λαγχάνω

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαγχάνω Medium diacritics: λαγχάνω Low diacritics: λαγχάνω Capitals: ΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: lanchánō Transliteration B: lanchanō Transliteration C: lagchano Beta Code: lagxa/nw

English (LSJ)

fut.

   A λήξομαι Pl.R.617e; Ion. λάξομαι (cf. λάξις) Hdt.7.144: aor. ἔλᾰχον Il.9.367, etc.; Ep. ἔλλαχον h.Cer.87, v.l. for ἔλλαβεν in Theoc.25.271; Ep. λάχον Il.4.49, al.; Aeol. opt. 1sg. λαχόην Sapph.9 (λαχοίην A.D. Synt.247.25); for λέλᾰχον v. infr. IV: pf. εἴληχα A.Th.376, 423, etc.: plpf. εἰλήχει Pl.Phd.107d; poet. and Ion. λέλογχα Pi.O.1.53, B.9.39, Emp.20.3, E.Tr.282 (lyr.), Hdt.7.53, Test. ap.D.21.82, D.H.4.83, etc., but not in early Att. Prose; 3pl. λελογχᾰσι (ν) Od.11.304, Emp.102, but λελᾰχᾱσι Id.115.5; part. λελαχώς Phld.D.1.17; Dor. 3sg. λελόγχει Theoc.4.40: plpf. ἐλελόγχει Luc. Am.18:—Pass., aor. ἐλήχθην Lys.17.8, Is.9.24, D.38.20: pf. εἴληγμαι E.Tr.296, D.30.34; 3pl. λελάχαται Perict. ap. Stob.4.28.19:    I c. acc. rei, obtain by lot, of spoils, opp. ἐξαιρεῖσθαι, Od.14.233, cf. Il. 9.367, etc.: generally, obtain as one's portion, τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς 4.49; λαχόντα τε ληΐδος αἶσαν 18.327; πρὸς δαιμόνων ὄλβον Pi. N.9.45; μέζονας μοίρας λ. Heraclit.25; μοῖραν ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον Od.20.282, cf. Hdt.7.144: with inf. added, ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν I had the sea for my portion to dwell in, Il.15.190, cf. Pi.O. 6.34, A.Eu.931 (anap.); ἔλαχ' ἄναξ δούλην σ' ἔχειν E.Tr.278, cf. 282 (lyr.); of a deity as presiding over one's life, ἐμὲ μὲν Κὴρ . . λάχε γεινόμενόν περ Il.23.79; τῶ σκληρῶ μάλα δαίμονος ὅς με λελόγχει Theoc. 4.40; δαίμων ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχώς Lys.2.78; ὦ δαῖμον, ὅς με . . εἴληχας Alciphr.3.49: also, esp. in pf., to be the tutelary deity of a place, protect it. [Πὰν] πάντα λόφον . . λέλογχε h.Hom.19.6; θεοῖσι οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι Hdt.7.53; παῖ Ῥέας, ἃ πρυτανεῖα λέλογχας Pi. N.11.1; of Athena, ἣ τὴν ὑμετέραν πόλιν ἔλαχε Pl.Ti.23d, cf. E.Or. 319 (lyr.), Ph.1576 (lyr.): metaph., ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρος Pi.O.1.53: freq. of persons who have a post assigned to them by lot, κλήρῳ νῦν πεπάλασθε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσι Il.7.171, cf. 179, 23.354, 862: c. inf., κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι 24.400; so πάλῳ λαχεῖν A.Th.55, Hdt.4.94, cf. 3.128; ὡς ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλον A. Th.376: abs., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Δύκιοι had their post assigned near Thymbra, Il.10.430; ἐπί, ἐν πύλαις λ., A.Th.423, 451, etc.; λαχών alone, Hdt.3.128, etc.; λ. τινὰ διδάσκαλον have him assigned to one by lot, Antipho 6.11.    