παραμένω

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμένω Medium diacritics: παραμένω Low diacritics: παραμένω Capitals: ΠΑΡΑΜΕΝΩ
Transliteration A: paraménō Transliteration B: paramenō Transliteration C: parameno Beta Code: parame/nw

English (LSJ)

poet. παρμένω Pi.P.8.40, S.Ichn.169 (trim.): —

   A stay beside or near, stand by, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινε Il.11.402, cf. 15.400 ; παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν Ar.Pax 1108 (hex.), cf. Pl.Ap.39e, al. ; of slaves, remain, stay, opp. δραπετεύω, ἀποδιδράσκω, Id.Men. 97d, X.Oec.3.4 ; in Law, of slaves whose manumission was deferred, SIG1208 (Thespiae, ii B. C.), etc. : hence Παρμένων, Trusty, as a slave's name, Men.Sam.302, etc.    II abs., stand one's ground, stand fast, Il.13.151, cf. Hdt.1.82, 6.14, Ar.Pl.440, etc.; more fully, μάχαις τλάμονι ψυχᾷ π. Pi.P.1.48 ; παρμένοντας αἰχμᾷ ib.8.40 ; εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ π. ib.1.89 ; πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων Th.3.10 ; ἀδύνατός εἰμι . . παραμένειν to remain with the army, Id.7.15 ; offortune, remain steady. παραμένει γὰρ οὐδὲ ἕν Men.51.    2 stay at a place, stay behind or at home, Hdt.1.64, Antipho 5.13, And.1.2.    3 survive, remain alive, Hdt.1.30.    4 of things, endure, last, Id.3.57, etc. ; ἀεὶ παραμένουσα [ἡ φύσις] E.El.942 ; π. ἡ πολιτεία Lys.25.28 ; αἱ εὐπραγίαι Isoc.7.13 ; ἡ ὑγίεια X.Cyr.1.6.17, etc.; δίχα τῆς σφοδρότητος π. τὸ μέγεθος Longin.9.13 ; of money, stay by one, last for ever, Alex. 281, Timocl.9.1, Men.128.2 ; of wine, last, keep good, εἰς τριγονίαν π. ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι Str.11.10.1, cf. Ostr.Bodl. i 145 (iii/ii B. C.), Plu. 2.655f.

German (Pape)

[Seite 489] (s. μένω), neben Einem bleiben, bei ihm ausharren, τινί, Il. 11, 402. 15, 400, auch absol., ausdauern, ausharren, 13, 151; in poet. Form, παρμένειν, 15, 400; Ggstz ἀπαλλάσσεσθαι, 1, 82. 8, 101; μάχαις παρέμεινε, Pind. P. 1, 48; αἰχμᾷ, 8, 42; παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν, Ar. Plut. 440; διὰ τὰ κέρδη ἥδιον ἡμῖν παραμενοῦσι, Xen. Cyr. 4, 2, 43; ἀλλά μοι παραμείνατε τοσοῦτον χρόνον, Plat. Apol. 39 e; im Ggstz von ἀποδιδράσκει, Men. 97 d; – bes. übrig bleiben, am Leben bleiben, Her. 1, 30. – Auch von Sachen, ἡ μὲν γὰρ φύσις ἀεὶ παραμένουσ' αἴρει κάρα, Eur. El. 942; αὐτῷ πόνος παραμενεῖ πάμπολυς, Plat. Legg. VI, 769 c; δοκεῖ ἡ ὑγίεια μᾶλλον παραμένειν, Xen. Cyr. 1, 6, 17; Folgde. Uebh. ausdauern, von Bestand sein; vom Wein, sich halten, Strab. 11, 10, 1; vgl. Plut. Symp. 3, 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

