εὐμαρής

From LSJ
Revision as of 17:02, 31 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: ῥᾴδιος, εὐπετής, εὔκολος;" to "Ancient Greek: εὐμαρής, εὐπετής, εὔκολος, εὐχερής, ῥᾴδιος, ῥῄδιος;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμαρής Medium diacritics: εὐμαρής Low diacritics: ευμαρής Capitals: ΕΥΜΑΡΗΣ
Transliteration A: eumarḗs Transliteration B: eumarēs Transliteration C: evmaris Beta Code: eu)marh/s

English (LSJ)

εὐμαρές,
A easy, convenient, most commonly of things, εὐμάρεα προλέξαις Alc.Supp.22.7; εὐμαρὲς χείρωμα an easy prey, A.Ag. 1326; δυστυχούντων γ' εὐμαρὴς ἀπαλλαγή Id.Supp.339; ἔνθεσις Pherecr.108.6: Comp., Ph.1.19, Ascl.Tact.7.3; εὔμαρές [ἐστι] c.inf., it is easy, Sapph.Supp.5.5, Thgn.845, Simon.125.5, Pi.P.3.115, N.3.21, E.Alc.492; so ἐν εὐμαρεῖ [ἐστι] Id.IA969, Hel.1227, Fr. 382.10; [Ἡράκλειαν] ἐξ εὐμαροῦς ἔλαβεν Phleg.Mir.3.
b easy to obtain, abundant, cheap, σῖτος IG12 (5).714.15 (Andros, iv B.C., Comp.).
2 rarely of persons, bringing ease, χρόνος γὰρ εὐ. θεός S.El.179 (lyr.); gentle, Aret.SD1.6: Comp. εὐμαρέστερος = more in touch, Hp.Decent.13.
II Adv. εὐμαρῶς, poet. εὐμαρέως, easily, readily, πείθομαι B.5.195, cf. A.Fr.366, Pl.Criti.113e, Lg.706b, Luc.Am.53, Sor.1.33, etc.; τλήσεται εὐ. AP5.245 (Paul. Sil.): Comp. εὐμαρέστερον Trag.Adesp.383, Hdn.8.7.6: Sup. εὐμαρέστατα Ph.2.419; εὐμαρέως τοι χρῆμα θεοὶ δόσαν οὔτε τι δειλὸν οὔτ' ἀγαθόν Thgn.463. (From μάρη = χείρ (cf. εὐχερής) Sch.Il.15.137.) [ᾰ, for καταφαγῆμεν εὐμᾰρέα should be read in Epich.42.]

German (Pape)

[Seite 1079] ές (nach den Alten von μάρη, = χείρ, also = εὐχερής, Schol. Il. 15, 37), leicht, bequem, mühelos; εὐμαρές ἐστι, es ist leicht, Pind. P. 3, 115, N. 3, 20; so oft bei Folgdn, bes. Dichtern, Eur. Alc. 492, Alph. 1 (XII, 18), Simonds. 71 (XIII, 11), ἐν εὐμαρεῖ τὸ δρᾶν Eur. I. A. 969; δυστυχούντων εὐμαρὴς ἀπαλλαγή Aesch. Suppl. 334, vgl. Ag,. 1299, χρόνος εὐμαρὴς θεός Soph. Kl. 1 79, eine Gottheit, die Alles leicht ausführt, wie auch Hippocr., Themist. von Menschen, häufiger von Sachen, die leicht zu beschaffen sind. βίος D. Hal., ὅσα εὐτελέστατα καὶ τοῖς πενεστάτοις τῶν στρατιωτῶν εὐμαρῆ Hdn. 4, 7, 10, öfter bei Sp. – Das adv. auch früher in Prosa, τὴν νῆσον εὐμαρῶς διεκόσμησεν Plat. Critia. 113 e, vgl. Legg. IV, 706 b; oft bei Luc. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 facile, aisé, commode ; εὐμαρές (ἐστι) il est facile de ; ἐν εὐμαρεῖ EUR facilement;
2 facile, complaisant ; qui rend tout facile.
Étymologie: εὖ, μάρη.

