σφόδρα

From LSJ
Revision as of 15:31, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφόδρᾰ Medium diacritics: σφόδρα Low diacritics: σφόδρα Capitals: ΣΦΟΔΡΑ
Transliteration A: sphódra Transliteration B: sphodra Transliteration C: sfodra Beta Code: sfo/dra

English (LSJ)

Adv., properly neut. pl. of σφοδρός,
A very much, exceedingly:
I with Verbs, ἐμήδιζον γὰρ σφόδρα Hdt.9.17; σφόδρα ἱμείρουσα S. El.1053; καὶ σφόδρα πείθει persuades them too well, Id.Aj.150 (anap.); σφόδρα λέγειν with vehemence, Antipho 6.15; σφόδρα κολάζειν severely, Th.3.46; σφόδρα ὁρίσασθαι exactly, Pl.Phdr. 263d, cf. Phlb.58d, Phd.68a, 73a; σφόδρα χαίρω I am exceedingly glad, POxy.41.17 (iii/iv A.D.).
2 with Adjs., σφόδρα ὑπέρτεροι far superior, Pi.N.4.37; μισόδημον σφόδρα Ar.Fr.108; σφόδρα ἄδικος Pl.R. 361a; ἁλμυρὸν σφόδρα Arist.Mete.359a13; κακοδαίμων σφόδρα Antiph.56; σφόδρα γενναῖος Men.223.14; πολλοῦ σφόδρα at a very high price, very dear, Id.197; πολλοὶ σφόδρα Bato 7.1; ἐνιαυτοὺς σφόδρα ὀλίγους Men.481.6; χαρὰ μεγάλη σφόδρα Ev.Matt.2.10:—with Adjs. it most freq. follows, and in Com. Poets it usually stands at the end of the verse.
3 with a Subst., τὴν σφόδρα φιλίαν Pl.Lg.731e; τινῶν σφόδρα γυναικῶν very womanish women, ib.639b; τῆς σφόδρα προθυμίας ib.952c; τῆς σφόδρα μανίας Id.Phdr.251a; ἐν τοῖς σφόδρα ψύχεσιν Arist.HA599a19.
4 with other Advbs., ἐπάταξε πῶς οἴει σφόδρα Ar.Ra.54; θαυμαστῶς ὡς σφόδρα, ἀμηχάνως ὡς σφόδρα, Pl.R. 331a, Phdr.263d; μάλα σφόδρα Id.Alc.1.124d; πάνυ σφόδρα Ar.Pl.25, 745; σφόδρα πάνυ Aeschin.2.36; πάνυ καὶ σφόδρα Pl.Lg.627a; οὐ σφόδρα = not very much, Hp.Aër.15, Antiph.204.11, Pl.Phd. 100a; οὕτω σφόδρα ἦν ἀρχαῖος Antiph.273; οὕτω σφόδρα ἐστὶ.. Βοιώτιος Eub.39.
5 τὸ σφόδρα = σφοδρότης, Pl.Smp. 210b, al.
6 σφόδρα, σφοδρῶς LXX Ge.7.19.
II σφόδρα γε or καὶ σφόδρα γε, in answers, strongly affirmative, freq. in Pl., πάνυ γε σφόδρα Men.82b; πάνυ σφόδρα ταῦτα λέγω Ap.25a.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 fortement, avec véhémence;
2 en mauv. part sévèrement, durement;
3 en gén. très, fort, tout à fait : πάνυ σφόδρα m. sign. ; particul. dans les réponses : σφόδρα γε oui certes ; καὶ σφόδρα γε m. sign. ; πάνυ σφόδρα certes, tout à fait ; οὔπω σφόδρα pas du tout.
Étymologie: σφοδρός.

German (Pape)

adv., eigtl. neutr. plur. von σφοδρός, sehr, heftig; ἱμείρει, πείθει, Soph. El. 1042, Aj. 150; öfter in Prosa: Her. 9.17; εἰ μέλλει σφόδρα ἄδικος εἶναι, Plat. Rep. II.361a; σφόδρα γε, in Antworten, nachdrücklich bejahend, Plat.; öfter τὸ σφόδρα, Phil. 45c, Symp. 210b.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφόδρα [σφοδρός] adv., hevig, in hoge mate, zeer, erg, echt, met werkwoord:; σφόδρα κολάζειν streng straffen Thuc. 3.46.6; οὐ … σφόδρα ἐν τῷ παρόντι μέμνημαι op dit moment herinner ik het me niet zo goed Plat. Phaed. 73a; ὁ … βορέης οὐ σφόδρα ἀφικνεῖται de noordenwind komt er niet echt (d.w.z. zelden) Hp. Aër. 15; met adj..; εἰ μέλλει σφόδρα ἄδικος εἶναι als hij écht onrechtvaardig wil zijn Plat. Resp. 361a; attr..; διὰ τὴν σφόδρα ἑαυτοῦ φιλίαν door zijn bovenmatige eigenliefde Plat. Lg. 731e; εἰ μὴ ἐδεδίει τὴν τῆς σφόδρα μανίας δόξαν als hij niet bang was om de indruk te maken helemaal waanzinnig te zijn Plat. Phaedr. 251a; met adv..; πῶς οἴει σφόδρα hoe hevig denk je? = ‘je wilt niet weten hoe hevig’ Aristoph. Ran. 54; θαυμαστῶς ὡς σφόδρα wonderbaarlijk hoe zeer = echt ongelofelijk Plat. Resp. 331a; versterkt; πάνυ σφόδρα heel erg Aristoph. Pl. 25 = μάλα σφόδρα Plat. Alc.1 124d; vaak in bevestigende antwoorden; πάνυ σφόδρα ταῦτα λέγω zeer zeker bedoel ik dat Plat. Ap. 25a; πάνυ γε σφόδρα ja, zeer zeker Plat. Men. 82b; καὶ σφόδρα γε ja, absoluut Plat. Phlb. 24b; subst.. τὸ σφόδρα τοῦτο dat hevige Plat. Smp. 210b.

