set in or on, Plat.:— to put on [[board]] [[ship]], [[cause]] to [[embark]], Thuc., Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[lead]] to a [[thing]], Eur., Dem. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':™mbib£zw 嗯-比巴索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':在內-(行)步<br />'''字義溯源''':安放,使進入,上,登;由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[βιαστής]])Y*=登上)組成。參讀 ([[ἀναβιβάζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 就叫⋯登(1) 徒27:6 | |sngr='''原文音譯''':™mbib£zw 嗯-比巴索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':在內-(行)步<br />'''字義溯源''':安放,使進入,上,登;由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[βιαστής]])Y*=登上)組成。參讀 ([[ἀναβιβάζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 就叫⋯登(1) 徒27:6 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:10, 21 September 2023
English (LSJ)
Att. fut. -βιβῶ, causal of ἐμβαίνω,
A set in or on, τινὰ ὡς εἰς ὄχημα Pl.Ti.41e; ἐ. εἰς ἴχνος Id.Tht.193c:—Pass., to be put into, take a bath, Herod.Med. ap. Orib.10.37.16.
2 put on board ship, cause to embark, ἄνδρας ἐς κελήτιον (v.l. for ἐσ-) Th.1.53; εἰς πλοῖα X.An.5.3.1; ἐ. ναυσίν Plu.Ant.7, cf. Charito 8.3: abs., put on board, X.An.5.7.8, etc.:—Med., ἐμβιβασάμενος αὐτοὺς εἰς τὰς ναῦς Id.HG5.1.19.
3 lead, guide to a thing, εἰς τὸ λῷστον E.HF856; εἰς τὴν δικαιοσύνην τοὺς οἰκέτας X.Oec.14.4; εἰς λόγους D.19.97; εἰς ἀπέχθειαν Plb.16.38.1; εἰς μέτρα ἐ. χρησμούς Philostr.VA6.11; τὴν ἀπάδουσαν εἰς τὸ μέλος Id.Im.2.1; τοῖς ἀνθρωπίνοις πάθεσιν τὸν θεὸν ἐ. Plu.2.416f.
4 set a dislocated joint, Hp.Art.7.
5 ἐ. τινὰ εἰς.. put in possession of.., PFlor.55.31 (i A.D.), etc.
6 intr., οἱ τῆς σταδιαίας πάλης ἐμβιβάζοντες Philostr.VS1.22.4.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. -βιβῶ X.An.5.7.8]
I c. ac. gener. de pers. y giro de direcc. o dat.
1 náut. embarcar, hacer embarcar ἄνδρας ἐς κελήτιον Th.1.53, εἰς μὲν τὰ πλοῖα τούς τε ἀσθενοῦντας ἐνεβίβασαν X.An.5.3.1, ναύτας ἐς δώδεκα ναῦς X.HG 5.1.27, (Δίωνα) σμικρὸν εἰς πλοῖον ἐμβιβάσας Pl.Ep.329c, Λυκῖνον ... ἄρχοντα εἰς τὴν ναῦν D.50.53, cf. Aeschin.1.191, ἐπὶ τὰς ναῦς ... τὰς δυνάμεις Plb.3.49.3, ταύταις ἐνεβίβασεν Ἕλληνας μὲν ἅπαντας en esas (trirremes) embarcó a todos los griegos Charito 8.3.12, cf. 31.18.10, I.Vit.168, Plu.Them.7, X.Eph.5.5, AP 11.332, fig. τοῖς ἀνθρωπίνοις πάθεσι καὶ πράγμασι τὸν θεόν Plu.2.416f
•en v. med. mismo sent. ἐμβιβασάμενος αὐτοὺς εἰς τὰς ναῦς X.HG 5.1.19, cf. Luc.Cat.5, 7
•sólo c. ac. de pers., las tropas, expediciones, Plb.1.49.5, 66.2, Str.2.3.4, τὰς δυνάμεις ἐμβιβάζειν Plu.Ant.7
•abs. κατὰ σπουδὴν ἐμβιβάσας ἔπλει Th.2.90, ὁπόταν γαλήνη ᾖ ἐμβιβῶ X.An.5.7.8, cf. HG 5.1.8.
2 hacer entrar, introducir, meter (σημεῖον) ἐμβιβάσας προσαρμόσαι εἰς τὸ ἑαυτῆς (ὄψεως) ἴχνος introduciendo la señal ajustarla a la huella de su propia sensación visual Pl.Tht.193c, εἰς ὃν (ταῦρον) ἐνεβίβαζεν ἀνθρώπους en el toro de bronce en el que (Falaris) introducía víctimas humanas Plb.12.25.1, ἡ φύσις ἐμβιβάζει αὐτοὺς ἐς τὰς γένυς la naturaleza los inserta en las quijadas ref. a los dientes, Philostr.VA 2.13.