Russian (Dvoretsky)

εὐμᾰρής: [арх. μάρη = χείρ
1 легкий, легко достающийся (χείρωμα, ἀπαλλαγή Aesch.): εὐμαρές (sc. ἐστι) Pind., Eur., Arst. или ἐν εὐμαρεῖ (sc. ἐστι) Eur. легко, нетрудно;
2 которому все легко достается, т. е. всемогущий (χρόνος θεὸς εὐ. Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμᾰρής: -ές, εὔκολος, εὐχερής, πρόχειρος, ἄνευ κόπου, ὡς τὸ εὔκολος, πλὴν τοῦ ὅτι συνήθως εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον εν Θεόγνιδι 843 (ὅστις ἔχει καὶ τὸ Ἐπίρρ. -έως, 463)· εὐμ. χείρωμα, εὔκολος λεία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326· δυστυχούντων γ’ εὐμαρὴς ἀπαλλαγὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 338. ― εὐμαρές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι εὔκολον… Σιμωνίδ. 154, Πινδ. Π. 3. ἐν τέλ., Ν. 3. 37, Εὐρ. Ἄλκ. 492· οὕτως, ἐν εὐμαρεῖ ἐστι ὁ αὐτ. Ι. Α. 969, πρβλ. Ἐλ. 1227, Ἀποσπ. 385. 10. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπ., εὔκολος, ἤπιος, πρᾶος, Ἱππ. 24. 52, Σοφ. Ἠλ. 179, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, ποιητ. -ρέως, ἠπίως. Θέογν. ἔνθ' ἀνωτ., Πλάτ. Κριτίας 113E. 3) εὐκόλως, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, Βακχυλ. 5. 195 (ἔκδ. Blass), Πλάτ. Νόμ. 706B, Ἡρώνδ. Ἀποσπ. 5, Λουκ. Ἔρωτες 53. (Κατὰ τὰ Ἑνετικὰ Σχόλ. ἐν Ἰλ. Ο. 37, ἐκ τοῦ ἀχρήστου μάρη = χείρ, πρβλ. εὐχερής). ᾰ, πλὴν ἐν Ἐπιχ. 23 Abr..

English (Slater)

εὐμᾰρής easy c. inf. παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (P. 3.115) οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές (N. 3.21) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας (N. 11.33)

Greek Monolingual

εὐμαρής, -ές (Α)
1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.
β. «εὐμαρὲς χείρωμα» — εύκολη λεία, Αισχύλ.)
2. φρ. α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῖ ἐστι» — είναι εύκολο
β) «ἐξ εὐμαροῦς» — με εύκολο τρόπο
3. άφθονος, φθηνός («εὐμαρὴς σῖτος», επιγρ.)
4. (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει ανακούφισηχρόνος γὰρ ευμαρὴς θεός», Σοφ.)
5. ευγενής
6. αυτός που παρέχει άνεση.
επίρρ...
εὐμαρῶς (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)
1. με ευχέρεια, εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», Λουκιαν.)
2. ηπίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάρη «χέρι».
ΠΑΡ. ευμάρεια
αρχ.
ευμαρέω, ευμαρότης].

Greek Monotonic

εὐμᾰρής: -ές (μάρη, άχρηστος τύπος αντί χείρ
I. εύκολος, πρόσφορος, πρόχειρος, βολικός, άνετος, σε Θέογν.· εὐμ. χείρωμα, εύκολη λεία, σε Αισχύλ.· εὐμαρές (ἐστι), με απαρ., είναι εύκολο να, σε Πίνδ., Ευρ.· ομοίως και, ἐν εὐμαρεῖ (ἐστι), στον ίδ.
II. 1. επίρρ. -ρῶς, Επικ. -ρέως, ήπια, σε Θέογν.
2. εύκολα, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: light, without pain (Alc., Pi.).
Derivatives: εὐμάρεια (-(ε)ίη, -ία) easiness (Ion.-Att.), εὐμαρότης id. (Callistr. Soph.), εὐμαρέω have easy access (B. 1, 175).
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: Bahuvrihi of εὖ and μάρη hand (s. v.) making an σ-stem (Schwyzer 513) but not esp. after εὐχερής (Bq), which does not belong to χείρ, s. δυσχερής; s. μάρη. - Blanc, REG 105 (1992) 548-556 rejects this, and assumes as meaning accordé en abondance from *smer- in μείρομαι accorder comme part; unclear. His comparison with the reduced grade of -τραφης does not work; beside μείρομαι and μέρος one would rather expect -μερης.

Middle Liddell

εὐ-μᾰρής, ές μάρη obsol. word for χείρ
I. easy, convenient, without trouble, Theogn.; εὐμ. χείρωμα an easy prey, Aesch.:— εὐμαρές [ἐστι], c. inf., 'tis easy, Pind., Eur.; so, ἐν εὐμαρεῖ [ἐστι] Eur.
II. adv. -ρῶς, epic -ρέως, mildly, Theogn.
2. easily, Plat.