2 at Athens, obtain an office by lot, ἀρχὰς λαχεῖν, opp. χειροτονηθῆναι (to be elected), D.57.25, cf.Ar.Av.1111; οὐδεμίαν [ἀρχὴν] λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθείς Aeschin.1.106: more freq. c. inf., ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν he who had the lot to be polemarch, Hdt.6.109; ἔλαχον πρότεροι ἀποδιδόναι Th.5.21, cf. 35; λαχὼν . . ἱερομνημονεῖν Ar.Nu.623; λαχόντος βουλεύειν when I became Member of Council by lot, D.21.111, cf. 59.3, Pl.Grg.473e: c. gen., λαχεῖν τῶν ἐξιόντων to be chosen by lot as one of... D.21.133; also οἱ ταμίαι οἱ λαχόντες IG12.91.21; λαχεῖν βασιλεύς, ἐπιμελητής, ἱερεύς, etc., Lys.6.4, Din.2.10, D.57.47, etc.; ἐπίσκοπος τῷ κυάμῳ λαχών Ar.Av.1022; οἱ πεντακόσιοι <οἱ> λαχόντες τῷ κυάμῳ Lexap.And.1.96: abs., κληρούχους τοὺς λαχόντας those on whom the lot fell, Th.3.50, cf. Pl.Lg. 765c; τοὺς λαχόντας προέδρους SIG465.6 (Athens, iii B. C.); rare exc. in Athens, λαχὼν ἱερεύς ib.762.12 (Dionysopolis, i B. C.), etc.    3 as Att. law-term, λαγχάνειν δίκην obtain leave to bring a suit (esp. a private suit), prob. because the presiding magistrates decided the order of hearing by lot; λ. δίκην τινί against one, Pl.Euthphr.5b, Lg. 938b, cf. Aeschin.2.99; ἔγκλημά τινι D.34.16; τὸν εἰληχότα τοῦ κλήρου τὴν δίκην the person suing for the inheritance, Is.8.3: without τὴν δίκην, εἴληχε μὲν αὑτῷ τῆς θυγατρὸς τῆς Εὐκτήμονος ὡς οὔσης ἐπικλήρου he has claimed Euctemon's daughter... Id.6.46, cf. D.48.20; λ. τινὶ τοῦ συμβολαίου Lys.17.3; λ. φόνου ἐμαυτῷ D.21.120; also λ. τῷ υἱεῖ τῆς ἐπικλήρου prosecute the claim on his son's behalf, And.1.121, cf. 124; λ. δίκην τινὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας χιλίων ταλάντων ὑπέρ τινος D. 59.98, cf. Isoc.16.2: abs., λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Is.11.33: metaph., τοῦ σώματος [τῇ ψυχῇ] δίκην λαχόντος Democr.159:—Pass., πρὸς οὓς αἱ δίκαι ἐλήχθησαν Lys.17.8; πρὸ τοῦ τὴν δίκην ληχθῆναι D.54.28: impers., τούτοις λαγχάνεται proceedings are taken, Id.23.76.    II c. gen. partit., become possessed of a thing, ὥς κεν Ἀχιλλεὺς δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ Il.24.76; ἔλαχον κτερέων Od.5.311, cf. Thgn.934, Pi.I.8(7).69, Fr.75.6, B.1.56, 9.39, Lyr.Adesp.53, Emp.102, 115.5, Democr.21; εὖ πραπίδων λαχόντα A.Ag.380 (lyr.); χρυσῆς . . τιμῆς λαχεῖν S.Ant.699; οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου Id.OC450; γέννας ἀφθίτου λαχόντες Id.Fr.278; διπλοῦ βίου λαχόντες E.Supp.1086; πατρῴων οὐ λαχών not having obtained thy patrimony, Id.Tr.1192; τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς Th.2.44; δείπνου τε καὶ ὕπνου λαγχάνομεν X.Hier.6.9; also χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐνθανεῖν μόνον S.OC790; γάμου μέρος λαχοῦσα Id.Ant.918; τύμβου κοινὸν εἰληχὼς μέρος Id.El. 1135; τῆς γῆς τὸ πρὸς Νότον εἴληχε Παλλάς Id.Fr.24.8.    III abs., draw lots, κατάστασις ἡ διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένη Isoc.7.23, cf. D.S. 4.63, etc.; περί τινος D.21 Arg.2<*><*> 3, 4, Ev.Jo.19.24.    IV causal only in Ep. redupl. aor. λέλᾰχον, put in possession of a thing, grant one the rights of... ὄφρα πυρός με Τρῶες . . λελάχωσι θανόντα Il.7.80, cf. 15.350, 23.76: later this aor. is used intr. in AP7.341 (Procl.).    V intr., fall to one's lot or share, ἐς ἑκάστην [νῆα] ἐννέα λάγχανον αἶγες nine goats were allotted to each, Od.9.160; αἰὼν δυσαίων ἔλαχεν E. Hel.214 (lyr.); ὅσοις . . τὸ σωφρονεῖν εἴληχεν Id.Hipp.80; τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Pl.Lg.745e, cf. Epin.992d; τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν φασι Δευκαλίωνι Str.9.5.23.