Russian (Dvoretsky)

σφόδρᾰ:
I adv.
1 очень, крайне, весьма (ἄδικος Plat.; ὀλίγοι Men.): θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Plat. совершенно изумительно; πάνυ καὶ σφόδρα с полной несомненностью;
2 крепко, сильно (ἱμείρειν Soph.): ἡ σφόδρα ἑαυτοῦ φιλία Plat. чрезмерное себялюбие;
3 тщательно, усиленно (διανοεῖσθαι Plat.);
4 сурово, строго (κολάζειν Thuc.);
5 (при compar.) гораздо (σφόδρα ὑπέρτεροι Pind.);
6 исключительно, только (οὐδαμῶς ἄνδρες, ἀλλά τινες σφόδρα γυναῖκες Plat.);
7 (в ответах) вполне, конечно: (καὶ) σφόδρα γε Plat. ну конечно же.
II τό indecl. сильное влечение, страсть Plat.

English (Slater)

σφόδρα much c. adj. σφόδρα δόξομεν δαων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν (N. 4.37)

English (Strong)

neuter plural of sphodros (violent; of uncertain derivation) as adverb; vehemently, i.e. in a high degree, much: exceeding(-ly), greatly, sore, very.

English (Thayer)

(properly neuter plural of σφοδρός, vehement, violent;), from Pindar and Herodotus down, exceedingly, greatly: placed after adjectives, Acts 6:7.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. (κυρίως με ρήματα) πέρα από το κανονικό, πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν», Ελύτης
β. «σφόδρα χαίρω», πάπ.)
μσν.-αρχ.
1. α) (με ρήματα) i) με σφοδρότητα, ορμητικά, βίαια («καὶ σφόδρα πείθει», Σοφ.)
ii) με αυστηρότητασφόδρα κολάζειν», Θουκ.)
iii) με ακρίβειασφόδρα ὁρίσασθαι», Πλάτ.)
β) (με επίθ.) σε πολύ μεγάλο βαθμό (α. «σφόδρα καλή», Νικ. Χων.
β. «σφόδρα... ὑπέρτεροι», Πίνδ.)
γ) (με ουσ.) παντελώς (α. «εἰσὶ δὲ σφόδρα πολεμισταί», Φώτ.
β. «τινῶν σφόδρα γυναικῶν», Πλάτ.)
δ) (με άλλα επιρρ.) σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό («σφόδρα ἐπιτιμητικώτατα», Κλήμ. Αλ.)
2. (με άρθρο ως ουσ.) τὸ σφόδρα
σφοδρότητα, ορμητικότητα
3. φρ. «σφόδρα σφόδρα» — εντελώς, πλήρως, ολοκληρωτικά
αρχ.
φρ. «σφόδρα γε» ή «καὶ σφόδρα γε»
(κυρίως στον Πλάτ.) χρησιμοποιείται σε απαντήσεις προκειμένου να δηλωθεί ισχυρή επιβεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφοδρός + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. μάλα) με αναβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