3 hacer subir, montar (ψυχὰς) ἐμβιβάσας ὡς ἐς ὄχημα τὴν τοῦ παντὸς φύσιν ἔδειξεν montando a las almas como en un carro, les mostró la naturaleza del Todo Pl.Ti.41e, cf. Fauorin.Cor.2.
II medic.
1 recolocar, reducir dislocaciones τὰ παλαιά Hp.Art.7, pas. Hp.Art.61.
2 meter en el baño, bañar τῷ ὕδατι Gal.11.34, cf. 12.588, ἐμβιβάσας ἐν βαλανείῳ Dsc.Eup.2.138.2, pas. εἰ δ' ἀλγημάτων ... χάριν ἐμβιβάζοιντο Herod.Med. en Orib.10.37.16.
III fig.
1 encaminar, dirigir εἰς τὸ λῷον ἐμβιβάζω σ' ἴχνος te conduzco por la mejor pista E.HF 856, cf. Plu.2.513c, εἰς τὴν δικαιοσύνην τοὺς οἰκέτας X.Oec.14.4, cf. Aristox.Harm.21.12, D.19.97, αὐτοὺς εἰς ἀπέχθειαν Plb.16.38.1, cf. 10.22.7, εἰς γνῶσιν τῶν λεγομένων αὐτούς Plot.6.2.19, cf. M.Ant.10.8, ἑαυτὸν ... τῷ τοιῷδε τῆς ζωῆς Synes.Regn.26, πολλοὺς ... ἐς τὴν ἐξουσίαν ἐνεβίβαζε τοῦ βιάζεσθαι inducía a muchos a la posibilidad de actuar arbitrariamente Procop.Arc.10.20, cf. 21.11, τὴν ἀπᾴδουσαν ... ἐς τὸ μέλος ἱκανῶς ἐμβιβάζουσα tratando de encaminar correctamente a la melodía a la (cantante) que desafina Philostr.Im.2.1, c. dat. σε τροχιαῖς ὀρθαῖς LXX Pr.4.11, cf. Aristaenet.1.10.100
•abs. σπουδαίως ... ἐμβιβάζων εἰς τὴν θεωρίαν a un joven antes nombrado, Iambl.VP 22.
2 meter, trasladar, trasponer εἰς ἐχθρῶν τάξιν Ph.1.276, cf. 99, εἰς μέτρα ... χρησμούς Philostr.VA 6.11.
3 jur. facultar, ordenar la entrada para la toma de posesión de un terreno comprado ἐνεβίβα[σεν κατ] ὰ τὸ[ν νόμον] ... τοὺς κτηματώνας ... εἰς τὰς γέας facultó según la ley a los apoderados entrada a los predios, IMylasa 204.2, cf. 12 (II/I a.C.), para la ejecución de un embargo ἐμβιβάσαι με εἰς τὰ καταγραφέντα PFlor.56.17 (III d.C.), cf. 55.31 (I d.C.), PSI 282.16 (II d.C.), en v. pas. Mitteis Chr.60.24 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 805] hinein-, hinaufsteigen lassen, führen, bringen; εἰς ὄχημα Plat. Tim. 41 e; εἰς πλοῖον Ep. VII, 329 e; τοὺς πολίτας εἰς τὰς τριήρεις Plut. Them. 7; Thuc. 1, 53; Xen. An. 5, 7, 8 u. sonst, auch ohne einen Zusatz; im med., Hell. 5, 1, 19; ναυσί, Sp.; τὰς δυνάμεις εἰς Μακεδονίαν Plut. Ant. 7; auch τινὰ τῇ Ἑλλάδι, Paus. 10, 9, 1; – εἰς τὸ λῷστον ἴχνος, leiten, Eur. Herc. Fur. 856; vgl. Plat. Theaet. 193 c; εἰς τοὺς ὑπὲρ τούτου λόγους Dem. 19, 97; αὐτοὺς εἰς ἀπέχθειαν, sie verfeinden, Pol. 16, 38, 1; – εἰς τὴν δικαιοσύνην, dazu anleiten, unterweisen, Xen. Oec. 14, 4; εἰς ἐπιστήμην Iambl.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμβιβάσω, att. ἐμβιβῶ, etc.