German (Pape)

[Seite 4] (λαχ), fut. λήξομαι, z. B. Plat. Rep. X, 617 e, ion. λάξομαι, Her. 7, 144; aor. ἔλαχον, λαχεῖν, u. mit veränderter Bdtg λέλαχον(s. unten), perf. εἴληχα, ion. p. u. Sp. λέλογχα, Luc. amor. 18; auch in einem Dokument, Dem. 21, 82; ὅς μ' ἐλελόγχει, Theocr. 4, 40; aber εἴλαχας 16, 84; λελάχασι, Empedocl. 5; pass. εἴληγμαι, Isocr. 17, 22; Eur. Troad. 296, nach conj., wie Dem. 30, 34, wo v. l. εἴλεγμαι; aor. ληχθῆναι, Is. 9, 24. – Adj. verb. ληκτέον, Is. 7, 23, – 1) durchs Looserhalten, durch das Geschick oder durch Zufall erlangen, als seinen Antheil zuertheilt erhalten, κλήρῳ νῦν πεπάλαχθε διαμπερὲς ὅς κε λάχῃσι, Il. 7, 171, vgl. 23, 353; ἤτοι ἐγὼν ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεί, 15, 190, ich bekam (bei der Verloosung der Welt) das Meer zum Antheil, darin zu wohnen; Κὴρ λάχε γεινόμενον, die Ker bekam ihn bei seiner Geburt zu ihrem Antheil, Il. 23, 79; Ap. Rh. 2, 258, u. so oft von Göttern, die ein Land oder eine Stadt bei der Vertheilung der Erde erlangt haben, es inne haben u. beschützen; von der Athene, ἣ τήν τε ὑμετέραν πόλιν ἔλαχεν, Plat. Tim. 23 d; von der Adrastea, ἣ τάδε πάντα πρὸς μακάρων ἔλαχεν, Antimach. bei Harpocr.; vgl. noch Eur. ποτνιάδες θεαί, ἀβάκχευτον αἳ θίασον ἐλάχετε, Or. 319, vgl. 963; ψυχρὰν λοιβάν, ἃν ἔλαχ' Ἅιδας Phoen. 1576; δαίμονες οἳ τοὺς πατέρας ἡμῶν λελόγχατε D. Hal. 4, 83; τῶν μέτα παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι Il. 24, 400; allgemeiner, τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς, 24, 70 u. öfter; λαχὼν πρὸς δαιμόνων ὄλβον, Pind. N. 9, 45 u. öfter; c. inf., λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν, Ol. 6, 34; ὡς πάλῳ λαχὼν ἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχον, Aesch. Sept. 55. 119 u. öfter; Ἑλλάδα κλήρῳ λαχοῦσα γαῖαν, Pers. 183; Ἕκτορος μόνος μόνου λαχών τε κἀκέλευστος ἦλθ' ἐναντίος, Soph. Ai. 1263; κλήρῳ λαχόντες, Eur. Heracl. 36; τίνα πότμον εἴληχε βιότου; welches Lebensgeschick ist sein Loos? I. T 914 u. öfter; ἐπί σκοπος ἥκω δεῦρο, τῷ κυάμῳ λαχών, Ar. Av. 1022; in Prosa, παλλομένων δὲ λαγχάνει ἐκ πάντων Βαγαῖος, Her. 3, 128; πάλῳ λαχεῖν, 4, 94. 153 u. öfter; Xen. Mem. 3, 9, 10 u. A. – Dah. auch ohne Casus, wie in der aus Ar. angeführten Stelle, bes. durchs Loos erwählt, bestimmt werden, αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάχθαι ἄνωγον – οἱ δ' ἔλαχον, τοὺς ἄν κε καὶ ἤθελον αὐτὸς ἑλέσθαι, Od. 9, 331 ff., eigtl. die zogen das Loos; vgl. Il. 10, 430. 