σφόδρᾰ: επίρρ.·
I. πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά, ορμητικά, βίαια, δυνατά, σφοδρά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με επίθ., σφόδρα ὑπέρτεροι, πολύ, μακράν ανώτεροι, σε Πίνδ.· σφόδρα ἄδικος, σε Πλάτ.· με ουσ., τὴν σφόδρα φιλίαν, στον ίδ.·
II. σφόδρα γε, καὶ σφόδρα γε, σε απαντήσεις, με μεγάλη, ακλόνητη βεβαιότητα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σφόδρᾰ: Ἐπίρρ., κυρίως οὐδ. πληθ. τοῦ σφοδρός, λίαν, πολύ, καθ’ ὑπερβολήν, ἰσχυρῶς: 1) μετὰ ῥημάτων, ἐμήδιζον γὰρ σφ. Ἡρόδ. 9. 17· σφ. ἱμείρουσα Σοφ. Ἠλ. 1053· καὶ σφ. πείθει, καὶ καταπείθει σφοδρῶς, ὁ αὐτ. ἐν Αἴαντι 150, κλπ.· σφ. λέγειν, μετὰ σφοδρότητος, Ἀντιφῶν 143. 12· σφ. κολάζειν, αὐστηρῶς, Θουκ. 3. 46· σφ. ὁρίζειν, ἀκριβῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 263D, πρβλ. Φίληβ. 58D. 2) μετ’ ἐπιθ., σφ. ὑπέρτεροι Πινδ. Ν. 4. 46· μισόδημος σφ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 164· σφ. ἄδικος Πλάτ. Πολ. 361Α· ἁλμυρὸν σφ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 35· κακοδαίμων σφόδρα Ἀντιφάνης ἐν «Βάκχαις» 1· σφόδρα γενναῖος Μένανδρ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 2. 11· πολλοῦ σφόδρα, εἰς πολὺ μεγάλην τιμήν, πολὺ ἀκριβά, ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφεσίῳ» 3· πολλοὶ σφ. Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1· ἐνιαυτοὺς σφόδρ’ ὀλίγους Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2. 6· ― μετ’ ἐπιθέτων συνηθέστατα ἕπεται καὶ παρὰ τοῖς κωμικοῖς συνήθως τίθεται ἐν τέλει τοῦ στίχου. 3) μετ’ οὐσιαστικοῦ, τὴν σφόδρα φιλίαν Πλάτ. Νόμ. 731Ε· οὐδαμῶς ἀνδρῶν ἄρχοντα, ἀλλά τινων σφόδρα γυναικῶν, ὅλως διόλου γυναικῶν, αὐτόθι 639Β· τῆς σφόδρα προθυμίας αὐτόθι 952C· τῆς σφόδρα μανίας ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 251Α· ἐν τοῖς σφ. ψύχεσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 16. 4) μετ’ ἄλλων ἐπιρρημάτων, ἐπάταξε πῶς οἴει σφ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 54· θαυμαστῶς ὡς σφ., ἀμηχάνως ὡς σφ. Πλάτ. Πολ. 331Α, Φαίδρ. 263D· μάλα σφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 1. 124D· πάνυ σφ. Ἀριστοφ. Πλ. 25, 745, Πλάτ., κλπ.· σφ. πάνυ Αἰσχίν. 33. 4· πάνυ καὶ σφ. Πλάτ. Νόμ. 627Α· οὐ σφ. τι, ὄχι παρὰ πολὺ, Ἱππ. 290. 23, Ἀντιφάν. ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 11, Πλάτ.· οὕτω σφ. ἦν ἀρχαῖος Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 27· οὕτω σφ. ἐστὶ τοὺς τρόπους Βοιώτιος Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 3. 5) τὸ σφόδρα, = σφοδρότης, Πλάτ. Συμπ. 210Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. σφόδρα γε ἢ καὶ σφ. γε, ἐν ἀποκρίσεσιν, ἰσχυρῶς βεβαιωτικόν, συχν. παρὰ Πλάτ., πάνυ γε σφ. Μένων 82Β· πάνυ σφ. ταῦτα λέγω Ἀπολογ. 25Α, κλπ.

Frisk Etymological English

-ός See also: s. σφεδανός.

Middle Liddell

I. very, very much, exceedingly, violently, Hdt., Soph., etc.: with Adjs., σφ. ὑπέρτεροι far superior, Pind.; σφ. ἄδικος Plat.:—with a Subst., τὴν σφόδρα φιλίαν Plat.
II. σφόδρα γε, καὶ σφ. γε, in answers, most certainly, Plat. [from σφοδρός

Frisk Etymology German

σφόδρα: -ός
{sphódra}
See also: s. σφεδανός.
Page 2,832

Chinese

原文音譯:sfÒdra 士賀得拉
詞類次數:副詞(11)
原文字根:熱切
字義溯源:熱切地,非常地,劇烈地,極度地,大大地,大的,得很,極其,很,甚;源自(σφόδρα)X*=暴力的)。參讀 (λίαν)同義字
出現次數:總共(11);太(7);可(1);路(1);徒(1);啓(1)
譯字彙編
1) 很(2) 可16:4; 路18:23;
2) 甚(2) 太18:31; 太26:22;
3) 極其(2) 太17:6; 啓16:21;
4) 大大地(1) 徒6:7;
5) 就極其(1) 太27:54;
6) 得很(1) 太19:25;
7) 大的(1) 太2:10;
8) 大大的(1) 太17:23

English (Woodhouse)

exceedingly, extremely, greatly, much, strictly, vehemently, vigorously, violently, a great deal, exceedingly, exceedingty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

valde, greatly, very, 3.46.6, 6.92.5, 8.109.1.

Translations

exceedingly

Finnish: erittäin, ylen, perin, tavattoman, varsin; French: extrêmement, énormément; German: überaus, äußerst, außerordentlich, ungemein, über alle Maßen; Greek: σφόδρα, υπερβολικά, υπέρμετρα; Ancient Greek: σφόδρα, ὑπερφυῶς; Hungarian: rendkívül; Latin: perquam; Polish: niezmiernie, nadzwyczaj; Romanian: extrem; Spanish: extremadamente, sumamente, sobremanera, asaz; Swedish: ytterst, oerhört, synnerlige