παραμένω: ποιητ. παρμένω, ὡς καὶ νῦν, μένω πλησίον, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινε Ἰλ. Λ. 402, πρβλ. Ο. 400· παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν, μεῖνον παρ’ ἡμῖν διὰ βίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1108· παρά τινι Αἰσχίν. 8. 6, συχν. παρὰ Πλάτ.· - ἐπὶ δούλων, διαμένω πιστός, ἀντίθετον τῷ δραπετεύω, ἀποδιδράσκω, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 97D, Ξεν. Οἰκ. 3, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608a· ἐντεῦθεν, Παρμένων, = πιστός, ὄνομα δούλου, Μένανδρος, κλ.· πρβλ. παραμόνιμος 2. ΙΙ. ἀπολ., μένω εἰς τὴν θέσιν μου, διαμένω, Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί, παρμένετ’ Ἰλ. Ν. 151, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 82., 6. 14, Ἀριστοφ. Πλ. 440, κλ.· πληρέστερον, μάχαις τλάμονι ψυχᾷ π. Πινδ. Π. 1. 93 παρμένοντας αὐτόθι 8.58· π. ἐν ὀργᾷ αὐτόθι 1. 173 πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων Θουκ. 3. 10· ἀδύνατός εἰμι ... παραμένειν, δηλ. παρὰ τῇ στρατιᾷ, ὁ αὐτ. 7. 15· ἐπὶ τῆς τύχης, διαμένω σταθερά, παραμένει γὰρ οὐδὲ ἓν Μένανδρος ἐν «Ἀνδρογύνῳ» 4. 2) διαμένω ἔν τινι τόπῳ, μένω ὀπίσω ἢ κατ’ οἶκον, Ἡρόδ. 1. 64, Ἀντιφῶν 130. 44, Ἀνδοκ. 1. 8. 3) ἐπιζῶ, διαμένω ζῶν, Ἡρόδ. 1. 30, πρβλ. 3. 57. 4) ἐπὶ πραγμάτων, διαμένω, διαρκῶ, ἀεὶ παραμένουσα [ἡ φύσις] Εὐρ. Ἠλ. 942· π. ἡ πολιτεία Λυσ. 174. 20 αἱ εὐπραγίαι Ἰσοκρ. 142C· ἡ ὑγίεια Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· - ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, μένω πλησίον τινός, παραμένω, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 37· ἐπὶ χρημάτων, παραμενεῖν αὑτῷ δοκῶν τἀργύριον οὐκ ἐφείδετ’ Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 1, Μένανδρος ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 2· οὕτως ἐπὶ οἴνου ὡς τὸ συμμένω, διαμένω καλός, μένω ἀβλαβής, εἰς τριγονίαν π. ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι Στράβ. 516, πρβλ Πλούτ. 2. 655F.

French (Bailly abrégé)

I. rester auprès de, être fidèle à, dévoué à, τινι;
II. abs.
1 se maintenir, tenir bon ; avec un rég. persister dans ; πρός τι rester appliqué à qch;
2 rester quelque part (chez soi, etc.);
3 avec un suj. de chose être durable;
4 survivre.
Étymologie: παρά, μένω.

English (Autenrieth)

inf. παρμενέμεν, aor. 1 παρέμεινε: remain with, stay by, hold out. (Il.)

English (Slater)

παραμένω
   1 stand fast ἦ κεν ἀμνάσειεν οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν. (P. 1.48) υἱοὺς παρμένοντας αἰχμᾷ (P. 8.40) met., εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων μὴ κάμνε λίαν δαπάναις (P. 1.89)

English (Strong)

from παρά and μένω; to stay near, i.e. remain (literally, tarry; or figuratively, be permanent, persevere): abide, continue.

English (Thayer)

future παραμένω; 1st aorist participle παραμείνας; from Homer down; to remain beside, continue always near (cf. παρά, IV:1): ἀπεληλυθεναι, and continues to do Song of Solomon , not departing till all stains are washed away, cf. with one, πρός τινα, τίνι (as often in Greek authors), to survive, remain alive (Herodotus 1,30), L T Tr WH (where Lightfoot: "παραμένω is relative, while μένω is absolute." Compare: συμ(παραμένω.)

Greek Monolingual

ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α
1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι»)
2. μένω κοντά σε κάποιον
νεοελλ.
1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός»)
2. διαμένω κάπου προσωρινά ή μόνιμα
3. μένω κάπου περισσότερο από το κανονικό
αρχ.
1. (για δούλο) μένω πιστός
2. μένω στη θέση μου («Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ παρμένετ',», Ομ. Ιλ.)
3. (για την τύχη) διατηρούμαι σταθερή
4. μένω σε έναν τόπο, απομένω («τῶν παραμεινόντων Ἀθηναίων καὶ μὴ αὐτίκα φυγόντων», Ηρόδ.)
5. διατηρούμαι στη ζωή, επιζώ
6. (για πράγματα) έχω μεγάλη διάρκειαφύσις... ἀεὶ παραμένουσ' αἴρει κακά», Ευρ.)
7. (για κρασί) διατηρούμαι σε καλή κατάσταση.

Greek Monotonic

παραμένω: ποιητ. παρ-μένω, μέλ. -μενῶ, αόρ. αʹ -έμεινα· στέκομαι δίπλα ή κοντά, παρακολουθώ κάποιον χωρίς να παρεμβαίνω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· παρά τινι, σε Αισχίν.·
I. λέγεται για δούλους, παραμένω πιστός, σε Πλάτ.· απ' όπου, Παρμένων, ο Πιστός, ο Αφοσιωμένος, όνομα δούλου, σε Μένανδρ.
II. 1. απόλ., μένω στη θέση μου, διαμένω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· μένω με το στράτευμα, σε Θουκ.
2. μένω σ' ένα μέρος, παραμένω πίσω ή στο σπίτι, σε Ηρόδ.
3. επιζώ, παραμένω ζωντανός, στον ίδ.
4. λέγεται για πράγματα, υπομένω, διαρκώ, σε Ευρ., Ξεν.