23, 354; so ist auch Od. 9, 160 zu nehmen: ἐς ἑκάστην (νῆα) ἐννέα λάγχανον αἶγες, d. i. neun Ziegen kamen durchs Loos auf jedes Schiff; τὸ λαχὸν μέρος, Plat. Legg. V, 745 e; bes. in Athen bei allen Aemtern, zu denen man durchs Loos bestimmt wurde, theils c. nom., ἐπιμελητὴς λαχών, Din. 2, 10; βασιλεύς, Lys. 6, 4; ἱερεύς, Dem. 57, 47; οὔτ' ἔλαχε τειχοποιός, οὔτ' ἐχειροτονήθη ὑπὸ τοῦ δήμου, Aesch. 3, 28; u. so οἱ λαχόντες δικασταί, βουλευταί, die durchs Loos gewählten Richter, Rathsherren, u. so in andern Casus, τῷ λαχόντι βασιλεῖ, Plat. Polit. 290 e; – theils c. inf., λαχὼν ἱερομνημονεῖν, Ar. Nubb. 624; Her. 6, 109; Plat. Gorg. 473 e; βουλεύειν, Dem. 59, 3 u. A. – Seltener c. acc., ἀρχὰς ἔλαχε καὶ ἦρξε δοκιμασθείς, er erhielt Aemter durch das Loos, wurde zu Staatsämtern gewählt, Dem. 57, 25. – 2) τινός, einer Sache theilhaftig werden, erlangen, ἔλαχον κτερέων, Od. 5, 311; δώρων ἔκ τινος Il. 24, 76; Theogn. 914; Δωρίων ἔλαχεν σελίνων Pind. L 7, 64; οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν Soph. Ant. 699; τάφου τε μοίρας καὶ κτερισμάτων Eur. Suppl. 309; so einzeln bei Folgenden; οἳ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσι τελευτῆς Thuc. 2, 44; den gen. erklären Vrbdgn wie τῆς ἐμῆς χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐνθανεῖν μόνον, Soph. O. C. 794; τοῦ γάμου μέρος λαχοῦσα, Ant. 909; – bes. durch Erbschaft erlangen, erben, denn das Erbe selbst heißt κλῆρος, πατρῴων οὐ λαχών, Eur. Troad. 1192; κλήρου ληκτέον αὐτοῖς, Is. 3, 2; ἔλαχε τοῦ ἡμικληρίου, Dem. 48, 20 u. A.; vgl. ᾡ (υἱῷ) λαχεῖν ἠξίωσε τῆς Ἐπιλύκου θυγατρός, Andoc. 1, 124. – 3) in der attischen Gerichtssprache, λαγχάνειν δίκην τινί, Einem den Proceß machen, ihn verklagen, weil die Richter für einen Proceß u. die Reihefolge der Processe durchs Loos bestimmt wurden, Plat. Euthyphr. 5 b u. oft in Legg., wie bei den Rednern; δίκη εἰληγμένη, Isocr. 17, 22, wie Dem. 30, 34; αἱ δίκαι ἐλήχθησαν, Lys. 17, 8; πρὶν τὴν δίκην ληχθῆναι, Dem. 54, 28, vgl. 38, 20; auch τὸ ἔγκλημα ὃ ἔλαχον αὐτῷ πέρυσιν, Dem. 34, 16; πρὸς τὸν βασιλέα u. ä., den Proceß beim Archon βασιλεύς anhängig machen, 47, 69; ähnlich λαγχάνειν δίκην τοῖς Λακεδαιμονίοις εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας, 59, 98. – 4) Der aor. II. in der Form λέλαχον hat bei Hom. die factitive Bdtg: Einen einer Sache theilhaftig werden lassen, ὄφρα πυρός με Τρῶες – λελάχωσι θανόντα, Il. 22, 342, wie 15, 349; ἐπήν με πυρὸς λελάχητε, 23, 75, wo die Alten geradezu θάψητε erklären. Dieselbe Form ist aber = ἔλαχον, Procl. 6 (VII, 341), αἴθε δὲ καὶ ψυχὰς χῶρος ἕεις λελάχοι.

