ἅμα: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(1) adv., at [[once]], at the [[same]] [[time]]; [[ἅμα]] πάντες, ἅμ' [[ἄμφω]], Il. 7.255; freq. [[with]] τὲ.. καί (Il. 2.281), or [[with]] [[following]] δέ, [[ἅμα]] [[μῦθος]] [[ἔην]], τετέλεστο δὲ [[ἔργον]], ‘no [[sooner]] said [[than]] done,’ Il. 19.242.—(2) prep. w. dat., at the [[same]] [[time]] [[with]], [[along]] [[with]], ἅμ' ἠελίῳ καταδύντι, ἅμ ἕπεσθαι, ‘[[attend]],’ ‘[[accompany]],’ [[ἅμα]] πνοίῃς ἀνέμοιο, ‘[[swift]] as the winds,’ Od. 1.98, Il. 16.149. | |auten=(1) adv., at [[once]], at the [[same]] [[time]]; [[ἅμα]] πάντες, ἅμ' [[ἄμφω]], Il. 7.255; freq. [[with]] τὲ.. καί (Il. 2.281), or [[with]] [[following]] δέ, [[ἅμα]] [[μῦθος]] [[ἔην]], τετέλεστο δὲ [[ἔργον]], ‘no [[sooner]] said [[than]] done,’ Il. 19.242.—(2) prep. w. dat., at the [[same]] [[time]] [[with]], [[along]] [[with]], ἅμ' ἠελίῳ καταδύντι, ἅμ ἕπεσθαι, ‘[[attend]],’ ‘[[accompany]],’ [[ἅμα]] πνοίῃς ἀνέμοιο, ‘[[swift]] as the winds,’ Od. 1.98, Il. 16.149. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰμᾰ</b> <br /> <b>1</b> at the [[same]] [[time]] <br /> <b>a</b> adv. [[ὄλβος]] ἅμ' ἕσπετο (O. 6.72) [ἀφνεὸς [[πενιχρός]] τε θανάτου [[πέρας]] [[ἅμα]] νέονται (Weiseler: παρὰ [[σᾶμα]] codd.) (N. 7.20) ] [[ἅμα]] δ' ἐκαίοντ ἐρῆμοι (Er. Schmid: ἁμᾶ codd.) (N. 10.72) κτεάνων θ' [[ἅμα]] λειφθεὶς καὶ [[φίλων]] (I. 2.11) <br /> <b>b</b> prep. c. dat. [[together]] [[with]], at the [[same]] [[time]] as “[[οὐκ]] [[ἄτερ]] παίδων [[σέθεν]], ἀλλ' [[ἅμα]] πρώτοις ἄρξεται καὶ τερτάτοις” (O. 8.45) [[τοῦ]] [[παῖς]] ἅμ' Ἀτρείδαις Τεύθραντος [[πεδίον]] μολὼν ἔστα (O. 9.70) πενταέθλῳ [[ἅμα]] σταδίου νικῶν δρόμον (O. 13.30) ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ [[Ζεὺς]] τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν δ ἅμ ἵπποις (N. 9.25) εἰ γὰρ [[ἅμα]] κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον [[ἄρηται]] [[κῦδος]] (N. 9.46) τρεχέτω δὲ [[μετὰ]] Πληιόναν, [[ἅμα]] δ' [[αὐτῷ]] [[κύων]] fr. 74. [[ἅμα]]† (codd. contra met. ἀλλὰ coni. Hermann: ἁμᾷ Wil.: [[εὖντα]] Maas.) (O. 1.104) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:27, 17 August 2017
English (LSJ)
[ᾰμ], Dor. ἁμᾶ, q.v.: (v. sub fin.): A Adv. at once, at the same time, mostly of Time, freq. added to τε . . καί, ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλή Il.8.64; ἅ. τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός 1.417; σέ θ' ἅ. κλαίω καὶ ἐμέ 24.773; σαυτόν θ' ἅ. κἀμέ S.Ph.772, cf. 119; ἄνους τε καὶ γέρων ἅ. Ant.281:—with καί only, ἅ. πρόσσω καὶ ὀπίσσω Il.3.109; with τε . . τε, χειρῶν τε βίης θ' ἅ. ἔργον ἔφαινον Hes.Th.677. 2 ἅ. μέν . . ἅ. δέ . ., partly . . partly . ., Pl.Phd.115d, X HG3.1.3:—ἅ. τε . . καὶ ἅ. Pl. Grg.497a; ἅμ' ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα S.Ant.436. 