συνήθης
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
σύνηθες, gen. συνήθεος, contr. συνήθους, gen. pl. συνηθέων, contr. συνηθῶν (or συνήθων, Hdn.Gr.1.428):—
A dwelling together or living together, accustomed or used to each other, συνήθεες ἀλλήλῃσιν Hes.Th.230; like each other in habits, Th.1.71; συνήθεις καὶ γνώριμοι acquaintances, Pl.R. 375e, cf. Arist.EN1126b25; φίλοι καὶ συνήθεις Philem.213.13; σ. τινί well-acquainted or intimate with one, Pl.Cri.43a, La.188a, Men.Pk. 258: less freq. as substantive, friend, intimate, Phld.Rh.1.332 S., etc.: c. gen., D.S.19.47, Plu.Num.1.
II habituated, accustomed, τῷ σκότῳ Pl.R. 517d; σώματα πᾶσι ποτοῖς καὶ πόνοις σ. γιγνόμενα Id.Lg. 797e; of animals, χειρὶ συνήθης = χειροήθης (accustomed to the hand, manageable, tame), AP9.287 (Apollonid.): abs., τὰ σύντροφα καὶ σ. those reared and bred with him, Arist.HA629b11; οἱ συνήθεις τόποι their wonted haunts, ib.596b29: c. inf., σ. ᾄδειν γενόμενοι Pl.Lg.666d.
2 of things, habitual, customary, usual, ἔθος, πότμος, S.Ph.894, Tr.88; σύνηθες ὄμμα = a customary vision, Id.El.903, cf. Hp.Aph. 2.49; δίαιτα Th.1.6; σημεῖα τῷ γένει συνηθέστερα And.2.26; τὸ ξύνηθες ἥσυχον your habitual quietness, Th.6.34; τὸ ξύνηθες φοβερόν ib.55; σύνηθες αἰεὶ ταῦτα βαστάζειν ἐμοί E.Alc.40, cf. Arist.Pol.1295b17; διὰ τὸ μὴ σ. νομοθέτῃ Pl.Lg.739a: τὸ σύνηθες the customary, X.Mem.3.14.6; custom, Arist.Rh.1369b16, al.; τὸ τῆς ἑορτῆς σύνηθες Pl.Ti.21b; of language, in common use, A.D.Pron.45.1, al.; τὸ σύνηθες = usage, Id.Adv.178.28.
III Adv. συνήθως, συνήθως ἔχειν τινί to be acquainted, be friendly with, D.37.26.
2 habitually, as is usual, συνήθως παρακολουθεῖν Aeschin.2.132; συνήθως ἐξαπατᾶσθαι Plu.Galb.15.
3 according to common usage, opp. τοπικῶς, Sch.Th.Oxy.853 xiii 4; ἡ συνήθως νοουμένη οἰκονομία as commonly conceived, Phld.Oec.p.29 J.
French (Bailly abrégé)
ης, σύνηθες;
1 qui a ses habitudes avec, qui vit avec ou ensemble ; lié avec, qui a des relations d'amitié : τινι, τινος avec qqn ; abs. ami intime, familier;
2 accoutumé à, habitué à, familier de, τινι;
3 habituel, familier, ordinaire : τὸ ξύνηθες ἥσυχον THC apathie ordinaire ; συνήθης πότμος SOPH la destinée qui l'accompagne, sa destinée ; σύνηθές (ἐστι) ἐμοί avec un inf. EUR j'ai l'habitude de ; τὸ σύνηθες la coutume ; τὰ συνήθη PLUT les usages, particul. les devoirs habituels, les derniers devoirs.
Étymologie: σύν, ἦθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνήθης -ες, gen. -ους, zonder contr. -εος, Att. ook ξυνήθης [σύν, ἦθος] van levende wezens gewend (aan), vertrouwd (met); met dat.; met inf. gewend om. συνήθεις ἄδειν γενόμενοι omdat we eraan gewend zijn om (die liederen) te zingen Plat. Lg. 666d. die op vertrouwelijke voet staat, vertrouwd; met dat. met iem.; subst.. ὁ συνήθης intieme vriend, vertrouweling. van zaken gebruikelijk, gewoon, gewoonlijk:; ξυνήθη τὴν δίαιταν μεθ’ ὅπλων ἐποιήσαντο ze maakten zich het leven onder de wapens tot een gewoonte Thuc. 1.6.1; onpers. σύνηθες (ἐστι) met dat. en inf. het is iems. gewoonte om; subst. τὸ σύνηθες = wat gewoon is, waar men aan gewend is, gewoonte.