Greek (Liddell-Scott)

λαγχάνω: μέλλ. λήξομαι Πλάτ. Πολ. 617Ε, Ἰων. λάξομαι (πρβλ. λάξις) Ἡρόδ. 7. 144· - ἀόρ. ἔλᾰχον, Ὅμ., Ἐπικ. ἔλαχον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 87, Θεόκρ. 25. 271· λάχον Ἰλ. Δ. 49, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ λέλᾰχον ἴδε κατωτ. Ι. 1 καὶ IV· πρκμ. εἴληχα Αἰσχύλ. Θήβ. 376, 422, κτλ.· ὑπερσ. εἰλήχει Πλάτ. Φαίδων 107D· ποιητ. καὶ Ἰων. λέλογχα Πινδ. Ο. 1. 84, Εὐρ. Τρῳ. 282 (Λυρ.), Ἡρόδ. 7. 53, Μάρτυρες παρὰ Δημ. 541. 8, Διον. Ἁλ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ· γ΄ πληθ. λελόγχᾰσι Ὀδ. Λ. 304, Ἐμπεδ. 5, 369· ὑπερσ. ἐλελόγχει Λουκ. Ἔρωτες 18· Δωρ. γ΄ ἑνικ. λελόγχη Θεόκρ. 4. 40. - Παθ., ἐλήχθην Λυσ. 149. 2, Ἰσαῖ. 77. 10, Δημ. 990. 12· πρκμ. εἴληγμαι Εὐρ. Τρῳ. 296, Δημ. 873. 24· ἀλλὰ γ΄ πληθ. λελάχαται Περικτ. παρὰ Στοβ. 448. 14· ῥημ. ἐπίθ. ληκτέον, ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΛΑΧ, ὡς φαίνεται ἐν τῷ ἀορίστῳ λαχεῖν, καὶ ἐν ταῖς λέξ. λάχος, λάχησις, λάξις). 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω διὰ κλήρου ἢ παρὰ τύχης ἢ θεῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαιρεῖσθαι, Ὀδ. Ξ. 233, πρβλ. Ἰλ. Ι. 367· καὶ οὕτω παρ’ ἅπασι τοῖς συγγραφ.· καθόλου, λαμβάνω ὡς μέρος ἀνῆκον εἰς ἐμέ, ὡς μερίδιον, τὸ γὰρ λάχομεν γέρας ἡμεῖς Δ. 49· λαχόντα τε ληίδος αἶσαν Σ. 327· πρὸς δαιμόνων ὄλβον Πινδ. Ν. 9. 107· ἔτι καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ἴσου διανομῆς, μοῖραν ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον Ὀδ. Υ. 282, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 144· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν, μοῦ ἔλαχεν ὡς μερίδιον νὰ κατοικῶ τὴν θάλασσαν (λέγει ὁ Ποσειδῶν περὶ τῆς διανομῆς τοῦ σύμπαντος μεταξὺ τῶν υἱῶν τοῦ Κρόνου), Ἰλ. Ο. 190, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 56, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 931· ἔλαχ’ ἄναξ δούλην σ’ ἔχειν Εὐρ. Τρῳ. 278, πρβλ. 282· - ἐπὶ θεότητος ὡς τοῦ δαίμονος τοῦ κυβερνῶντος τὴν ζωήν τινος, ἀλλ’ ἐμὲ μὲν Κὴρ ἀμφέχανε στυγερή, ἥπερ λάχε γεινόμενόν περ Ἰλ. Ψ. 79· τῶ σκληρῶ δαίμονος, ὃς με λελόγχη Θεόκρ. 4. 40· ὦ δαῖμον, ὅς με... εἴληχας Ποιητ. Ἀττ. παρ’ Ἀλκίφρ. 3. 49· ὡσαύτως, μάλιστα κατὰ πρκμ., εἶμαι ἡ προστατεύουσα θεότης τόπου τινός, προστατεύω, τόπον τινά, [Πὰν] πάντα λόφον... λέλογχε Ὁμ. Ὕμν. 18. 6· θοοῖσιν, οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι Ἡρόδ. 7. 