επέχω

From LSJ
Revision as of 20:16, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

(AM ἐπέχω)
επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη
μσν.- νεοελλ.
φρ. «επέχω θέση, τόπο» — έχω ίση αξία, αντικαθιστώ
αρχ.-μσν.
1. κρατώ, βαστώ κάτι
2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.)
3. συγκρατούμαι («ἀλλ' ἐπίσχες» — στάσου)
μσν.
έχω μέσα μου
αρχ.
1. έχω ή κρατώ κάτι κάπου («θρῆνυν τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας» — σκαμνί στο οποίο θα μπορείς να τοποθετήσεις τα πόδια σου, Ομ. Ιλ.)
2. (για έγγραφο) περιέχω, περιλαμβάνω
3. εξαπλώνω («τὴν πλεκτάνην ἐπέχων», Αριστοτ.)
4. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπέσχε τῇ χειρὶ τὸ στόμα», Πλούτ.)
5. δίνω, προσφέρωοἶνον ἐπισχών», Ομ. Ιλ.)
6. προσφέρω χρηματικό ποσό
7. αναθέτω ένα έργο σε κάποιον
8. διευθύνω, κατευθύνω («ἄλλῳ δ' ἐπεῖχε τόξα», Ευρ.)
9. προσβλέπω («ὁ δὲ ἐπεῖχεν αὐτοῑς προσδοκῶν τι παρ' αὐτῶν λαβεῖν», ΚΔ)
10. προσέχω («ἔπεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ», ΚΔ)
11. αποβλέπω σε κάτι («οἱ ταῑς ἀρχαῑς ἐπέχοντες», Αριστοφ.)
12. υπονοώ
13. έχω στον νου μου, σκοπεύω («τῷ δή τι καὶ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι ὁ Λυδός», Ηρόδ.)
14. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («ἀλλήλοις ἐπέχοντες», Ησίοδ.)
15. κατευθύνομαι
16. πλησιάζω
17. φέρομαι εχθρικά σε κάποιον («τί μοι ὧδ' ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;», Ομ. Οδ.)
18. (για στρατό) αντιμετωπίζω τον αντίπαλο παραταγμένος για μάχη
19. αναστέλλω, διακόπτω (ιδίως διαπραγματεύσεις) («ἐπισχεῖν ἐδεῑτό μου τὴν δίαιταν», Δημοσθ.)
20. αναστέλλω πληρωμή
21. εμποδίζω, σταματώ κάποιον (α. «ἐπίσχες τοῦ τόκου», Αριστοφ.
β. «καὶ σε μήτε νὺξ μήθ' ἡμέρα ἐπισχέτω ὥστε ἀνεῑναι», Θουκ.)
22. απρόσ. ἐπέχει
υπάρχει εμπόδιο, κώλυμα
23. μένω σε απόσταση, δεν επιχειρώ («Ἀντίνοος δ' ἔτ' ἐπεῖχε», Ομ. Οδ.)
24. χρονοτριβώ («ἐπίσχες ἕως ἄν σκέψωμαι», Πλάτ.)
25. σταματώ, παύω («τούτου μὲν ἐπέσχεν», Θουκ.)
26. μέσ. ἐπέχομαι
κρατώ επιφυλακτική στάση
27. καταλαμβάνω έκταση, εκτείνομαι («γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.)
28. έχω στην εξουσία μου, καταλαμβάνω («Βοττικὴν καὶ Μακεδονίαν ἅμα ἐπέχων ἔφθειρε», Θουκ.)
29. (για πράγμ.) κατέχω, απασχολώ («τὴν πόλιν ἐπεῖχε κλαυθμός», Πλούτ.)
30. επικρατώ («ἤν μὴ λαμπρὸς ἄνεμος ἐπέχη», Ηρόδ.)
31. εξακολουθώ, συνεχίζω («ὁ δ' ἤδη τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων», Αριστοφ.)
32. επέρχομαι («ἤν ἥ τε νὺξ ἐπίσχη», Πλούτ.)
33. μέσ. συναντώ
34. φρ. α) «ἐπέχω ἐμαυτόν τινι» — φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον
β) «ἐπέχω τὴν γνώμην τινὶ ή τὴν διάνοιαν ἐπί τινι» — έχω τον νου μου.