3 in Prose ἅ. δέ . . καί... ἅ. τε . . καί... ἅ. . . καί . . may often be translated by no sooner . . than . ., ἅ. δὲ ταῦτα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Hdt.1.112; ταῦγά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει 8.5; ἅ. ἀκηκόαμέν τε καὶ τριηράρχους καθίσταμεν D.4.36; ἅ. διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται Isoc.4.157. b ἅ. μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', Il.19.242; ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο h.Merc.46; ταῦτα εἶπε καὶ ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134, cf. 9.92: prov., ἅμ' ἔπος ἅμ' ἔργον Diogenian.1.36. c with part. and finite Verb in same sense, βρίζων ἅ. . . ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα A.Ch.897; ἅ. εἰπὼν ἀνέστη as soon as he had done speaking, he stood up, X.An.3.1.47; τῆς ἀγγελίας ἅ. ῥηθείσης ἐπεβοήθουν as soon as news was brought they assisted, Th.2.5; ἅ. γιγνόμενοι λαμβάνομεν Pl.Phd.76c; ἡμῖν ἅ. ἀναπαυομένοις ὁ παῖς ἀναγνώσεται Tht.143b. 4 ἅ. μέν . . ἔτι δέ . . X.Cyr.1.4.3; ἅ. μέν . . πρὸς δέ . . Hdt.8.51. II together, at once, both, without direct ref. to time, ἅ. πάντες or πάντες ἅ. Il.1.495, al.; ἅ. ἄμφω h.Cer.15; ἅ. κρατερὸς καὶ ἀμύμων Od.3.111, etc.: of Place, Arist.Metaph.1028b27. III with σύν or μετά, E.Ion717, Pl.Criti.110a. IV abs. with Verb, at one and the same time, αἱ πᾶσαι [νῆες] ἅ. ἐγίγνοντο ἐν ἑνὶ θέρει σ καὶ ν Th.3.17, cf. οὐχ ἅ. ἡ κτῆσις παραγίγνεται D.23.113. B Prep. with dat. (freq. with part. added), at the same time with, together with, ἅμ' ἠοῖ φαινομένηφι at dawn, Il.9.682, al.; ἅ. ἕῳ, ἅ. ἕῳ γιγνομένῃ, Th.1.48, 4.32; ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι or καταδύντι at sunrise or sunset, Il.18.136,210, al.; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86, al.; ἅμ' ἡμέρᾳ E.El.78, Th.2.94, etc., Att.; ἅμ' ἦρι ἀρχομένῳ or ἅ. ἦρι at beginning of spring, Th.5.20, 2.2, etc.; ἅ. κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς during the time of . ., Hdt.2.36; ἅ. τειχισμῷ Th.7.20; ἅμα τῷ διαυγάζειν Plb.3.104.5 (without Art. ἅμα εὑρεθῆναι Ps.-Plu.Fluv.23.2). 2 generally, together with, ἅ. τινὶ στείχειν Il.16.257; ὀπάσσαι 24.461, al.; Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ 3.458; ἅ. πνοιῇς ἀνέμοιο keeping pace with the wind, Od.1.98; repeated, ἅμ' αὐτῷ . . ἅμ' ἕποντο 11.371; οἱ ἅ. Θόαντι Hdt.6.138, cf. Th.7.57. II rarely c. gen., Herod.4.95, POxy.903 (iv A. D.), Pythag.Sim.28, Olymp.Hist. p.453 D.; dub. in Thphr.Char.6.9. C Conj., as soon as, ἅ. ἂν ἡβήσῃ τις τῶν ὀρφανῶν Pl.Lg.928c, cf. Lex ap.D.46.20; ἅ. κα διεξέλθῃ ὁ χρόνος GDI2160 (Delph., ii B. C.). (Root sṃ-, cf. A α 11.)