German (Pape)
ες, gen. εος, zusammengezogen ους, gen. plur. συνηθέων, zusammengezogen συνήθων, zusammenwohnend, zusammenlebend, daher an einander gewöhnt, συνήθεες ἀλλήλοισιν, Hes. Th. 230; gewohnt, τί τοι σύνηθες ὀρθώσει μ' ἔθος, Soph. Phil. 882; ὁ ξυνήθης πότμος πατρός, Trach. 88; σύνηθες αἰεὶ ταῦτα βαστάζειν ἐμοί, Eur. Alc. 41; πρὶν ἱκανῶς συνήθης γενέσθαι τῷ παρόντι σκότῳ, bevor man sich gewöhnt hat, Plat. Rep. VII.518d; ᾐα ἐπὶ τὰς συνήθεις διατριβάς, Charm. 153a, und öfter, wie Folgde; πότους συνήθεις παραιτεῖσθαι, Plut. Them. 3; τὸ ξύνηθες, = συνήθεια, Thuc. 6.55 und öfter; c. inf., Pol. 1.74.9; der Vertraute, Bekannte, πρὸς τοὺς συνήθεις τε καὶ γνωρίμους, Plat. Rep. II.375e; Lach. 188a und sonst; Xen. Cyr. 2.3.7; Pol. und Sp., wie Luc. und Plut.
Russian (Dvoretsky)
συνήθης:
1 привыкший, освоившийся (τινί Plat.): χειρὶ σ. Anth. прирученный, ручной;
2 привычный, обычный (ἔθος Soph.; δίαιτα Thuc.);
3 свойственный, присущий (πότμος Soph.). - см. тж. σύνηθες.
ους ὁ близкий знакомец или друг Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
συνήθης: -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους, γεν. πληθ. συνηθέων, συνῃρ. συνήθων (Ἀρκάδ. 136, 24)˙ ― ὁ συνδιατρίβων, συνδιαιτώμενος, οἰκεῖος, σχετικός, φίλος, συνήθεες ἀλλήλοισιν Ἡσιόδ. Θεογ. 230˙ ὅμοιος πρὸς ἄλλον κατὰ τὰ ἤθη ἢ τοὺς τρόπους, Θουκ. 1. 71˙ συνήθεις καὶ γνώριμοι, οἰκεῖοι καὶ σ., γνώριμοι, φίλοι, Πλάτ. Πολ. 375Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 6, 5, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1. 13˙ ― σ. τινί, λίαν γνώριμος πρός τινα, Πλάτων Κρίτων 43Α, Λάχ. 188Α˙ σπανιώτερον μετὰ γενικ. ὡς οὐσιαστ., ὁ σ. τινός, ὁ στενωτάτην ἔχων σχέσιν ἢ φιλίαν πρός τινα, Διόδ. 19. 47, Πλούτ. ΙΙ. ὁ συνηθισμένος, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Πλάτ. Πολ. 517D, κτλ.˙ σώματα πᾶσι πότοις καὶ πόνοις ξ. γιγνόμενα αὐτόθι 797Ε˙ ἐπὶ ζῴων, χειρὶ σ. = χειροήθης, Ἀνθ. Παλ. 9. 287˙ καὶ ἀπολ., τὰ σύντροφα καὶ συνήθη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2˙ οἱ σ. τόποι, τὰ μέρη ἔνθα συνήθως συχνάζουσιν, αὐτόθι 8. 12, 3˙ ― μετ’ ἀπαρεμφ., σ. ᾄδειν γενόμενος Πλάτ. Νόμ. 666D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ καθ’ ἕξιν γινόμενος, συχνός, ἔθος, πότμος Σοφ. Φιλ. 894, Τρ. 88˙ ψυχῇ σύνηθες ὄμμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 903, πρβλ. Ἱππ. Ἀφορ. 1246˙ δίαιτα Θουκ. 6. 17˙ σημεῖα τῷ γένει ξυνηθέστερα Ἀνδοκ. 23. 2˙ τὸ ξύνηθες ἥσυχον, ἡ κατὰ συνήθειαν ἡσυχία σας, Θουκ. 6. 34˙ τὸ ξύνηθες φοβερὸν αὐτόθι 55˙ σύνηθές [ἐστι] ταῦτα βαστάζειν ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 40, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6˙ διὰ τὸ μὴ ξ. νομοθέτῃ Πλάτ. Νόμ. 739 Α˙ ― τὸ σύνηθες, ἔθος, ἔθιμον, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 10, 18, κ. ἀλλ.˙ τὸ τῆς ἑορτῆς ξ. Πλάτ. Τίμ. 21Β. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. συνήθως, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὸ σύνηθες, συν. παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 45. 28, Πλούτ., κλπ.
Greek Monolingual
σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α
(για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται κατά συνήθεια, συνηθισμένος
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται κατά κανόνα («η συνήθης θερμοκρασία αυτής της εποχής»)
2. φρ. α) «κατά το σύνηθες» — όπως συνήθως συμβαίνει
β) «τα συνήθεα συνήθη» — τα ίδια και τα ίδια, τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα
αρχ.
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει ή συναναστρέφεται με κάποιον, ιδίως ο οικείος, ο φίλος («φίλοι καὶ συνήθεις», Φιλήμ.)
2. ο όμοιος ως προς τους τρόπους ή τα ήθη
3. εξοικειωμένος με κάτι («πρὶν ἱκανῶς συνήθης γενέσθαι τῷ παρόντι σκότῳ», Πλάτ.)
4. (για ζώα) εξημερωμένος
5. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν τα ζώα
6. (για λόγο) αυτός που χρησιμοποιείται από όλους ή από τους περισσότερους, ο κοινός
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνηθες
α) η συνήθεια
β) το έθιμο
γ) ο συνηθισμένος τρόπος ζωής
δ) η κοινή χρήση της γλώσσας.
επίρρ...
συνήθως ΝΜΑ
με τρόπο που συνηθίζεται, κατά το σύνηθες
μσν.-αρχ.
κατά τη συνήθη χρήση
αρχ.
με οικειότητα, φιλικά («συνήθως ἔχων ἐμοὶ καὶ γνώριμος ὤν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηθης (< ἦθος), πρβλ. κακοήθης].
Greek Monotonic
συνήθης: -ες, γεν. -εος, συνηρ. -ους (ἦθος)·
I. αυτός που διαμένει ή ζει μαζί με κάποιον, οικείος, φίλος, σύντροφος, σε Ησίοδ.· αυτός που μοιάζει με κάποιον ως προς τις συνήθειες ή τους τρόπους του, σε Πλάτ.· συνήθης τινί, αυτός που έχει μεγάλη οικειότητα με κάποιον, σε Πλάτ.
II. 1. αυτός που έχει συνηθίσει σε κάτι, που έχει εξοικειωθεί με κάτι, συνηθισμένος, εξοικειωμένος, τινί, με ένα πράγμα, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, συνηθισμένος, εθιμικός, κοινός, αυτός που ανήκει στον μέσο όρο, σε Σοφ., Θουκ.· τὸ σύνηθες, συνήθεια, έθιμο, σε Ξεν.
III. επίρρ. συνήθως, σύμφωνα με τη συνήθεια, εθιμικά, όπως συνηθίζεται, σε Αισχίν.
Middle Liddell
συν-ήθης, ες ἦθος
I. dwelling or living together, accustomed or used to each other, Hes.: like each other in habits, Thuc., Plat.:— ς. τινί intimate with one, Plat.
II. habituated, accustomed, τινί to a thing, Plat.
2. of things, habitual, customary, usual, ordinary, Soph., Thuc.; τὸ ξύνηθες ἥσυχον your habitual quietness, Thuc.; τὸ σύνηθες custom, Xen.
III. adv. συνήθως, habitually, as is usual, Aeschin.
English (Woodhouse)
acquaintance, common, customary, friend, habitual, intimate, ordinary, regular, accustomed to, familiarised with, generally received, habituated to, inured to