1 faire entrer ou faire monter dans : ἐς κελήτιον THC, εἰς πλοῖον XÉN faire monter sur un navire ; abs. faire embarquer;
2 faire avancer, transporter : τινα εἰς Μακεδονίαν PLUT transporter (une armée, etc.) en Macédoine ; fig. amener à : εἰς δικαιοσύνην XÉN à des sentiments de justice;
Moy. ἐμβιβάζομαι faire embarquer.
Étymologie: ἐν, βιβάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβῐβάζω: [causat. к ἐμβαίνω (fut. ἐμβιβάσω - атт. ἐμβιβῶ)
1 сажать, грузить (τινὰ ἐς κελήτιον Thuc.; εἰς πλοῖον, med. εἰς τὰς ναῦς Xen.; εἰς ὄχημα Plat.; ἐλέφαντας εἴκοσι Plut.);
2 приводить (εἰς τὸ λῷστον ἴχνος τινά Eur.; τινὰ εἰς δικαιοσύνην Xen.; τινὰς εἰς ἀπέχθειαν Polyb.): εἰς τοὺς ὑπὲρ τῶν πεπραγμένων λόγους ἐ. τινά Dem. заставить кого-л. говорить о своих поступках.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβιβάζω: Άττ. μέλλ. -βιβῶ, μεταβατικὸν τοῦ ἐμβαίνω, «βάζω μέσα», «ἐμβάζω», εἰσάγω, τινὰ ὡς εἰς ὄχημα Πλάτ. Τίμ. 41Ε· ἐμβ. τὸν πόδα ὁ αὐτ. Θεαίτ. 193C· ἐμβ. τινὰ εἰς χώραν, εἰσάγειν, Πλούτ. Ἀντων. 7. 2) βάλλω εἰς πλοῖον, ἐπιβιβάζω, ἄνδρας ἐς κελήτιον Θουκ. 1, 53· ἐς πλοῖον Ξεν. Ἀν. 5. 3. 1· ὡσαύτως, ἐμβ. ναυσὶν Χαρίτων 8. 3· ἀπολ., ἐπιβιβάζω εἰς πλοῖον, Ξεν. Ἀν. 5. 7, 8, κτλ. - Μέσ., ἐμβιβάζεσθαί τινα εἰς τὰς ναῦς ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 1, 19. 3) ἄγω, ὁδηγῶ πρός τι, εἰς τὸ λῷστον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 856· εἰς τὴν δικαιοσύνην Ξεν. Οἰκ. 14. 4· εἰς λόγους Δημ. 372. 13· εἰς ἀπέχθειαν Πολύβ. 16. 38. 1· ἐς μέτρα ἐμβιβάζειν τοὺς χρησμούς, μετατρέπειν, Φιλόστρ. 248· εἰς τὸ μέλος ὁ αὐτ.· τοῖς ἀνθρωπίνοις πάθεσι τὸν θεὸν ἐμβ. Πλούτ. 2. 416F. 4) τοποθετῶ ἐξηρθρωμένον ὀστοῦν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783, πρβλ. ἐμβαβάζω.
English (Strong)
from ἐν and bibazo (to mount; causative of ἐμβαίνω); to place on, i.e. transfer (aboard a vessel): put in.
English (Thayer)
1st aorist ἐνεβίβασα; to put in or on, lead in, cause to enter; as often in the Greek writings τινα εἰς τό πλοῖον: Acts 27:6.
Greek Monolingual
(AM ἐμβιβάζω)
1. βάζω κάποιον μέσα
2. επιβιβάζω σε πλοίο
αρχ.-μσν.
1. οδηγώ, καθοδηγώ
2. προσαρμόζω, κανονίζω
3. τοποθετώ εξαρθρωμένο κόκαλο στη θέση του.
Greek Monotonic
ἐμβῐβάζω: Αττ. μέλ. -βιβῶ,
1. Μτβ. του ἐμβαίνω, βάζω μέσα, εισάγω, ρίχνομαι, σε Πλάτ.· βάζω σε πλοίο, επιβιβάζω, φορτώνω, σε Θουκ., Ξεν.
2. οδηγώ, άγω, σε Ευρ., Δημ.
Middle Liddell
Attic fut. -βιβῶ [Causal of ἐμβαίνω
1. to set in or on, Plat.:— to put on board ship, cause to embark, Thuc., Xen.
2. to lead to a thing, Eur., Dem.
Chinese
原文音譯:™mbib£zw 嗯-比巴索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-(行)步
字義溯源:安放,使進入,上,登;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(βιαστής)Y*=登上)組成。參讀 (ἀναβιβάζω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 就叫⋯登(1) 徒27:6