German (Pape)
[Seite 113] (verw. ὁμοῦ, σύν, ξύν, cum, θαμά, ἅπτομαι, das α copul.), sammt; als advb. u. als praepos. mit dat., Ctes. auch c. gen.; vom Orte, von der Zeit, u. übertragen; Hom. oft, z. B. Iliad. 1. 495 πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε; 6, 59 ἅμα πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατο, alle mit einander; Od. 8, 121 οἱ δ' ἅμα πάντες καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο; 10, 231. 257 οἱ δ' ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο; 259 οἱ δ' ἅμ' ἀιστώθησαν ἀολλέες; Iliad. 4, 320 οὔ πως ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν, alles zusammen; 13, 729 οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσθαι; 24, 304 χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα; Od. 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, zugleich; Iliad. 7, 255 ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα χερσὶν ἅμ' ἄμφω σύν ῥ' ἔπεσον; 19, 242 αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, kaum war das Wort gesprochen, als schon; 3, 109 ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει, sowohl – als auch; 2, 281 ὡς ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν μῦθον ἀκούσειαν; Od. 14. 403 ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα; 9, 48 ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους; 3, 111 ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων; Iliad. 1. 417 ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀιζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο; 8, 64 ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν; 24, 773 σέ θ' ἅμα κλαίω καὶ ἔμ' ἄμμορον; – Iliad. 2, 249 ὅσσοι ἅμ' Ἀτρείδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἶλθον; 6, 399 ἅμα δ' ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ; 1, 158 ἀλλὰ σοὶ ἅμ' ἑσπόμεθα. vgl. ohne cas. 3. 147 ἅμα δ' εἵπετ' ἄκοιτις, 4, 274 ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν; 24. 461 σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν; 16, 671. 681 πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι; Od. 4, 123 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν; doppelt Od. 11, 371 οἵ τοι ἅμ' αὐτῷ Ἴλιον εἰς ἅμ' ἕποντο; Iliad. 3, 458 Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ ἔκδοτε; 16, 257 ἅμα Πατρόκλῳ θωρηχθέντες; Od. 6, 31 Iliad. 9, 618 ἅμ' (ἅμα δ') ἠοῖ φαινομένηφιν; Iliad. 18. 136 ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι; 210 ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι; 16, 149 τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην, schnell wie der Wind; Od. 1, 98. 5, 46 τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ήδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο. – Auch bei den Folgend.; mit καί, σοφὸς κἀγαθὸς κεκλῇ' ἅμα Soph. Phil. 119; ᾔσθου φωνῆς ἅμα καὶ βροντῆς Ar. Nub. 292; auch in Prosa, αἱρετὸς ἅμα καὶ ἀγαθός Plat. Phil. 22 d; mit τε – καί, ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα Soph. Ant. 281; ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεθα Plat. Rep. I, 348 b; auch λυπεῖταί τε ἅμα καὶ χαίρει Phil. 36 b; vgl. Isocr. 4, 119; mit bloßem τέ, σὸς πατηρ ἐμός θ' ἅμα Soph. Ai. 987; doppelt τέ, ὁθούνεκ' ἔσοιθ' ἅμα πατρός τ' ἐκείνης τ' ὠρφανισμένος Trach. 937; – ἅμ' ἔπος, ἅμ' ἔργον, gesagt, gethan, Zenob. 1, 77; – καὶ ἅμα, und zugleich, überdies, Plat. Phaed. 116 e. – Mit dem partic., ὀρύσσοντες ἅμα τάφρον ἐπλίνθευον, während sie gruben, unter dem Graben, Her. 1, 179; φεύγοντες ἅμα ἐτίτρωσκον Xen. An. 3, 3, 7; καὶ τρίβων ἅμα – ἔφη Plat. Phaed. 