ἄσχετος

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσχετος Medium diacritics: ἄσχετος Low diacritics: άσχετος Capitals: ΑΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: áschetos Transliteration B: aschetos Transliteration C: aschetos Beta Code: a)/sxetos

English (LSJ)

Ep. also ἀάσχετος, ον, (σχεῖν)
A not to be checked, ungovernable, πένθος ἄσχετον οὐκ ἐπιεικτόν Il.16.549; ἀάσχετον ἵκετο πένθος 24.708; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν resistless in might, Od.3.104; μητρός τοι μένος ἐστὶν ἀάσχετον οὐδ' ἐπιεικτόν Il.5.892; κάκον ἄσχετον Alc.92; ὕβρις Epic. in Arch.Pap.7.6: in later Prose, ἄ. δίψος Luc. Dips.9; ἄσχετος ὁρμή Aret.SA2.12; of a person, ungovernable, unmanageable, γυνή PMag.Par.1.2071, cf. PMag.Lond.121.593. Adv. ἀσχέτως Pl.Cra.415d: neut. ἄσχετον, ἄσχετα, as adverb, A.R.4.1738,1087.
2 not held together, Phlp. in Ph.533.4.
3 unrelated, πρός τι Anon. in Prm. (Rh.Mus.47.605), cf. Jul.Or.5.163b, Dam.Pr.3, al., Procl. in Cra.p.57 P., al.; ἄσχετος σχέσις Ps.-Alex.Aphr.in SE152.24; unqualified, ὕλη Dex.in Cat.51.21. Adv. ἀσχέτως Procl.Inst.122, in Cra.p.70 P.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀάσχετος Il.5.892, 24.708
I 1incontenible, arrollador de comportamientos μένος Il.5.892, γέλως Pythag.C 6.26, ὁρμή Opp.H.1.492, Aret.SA 2.12.1, ὕβρις Dionysius 21re.1
de pers. irreductible, irrefrenable κούρη Nonn.D.4.198, cf. PMag.4.2071, 7.593, frec. c. ac. de rel. μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν Od.3.104, cf. 2.85, 20.19, tb. de animales ταύρου ... μένος ἀσχέτου Hes.Th.832, ὄφις Nonn.D.4.379
neutr. sg. o plu. como adv. inconteniblemente ἱμερθείς A.R.4.1738, cf. 1087, AP 5.272.2 (Paul.Sil.), Nonn.D.44.67.
2 irresistible, insoportable de abstr. πένθος Il.16.549, 24.708, κάκον Alc.364.1, μῦθος A.R.1.1334, φλόξ A.R.3.1048, ἕλκος Bio 1.40, δίψος Luc.Dips.9, πῆμα Q.S.1.370, ἠελίοιο ... αἴγλη Nonn.D.37.535.
3 intransitable κέλευθος D.P.474.
4 incomprensible μεταδόσεις entre el Padre y el Hijo, Dion.Ar.DN M.3.644A.
II 1que no forma unidad ὁ ἀμφορεὺς καὶ ὁ οἶνος Phlp.in Ph.533.4
subst. τὸ ἄσχετον = falta de unidad τῆς ὕλης Procl.in Cra.57.29.
2 no relacionado c. πρὸς y ac. ἀσχέτου αὐτοῦ ὄντος πρὸς τὰ μετ' αὐτόν (ὁ θεός) Porph.in Prm.3.35, cf. Procl.in Cra.61.20, Dexipp.in Cat.51.21
absoluto, independiente (ὀνόματα) ἀπόλυτά τε καὶ ἄσχετα Gr.Nyss.Eun.1.568, del alma en rel. c. el cuerpo, Iul.Or.8.163b
no alcanzado c. gen. πρὸς τὸ κρεῖττον ἐστράφθαι καὶ ἄσχετον εἶναι τοῦ χείρονος Synes.Insomn.10.
III adv. ἀσχέτως
1 inconteniblemente τὸ ἀσχέτως ἀεὶ ῥέον lo que fluye siempre sin obstáculo def. de la ἀρετή por falsa etim., Pl.Cra.415d, θρηνοῦσα ... ἀσχέτως D.P.Au.2.8, αὐτοὺς ἀσχέτως ἔχοντας τοῦ δρόμου App.BC 4.129.
2 sin condicionamientos πᾶν ... τὸ τῷ εἶναι ποιοῦν ἀσχέτως ποιεῖ Procl.Inst.122, cf. in Cra.70, ἀσχέτως προνοεῖν Marin.Procl.18.

German (Pape)

[Seite 382] unaufhaltsam, μένος ἄσχετος, unwiderstehlich an Kraft u. Muth; Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε Od. 2, 85. 303. 17, 406; μένος ἄσχετος Κύκλωψ 20, 19; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν 3, 104; πένθος ἄσχετον Iliad. 16, 549; Opp. C. 2, 60; vgl. ἀάσχετος. – Adv ἀσχέτως, Plat. Crat. 415 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 irrésistible;
2 intolérable.
Étymologie: , ἔχω.

English (Autenrieth)

(σχεῖν) and ἀάσχετος: irresistible; πένθος, ‘overpowering,’ Il. 16.549, Il. 24.708.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει καμία σχέση με άλλον
αρχ.-μσν.
1. ακράτητος, ασυγκράτητος
2. ακαταμάχητος
3. απεριόριστος, υπέρμετρος
4. απόλυτος
νεοελλ.
αδαής, ακατατόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) σχ-, έσχον (αόρ. β' του έχω)].

Greek Monotonic

ἄσχετος: Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον (σχεῖν), ακατάσχετος ή ακατανίκητος, ασυγκράτητος, απροσμάχητος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσχετος: v.l. ἀάσχετος 2
1 неудержимый, неукротимый (μένος Hom.);
2 невыносимый, нестерпимый (πένθος Hom.; δίψος Luc.).

Middle Liddell

σχεῖν
not to beheld in or checked, irrepressible, ungovernable, Hom.

Mantoulidis Etymological

(=ἀσυγκράτητος, ἀκατανίκητος). Ἀπό τό α στερητ. + σχεῖν τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий