γαλήνη
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ἡ,
A stillness of the sea, calm (γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ νηνεμία δ' ἐν ἀέρι Arist.Top.108b25, but cf. Od.5.452, 12.168), Hom. only in Od., λευκ ὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη 10.94; οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην will sail the calm sea, 7.319; stillness of deep waters, Coluth.360; νηνεμίας τε καὶ γ. Pl.Tht.153c; ἐν ταῖς γ. καὶ εὐδίαις Arist.HA533b30: metaph. of the mind, calmness, serenity, φρόνημα νηνέμου γαλάνας A.Ag.740 (lyr.); ἐν γαλήνῃ = in calm, in quiet, S.El.899; γ. ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Lg.791a.
II lead sulphide, galena, Plin.HN33.95, 34.159.
III name of an antidote, Androm. ap. Gal.14.32. (Aeol. γελήνη (sic) acc. to Jo.Gramm.Comp. 3.1; perhaps akin to γελάω.)
Spanish (DGE)
(γᾰλήνη) -ης, ἡ
• Alolema(s): dór. γαλάνα A.A.740; beoc. γαλάνη Corinn.39.1.2; eol. γελάννα Alc.286a.5; γελήνη Phlp.Comp.3.1
I 1calma de la mar λευκὴ δ' ἦν ἀμφὶ γ. Od.10.94, cf. S.Fr.730e.18, οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην remarán con bonanza, Od.7.319, ὅσοι δὲ γαλήνῃ κινδυνεύσειαν, ἡλίσκοντο Th.4.26, ὁπόταν γαλήνη ᾖ ἐμβιβῶ X.An.5.7.8, γ. μεγάλη Eu.Matt.8.26, cf. Artem.2.23, Aesop.80, D.P.Au.2.8, X.Eph.1.12.3, Longus 3.21.1, Hierocl.Facet.120
•tranquilidad de las profundidades marinas, Colluth.360, op. νηνεμία Pl.Tht.153c, hex. en Pl.Smp.197c, Arist.Top.108b25
•ref. a otros fenómenos naturales y atmosféricos calma (ὁ κόσμος) τῶν σεισμῶν γαλήνης ἐπιλαβόμενος Pl.Plt.273a, cf. Lg.919a, Ti.44b, εὐκήλῳ δὲ κατείχετο πάντα γαλήνῃ A.R.4.1249, πᾶσα [δὲ γαῖα γ] έλασσε, πάλ[ιν] μείδησε γ. Pamprepius 3.79.
2 fig. calma, serenidad de la mente φρόνημα νηνέμου γαλάνας A.l.c., ἐν γαλήνῃ S.El.899, γ. ἐν τῷ σώματι Hp.Flat.14, ἐν εὐδίᾳ σαρκὸς καὶ γαλήνῃ Plu.2.126c, γ. ... ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Lg.791a, βιότου Anacreont.50.16, τῆς τύχης Ach.Tat.4.1.3, de la situación política PMasp.89re.b.2 (VI d.C.).
3 paz de Justiniano AP 4.3.98 (Agath.).
II mineral.
1 galena Plin.HN 33.94, CIL 15.7916, 7917, 7918 (todas Roma).
2 ganga Hsch.
III medic., un antídoto Androm.3.
• Etimología: De *γαλασνᾱ tema en -s que aparece c. otro vocalismo en γέλως, γελαστός de *gelHu̯3-/ *gl̥Hu̯3- ‘brillar’.
German (Pape)
[Seite 471] ἡ (eigentl. »die Glänzende«, »die heiter Strahlende«, γαλερός, ἀγλαός = ἀγαλόσ, γάλα u. s. w.; man beachte λευκὴ γαλήνη Odyss. 10, 94); 1) Wind-, Meeresstille, von Hom. an überall; Odyss. 5, 391. 12, 168 ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη; 10, 94 οὐ μὲν γάρ ποτ' ἀέξετο κῦμά γ' ἐν αὐτῷ, οὔτε μέγ' οὔτ' ὀλίγον, λευκὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη; 5, 452 vom Flußgotte in Scheria ὁ δ' αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα, πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς; 7, 319 οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην, werden bei Windstille, auf ruhigem Meere fahren; neben νηνεμία Plat. Theaet. 153 c; übertr., Ruhe, Heiterkeit, Soph. El. 887; γαλήνην ἡσυχίαν τε ἐν τῇ ψυχῇ ἀπεργάσασθαι Plat. Legg. VII, 791 a; βίου Luc. Al. 61; öfter bei Sp., z. B. Plut. Num. 20. – 2) Bleierz, ἱBleiglanz, Plin. H. N. 33, 6. – 3) ein Gegengift, Galen.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
calme de la mer ; γαλήνην ἑλαύνειν OD sillonner une mer calme ; fig. calme, sérénité.
Étymologie: DELG cf. γελάω, γλήνη, d'un th. exprimant l'éclat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαλήνη -ης, ἡ, Dor. γαλᾱ́νᾱ windstilte op zee, kalme zee:; ἔσχε... κῦμα, πρόσθε δέ οἱ ἐποίησε γαλήνην (de riviergod) hield de golven tegen, en maakte het water vóór hem kalm Od. 5.452; ἐλόωσι γαλήνην zij doorklieven de kalme zee Od. 7.319; overdr.: φρόνημα... νηνέμου γαλάνας een geeste van kalmte op een windstille zee Aeschl. Ag. 740 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
γᾰλήνη: дор. γᾰλάνᾱ (λᾱ) ἡ
1 безветрие, штиль (λευκὴ γ. Hom.; νηνεμία τε καὶ γ. Plat.; γαλῆναι καὶ εὐδίαι Arst.);
2 спокойное море, морская гладь (γ. ὁμαλότης θαλάττης, sc. ἐστίν Arst.): ἐλάαν γαλήνην Hom. плыть по спокойному морю;
3 спокойствие, безмятежность, ясность (φρόνημα νηνέμου γαλάνας Aesch.; ἐν γαλήνῃ ποιεῖν τι Soph.; γ. ἡσυχία τε Plat.; σοφία καὶ γ. Plut.);
4 гален, сернистый свинец Plin.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: stillness of the seaStille (Od.); also lead sulphite (Plin.; s. Chantr. RPh. 1965, 203-5).
Other forms: Dor. γαλάνα
Derivatives: γαλήνεια (γαλάνεια) = γαλήνη (Eur.), after σαφήνεια?; not from γαληνής (only Arist. Phgn. 811b 38); γαληναίη (A. R.; cf. ἀναγκαίη beside ἀνάγκη), γαληναῖος (AP). - γαληνός still (E.). After the numerous ρο-adjectives (not old r/n-stem) γαληρός H.; after the adj. in -ερος, γαλερός H.
Origin: IE [Indo-European] [366] *glh₂-es- aughter
Etymology: γαλήνη, γαλάνα, like σελήνη, from *γαλασ-να from an σ-stem, seen also in γέλως, γελασ-τός etc. and in Aeol. γελήνη (Jo. Gramm. Comp. 3, 1) for *γελάννα like σελάννα?). Orig. Heiterkeit, cf. γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. For the ablaut, *glh₂-es-, cf Arm. caɫr laughter; s. γελάω. Cf. γλήνη, γλῆνος.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]: perhaps akin to γελάω.]
stillness of the sea, calm, Od.; λευκὴ γ. Od.; ἐλόωσι γαλήνην will sail the calm sea, i. e. over it, Od.:—metaph., φρόνημα νηνέμου γαλάνας spirit of serenest calm, Aesch.; ἐν γαλήνηι in calm, Soph.
English (Autenrieth)
ης: calm surface of the sea; ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο, ἡ δὲ γαλήνη | ἔπλετο νηνεμίη, κοίμησε δὲ κύματα δαίμων, Od. 12.168.
English (Abbott-Smith)
γαλήνη, -ης, ἡ,
a calm: Mt 8:26, Mk 4:39, Lk 8:24.†
English (Strong)
of uncertain derivation; tranquility: calm.
English (Thayer)
γαληνης, ἡ (adjective ὁ, ἡ, γαληνός calm, cheerful), calmness, stillness of the sea, a calm: Homer down.)
Greek Monolingual
η (AM γαλήνη)
1. η ησυχία της τελείως ακύμαντης θάλασσας, νηνεμία
2. ησυχία, αταραξία, πραότητα (α. «ψυχική γαλήνη»
β) «γαλήνη ἐν τῇ ψυχῇ», Πλάτ.)
αρχ.
1. ασημόχωμα, είδος μολυβδούχας γης
2. φάρμακο που χορηγείται ως αντίδοτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το σιγμόληκτο θ. που απαντά στα γέλως, γελαστός εμφανίζεται και στη λ. γαλήνη < γαλάσνᾱ με συνεσταλμένη βαθμίδα (πρβλ. αρμ. cα r «γελώ»). Ανάλογο σχηματισμό βρίσκουμε στα σελήνη - σέλας.
Greek Monotonic
γᾰλήνη: ἡ, ηρεμία της θάλασσας, ησυχία, γαλήνη, σε Ομήρ. Οδ.· λευκὴ γαλήνη, στο ίδ.· ἐλόωσι γαλήνην, θα πλεύσουν στην ήρεμη θάλασσα, δηλ. πάνω σ' αυτή, στο ίδ.· μεταφ., φρόνημα νηνέμου γαλάνας, πνεύμα μεγάλης αταραξίας, σε Αισχύλ.· ἐνγαλήνῃ, σε ηρεμία, σε αταραξία, σε Σοφ. (αμφίβ. προέλ.· πιθ. συγγενές προς το γελάω).
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλήνη: ἡ, ἡσυχία τῆς θαλάσσης (ταὐτὸν γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ νηνεμία δ᾽ ἐν ἀέρι Ἀριστ. Τοπ. 1. 17, 1), Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. ·λευκὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶ γαλήνη 10. 94, πρβλ. 12. 168 (ἐν Ε. 452 σημαίνει μόνον τὴν νηνεμίαν ἢ ἔλλειψιν ἀνέμου, ὡς δεικνύουσι τὰ ἑπόμενα) οἱ δ᾽ ἐλόωσι γαλήνην, θὰ πλεύσωσι διὰ τῆς γαληνιαίας θαλάσσης. Ὀδ. Η. 319· νηνεμίας τε καὶ γ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἐν. γ. καὶ εὐδίαις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 15·―μεταφ. ἐπὶ ψυχῆς, ἡσυχία, ἀταραξία, πρᾳότης, φρόνημα νηνέμου γαλάνας, μεγάλης ἀταραξίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· ἐν γαλήνῃ, ἐν ἀταραξίᾳ, ἡσύχως, Σοφ. Ἠλ. 899. ΙΙ. εἶδος ἀρχυρόχρου μολυβδούχου γῆς, «ἀσημόχωμα», Πλίν. 33. 6. ΙΙΙ. ἀντίδοτον κατὰ δηλητηρίου, Γαλην. (ὁ Κούρτ. προτείνει σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ γάλα· ἴσως μᾶλλον πρὸς τὸ γελάω).
Frisk Etymology German
γαλήνη: {galḗnē}
Forms: dor. γαλάνα
Grammar: f.
Meaning: Stille, bes. Meeresstille (seit Od.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: γαλήνεια (γαλάνεια) = γαλήνη (Eur. in lyr.), vielleicht nach dem sinnverwandten σαφήνεια; nicht von γαληνής (nur Arist. Phgn. 811b 38, nach den Adj. auf -(ην)ής); γαληναίη (A. R. 1, 1156; vgl. ἀναγκαίη neben ἀνάγκη); daneben das Adj. γαληναῖος (AP, Epigr.); Demin. γαληνίδιον (Gloss.). — γαληνός still, ruhig (E., Pl., Arist. usw.; eher nach den Adj. auf -ηνός zu γαλήνη neugebildet als mit Schwyzer 514 eine davon unabhängige νο-Ableitung von einem σ-Stamm) mit γαληνότης (S. E.); γαλήνιος (Luk.), γαληνώδης (Schol.). Durch Vermischung mit den zahlreichen ρο-Adjektiva (nicht alter r-n-Wechsel) entstand γαληρός H.; daneben, nach den Adj. auf -ερος, γαλερός H., vgl. γελανής und γελαρής s. γελάω. — Denominative Verba: γαληνίζω Meeresstille hervorrufen, intr. still sein (Hp., E. usw.) mit γαληνισμός (Epikur.); γαληνιάζω still sein (Hp. u. a.), γαληνιάω ib. (Epikur. usw.).
Etymology: γαλήνη, γαλάνα, wie das sinnverwandte σελήνη gebildet, steht für *γαλασνα und geht somit von einem nominalen σ-Stamm aus, der mit anderem Ablaut in γέλως, γελαστός usw. und auch in dem bei Jo. Gramm. Comp. 3, 1 als äolisch bezeichneten γελήνη (für *γελάννα wie σελάννα?) vorliegt. Zur Bedeutung, eig. Heiterkeit, vgl. γελεῖν· λάμπειν, ἀνθεῖν H. Ablautsmäßig stimmt γαλήνη zu arm. caɫr Gelächter; weiteres s. γελάω. Vgl. noch γλήνη, γλῆνος.
Page 1,285-286
Chinese
原文音譯:gal»nh 瓜累尼
詞類次數:名詞(3)
原文字根:平靜
字義溯源:寧靜^,平靜
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 靜了(2) 可4:39; 路8:24;
2) 平靜(1) 太8:26
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=νηνεμία, ἡσυχία). Εἶναι συγγενικό μέ τό γελάω -ῶ.
Lexicon Thucydideum
maris tranquillitas, calmness of the sea, 4.26.7.