Frisk Etymology German

εὐμαρής: {eumarḗs}
Meaning: leicht, mühelos (poet. seit Alk., Pi.; auch späte Prosa).
Derivative: Davon εὐμάρεια (-(ε)ίη, -ία) Leichtigkeit, Bequemlichkeit (ion. att.), εὐμαρότης ib. (Kallistr. Soph.), εὐμαρέω ‘leichten Zugang zu etwas haben’ (B. 1, 175).
Etymology: Bahuvrihi von εὖ und μάρη Hand (s. d.) mit Anschluß an die σ-Stämme (Schwyzer 513), aber nicht besonders nach εὐχερής (Bq), das nicht zu χείρ gehört, s. δυσχερής.
Page 1,588

Translations

easy

Afrikaans: maklik; Albanian: i lehtë; Amharic: ቀላል; Arabic: سَهْل‎; Egyptian Arabic: سهل‎; Aragonese: fázil; Armenian: հեշտ; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: সহজ; Asturian: fácil; Azerbaijani: asan, rahat, qolay; Bashkir: еңел; Basque: erraz; Belarusian: лёгкі; Bengali: সহজ, সহল; Breton: aes; Brunei Malay: sanang; Bulgarian: лесен; Burmese: လွယ်; Catalan: fàcil; Cebuano: sayon; Chechen: аьтта; Chinese Cantonese: 容易, 易; Mandarin: 容易, 簡單, 简单; Chukchi: мыркуԓьын; Chuvash: ҫӑмӑл; Czech: snadný, jednoduchý, lehký; Danish: let, nem; Dutch: makkelijk, gemakkelijk; East Central German: aafach; Esperanto: facila; Estonian: kerge, lihtne; Finnish: helppo; French: facile, simple, fastoche, aisé; Galician: doado, fácil, azoso; Georgian: ადვილი, მარტივი, იოლი; German: leicht, einfach; Gothic: *𐌰𐌶𐌴𐍄𐍃; Greek: εύκολος; Ancient Greek: εὐμαρής, εὐπετής, εὔκολος, εὐχερής, ῥᾴδιος, ῥῄδιος; Gujarati: સરળ; Haitian Creole: fasil; Hebrew: קַל‎, פָּשׁוּט‎; Hindi: सरल, आसान, सुलभ; Hungarian: könnyű; Icelandic: einfaldur, léttur, auðvelt; Ido: facila; Indonesian: mudah, gampang; Interlingua: facile; Irish: furasta, éasca, áiseach; Italian: facile; Japanese: 簡単な, 易しい, 容易な, 容易い, 易い; Kazakh: оңай, жеңіл; Khmer: មានភាពងាយស្រួល, ងាយ, ស្រួល; Korean: 쉬운, 쉽다, 용이하다, 간단하다; Kurdish Northern Kurdish: hêsan; Kyrgyz: жеңил, оңой; Lao: ງ່າຍ; Latin: facilis; Latvian: viegls; Lithuanian: lengvas; Macedonian: лесен; Malay: mudah; Maltese: faċli; Maori: māmā, ngāwari, waingōhia, mārū; Marathi: सुलभ; Mingrelian: ანდვილი; Mongolian: хөнгөн, хялбар; Norwegian: lett, enkel; Occitan: aisit, facil; Old English: īeþe; Oromo: salpha; Ottoman Turkish: قولای‎‎; Persian: آسان‎, راحت‎; Polish: łatwy, lekki, prosty; Portuguese: fácil; Punjabi: ਅਸਾਨ; Quechua: jasa; Romanian: ușor; Russian: лёгкий, простой; Sanskrit: सुलभ, सरल, लघु; Scottish Gaelic: soirbh, furasda; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Sinhalese: ලේසි; Slovak: jednoduchý, ľahký; Slovene: lahek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Upper Sorbian: lochki; Southern Altai: јеҥил; Spanish: fácil; Sranan Tongo: makriki, kumakriki; Swahili: rahisi; Swedish: lätt; Sylheti: ꠀꠍꠣꠘ; Tagalog: madaling, madali; Tajik: осон; Tatar: җиңел; Telugu: సులభము, సుళువు, సులువు; Thai: ง่าย; Turkish: kolay, rahat; Turkmen: aňsat; Ukrainian: легкий; Urdu: آسان‎, سرل‎; Uyghur: ئاسان‎, ئوڭاي‎; Uzbek: oson, qulay, yengil; Vietnamese: dễ dàng, dễ; Walloon: åjhey, åjheye; Welsh: rhwydd, hawdd; West Frisian: maklik; Wolof: yomb; Yiddish: גרינג‎; Zazaki: rehat