60 b; καὶ ἅμα ταῦτα εἰπὼν ἀνιστάμην, als ich das gesagt hatte, stand ich sogleich auf, Prot. 335 c; mit gen. abs., τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηθείσης, προσεβοήθουν, sobald als die Nachricht gemeldet war, Thuc. 2, 5; ἅμα ἀποθνήσκοντος τοῦ ἀνθρώπου διασκεδάννυται ἡ ψυχή Plat. Phaed. 77 b. Doch finden sich auch zwei Verba, z. B. ἅμα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Her. 1. 112; vgl. Isocr. 4, 157. – Als praepos. ἅμα ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Her. 3, 86; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι, zur Zeit, wo das Getreide reist, Thuc. 4. 1; ἅμα στρατῷ, mit dem Heere, Her. 6, 118; ἐσθῆτα ἅμα γνώμῃ φορῶ Ar Thesm. 148; εἴσιθ' ἅμ' ἐμοί Ran. 513; ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι, sobald die Blüthe des Körpers aufhört, Plat. Conv. 183 e; σοὶ γὰρ ἑψόμεσθ' ἅμα Soph. El. 253; στείχειν ἅμ' αὐτοῖς Phil. 971. – Disjunctiv ἅμα μέν – ἅμα δέ, sowohl – als auch, theils – theils, Plat. Gorg. 452 d u. öfter in Prosa; ἅμα μέν – ἔτι δὲ καί Xen. Cyr. 1, 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἅμα: [ᾰμ], Δωρ. ἁμᾶ, ὃ ἴδε (ἴδε ἐν τέλ.): Α. ὡς ἐπίρρ., ἀμέσως, συγχρόνως, κυρίως ἐπὶ χρόνου, συνάπτον δύο διαφόρους ἐνεργείας, κτλ. ἐν τῇ πρώτῃ προτάσει συχνάκις προστιθέμενον εἰς τά τε ... καί, ὡς: ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλή, Ἰλ. Θ. 64· ἅμα τ’ ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός, Ἰλ. Α. 417· σέ θ’ ἅμα κλαίω καὶ ἐμέ, Ἰλ. Ω. 773· σαυτόν θ’ ἅμα κἀμέ, Σοφ. Φ. 772· πρβλ. 119: - ὡσαύτως μετὰ τοῦ καὶ μόνον, ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω, Ἰλ. Γ. 109· χειρῶν τε βίης θ’ ἅμα, Ἡσ. Θ. 677· ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα, Σοφ. Ἀντ. 281, κτλ. 2) ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, ὁ λόγος ἐλέχθη καὶ τὸ ἔργον ἀμέσως ἔγεινεν, εὐθὺς ὡς ἐλέχθη ἔγεινεν, Ἰλ. Τ. 242· ἅμ’ ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 46: ἅμα ἔπος [εἶπε] καὶ ἔργον ἐποίεε, Ἡρόδ. 3. 135, πρβλ. 9. 92: - τοῦτο δὲ συνετμήθη εἰς τὸ ἅμ’ ἔπος, ἅμ’ ἔργον, Παροιμιογρ. 3) ἅμα μὲν ... ἅμα δέ ..., παρ’ Ἀττ., ἐν μέρει μέν..., ἐν μέρει δέ..., Πλάτ. Φαίδων 115D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 2: - ἅμα τε... καὶ ἅμα, Πλάτ. Γοργ. 497Α: ἅμ’ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα, Σοφ. Ἀντ. 436. 4) παρὰ πεζοῖς, ἅμα δε..., καὶ ἅμα τε..., καί..., ἅμα..., καί..., ἅπερ δύνανται νὰ ἑρμηνευθῶσι διὰ τοῦ ἐν ᾧ... καὶ τοῦ συγχρόνως, ἅμα δὲ ταῦτα ἔλεγε καὶ ἐπεδείκνυε, Ἡρόδ. 1. 112· ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει, 8. 5· ἅμα ἀκηκόαμέν τι καὶ τριηράρχους καθίσταμεν, μόλις ἠκούσαμεν καὶ εὐθὺς διορίζομεν..., Δημ. 50. 18· ἅμα διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται, Ἰσοκρ., κτλ. β) ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τὸ προηγούμενον ῥῆμα πολλάκις γίνεται μετοχή, ὡς: βρίζων ἅμα... ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα, Αἰσχύλ. Χο. 897· ἅμα εἰπὼν ἀντέστη, εὐθὺς ὡς ἐτελείωσε τὸν λόγον, ἠγέρθη, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 47· τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηθείσης ἐβοήθουν, εὐθὺς ὡς ἦλθεν ἡ εἴδησις, ἔδραμον εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 5· ἅμα γιγνόμενοι λαμβάνομεν, Πλάτ. Φαίδων 76C: ἡμῖν ἅμα ἀναπαυομένοις, ὁ παῖς ἀναγνώσεται, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 143Α 5) ἅμα μέν, ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ ἔτι δέ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ἅμα μέν ..., πρός δέ ..., Ἡρόδ. 8. 51, - τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνακόλουθα. II. ἅπαντα τὰ παραδείγματα τοῦ μορίου τούτου ἔχουσι τὴν ἔννοιαν τοῦ χρόνου, ἂν καὶ ἡ ἔννοια αὕτη ἐνίοτε ἐμπεριέχει τὴν τοῦ τόπου ἢ τῆς ποιότητος, ὡς ἅμα πάντες ἢ πάντες ἅμα, Ἰλ. Α. 495· ἅμα ἄμφω, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 15· ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων, Ὀδ. Γ. 111, κτλ.: πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 10.12, 11. III. ἐν χρήσει μετὰ τῆς σὺν ἢ μετά, Εὐρ. Ἴων 717, Πλάτ. Κριτί. 110Α. IV. ἀπολ. Μετὰ ῥήματος, = κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, συγχρόνως, αἱ πᾶσαι [[[νῆες]]] ἅμα ἐγίγνοντο ἐν τῷ θέρει σ΄ και ν΄ (δηλ. 250), Θουκ. 3. 17, πρβλ. οὐχ ἅμα ἡ κτῆσις παραγίνεται, Δημ. 658. 6. Β. ὡς πρόθ. μετὰ δοτ., κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον μετά τινος, ὁμοῦ μέ, ἅμ’ ἠοῖ = «μὲ τὰ χαράγματα», Ἰλ. Ι. 682, καὶ ἀλλ.: Ἀττ.· ἅμα ἕῳ, ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ, Θουκ. 1. 48., 4. 32· οὕτως: ἅμ’ ἠελίῳ ἀνιόντι ἢ καταδύντι = συγχρόνως μὲ τὴν ἀνατολὴν ἢ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου. Ἰλ. Σ. 136, 210, καὶ ἀλλ.: ἅμ’ ἡμέρᾳ ἢ συχνότερον ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, Ἡρόδ. 3. 86, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ἅμ’ ἦρι ἀρχομένῳ ἢ ἅμα τῷ ἦρι, μὲ τὴν πρώτην ἄνοιξιν, Θουκ. 5. 20, κτλ.: ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλὰς = διαρκοῦντος τοῦ …, Ἡρόδ. 2. 36· ἅμα τειχισμῷ, Θουκ. 7. 20. 2) καθόλου, ὁμοῦ, ἢ μετά τινος, ἅμα Πατρόκλῳ … ἔστιχον, Ἰλ. Π. 257· ὄπασσεν, Ω. 461, καὶ ἀλλ., οὕτως: Ἑλένην καὶ κτήμαθ’ ἅμ’ αὐτῇ, Γ. 458· ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο, ὁμοῦ μὲ τὸν ἄνεμον, δηλ. μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Α. 98, δὶς ἐπαναλαμβανόμενον: ἅμ’ αὐτῷ ... ἅμ’ ἕποντο, Λ. 371· οἱ ἅμα Θόαντι, Ἡρόδ. 6.138, πρβλ. Θουκ. 7.57 II. παρὰ Βυζαντίνοις τὸ ἅμα συντάσσεται ἐνίοτε γενικῇ. (Ἐκ √ΑΜ ἢ √ΟΜ παράγονται καὶ τὰ ἁμάκις, ὁμός, ὁμοῦ, ὁμοῖος, ὁμαλός· πρβλ. Σανσκρ. sam (= προθ. μετά), saman, samâ (= ὁμοῦ), Ζενδ. hama (ὁ αὐτός, Ἀγγλ. same)· Λατ. simul, similis, simulo, simia (;)· Γοτθ. sama· Παλ. Σκανδ. samr ἢ sama· (Ἀγγλ. same, ὁ αὐτός)· Παλ. Ὑψ. Γερμ. sama (ἐν τῷ συνθέτῳ zi - samane = Γερμ. zusammen)· πρβλ. α ἀθροιστικόν, ἅπαξ).
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
I. adv.
1 ensemble, tout à la fois;
2 en même temps;
II. prép. avec le dat. :
1 en même temps que, avec;
2 en compagnie de, avec;
3 pareillement à, de même que : ἅμα πνοιῇσ’ ἀνέμοιο OD comme le souffle du vent.
Étymologie: p. *σάμα ; cf. lat. simul.
English (Autenrieth)
(1) adv., at once, at the same time; ἅμα πάντες, ἅμ' ἄμφω, Il. 7.255; freq. with τὲ.. καί (Il. 2.281), or with following δέ, ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, ‘no sooner said than done,’ Il. 19.242.—(2) prep. w. dat., at the same time with, along with, ἅμ' ἠελίῳ καταδύντι, ἅμ ἕπεσθαι, ‘attend,’ ‘accompany,’ ἅμα πνοίῃς ἀνέμοιο, ‘swift as the winds,’ Od. 1.98, Il. 16.149.
English (Slater)
ᾰμᾰ
1 at the same time
a adv. ὄλβος ἅμ' ἕσπετο (O. 6.72) [ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου πέρας ἅμα νέονται (Weiseler: παρὰ σᾶμα codd.) (N. 7.20) ] ἅμα δ' ἐκαίοντ ἐρῆμοι (Er. Schmid: ἁμᾶ codd.) (N. 10.72) κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων (I. 2.11)
b prep. c. dat. together with, at the same time as “οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις ἄρξεται καὶ τερτάτοις” (O. 8.45) τοῦ παῖς ἅμ' Ἀτρείδαις Τεύθραντος πεδίον μολὼν ἔστα (O. 9.70) πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον (O. 13.30) ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν δ ἅμ ἵπποις (N. 9.25) εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος (N. 9.46) τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. ἅμα† (codd. contra met. ἀλλὰ coni. Hermann: ἁμᾷ Wil.: εὖντα Maas.) (O. 1.104)