53· παῖ Ρέας, ἃ πρυτανεῖα λέλογχας Πινδ. Ν. 11. 1· οὕτως ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, ἣ τὴν ὑμετέραν πόλιν ἔλαχε Πλάτ. Τίμ. 23D, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 319, Φοίν. 1575· οὕτω μεταφορ., ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρος Πινδ. Ο. 1. 85· - ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, εἰς οὓς ὡρίσθη θέσις τις διὰ κλήρου, κλήρῳ νῦν πεπάλασθε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσιν Ἰλ. Η. 171, πρβλ. 179., Ψ. 354· προστιθεμένης ἀπαρ., κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ω. 400 (καὶ τοῦτο δέον νὰ νοηθῇ ἐν Ψ. 862)· οὕτω, πάλῳ λαχεῖν Ἡρόδ. 4. 94, Αἰσχύλ. Θήβ. 55, 126· πάλον λαχεῖν αὐτόθι 376· ἀπολ., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι, εἶχον θέσιν διὰ κλήρου ὁρισθεῖσαν, «πρὸς τὸ Θυμβραῖον πεδίον» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 430· ἐπί, ἐν, πρὸς πύλαις λ. Αἰσχύλ. Θήβ. 423. 451, 457, κτλ.· καὶ μόνον λαχεῖν Ἡρόδ. 3. 128, κτλ.· - λ. τινα διδάσκαλον, ἔχειν τινὰ διὰ κλήρου ὁρισθέντα ὡς..., Ἀντιφῶν 142. 31. 2) ἐν Ἀθήναις ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, λαμβάνω ὑπούργημά τι διὰ κλήρου, κυάμῳ λ. (ἴδε κύαμος ΙΙ)· ἀλλὰ συχνάκις μόνον, ἀρχὴν λαχεῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χειροτονηθῆναι (αἱρεθῆναι δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1111, Δημ. 1306. 14· οὐδεμίαν λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθεὶς Αἰσχίν. 15. 11· - συνηθέστερον μετ’ ἀπαρ., ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν, εἰς ὃν ἔπεσεν ὁ κλῆρος νὰ εἶναι πολέμαρχος, Ἡρόδ. 6. 109· ἔλαχον πρότεροι ἀποδιδόναι Θουκ. 5. 21, πρβλ. 35· λαχών... ἱερομνημονεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 623· βουλεύειν μου λαχόντος, ὅτε ἐγενόμην διὰ κλήρου βουλευτής, Δημ. 551. 2, πρβλ. 1346. 2, Πλάτ. Γοργ. 473Ε· ὁ μηδὲ λαχεῖν εὐχόμενος τῶν ἐξιόντων, ὁ εὐχόμενος μηδὲ νὰ τύχῃ νὰ εἶναι διὰ κλήρου εἷς τῶν ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἐξιόντων, Δημ. 558. 15· ὡσαύτως, οἱ λαχόντες βουλευταὶ (δηλ. εἶναι), λαχὼν βασιλεύς, ἐπιμελητής, κτλ., κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ Λατ. designatus, Λυσ. 103. 30, Δείναρχ. 106. 20, Δημ. 1313. 24, κτλ.· καὶ ἀπολ., οἱ λαχόντες, ἐκεῖνοι εἰς οὓς ὁ κλῆρος ἔπεσε, Θουκ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 765C. 3) ὡς Ἀττ. νομικὸς ὅρος, λαγχάνω δίκην, Λατ. intendere litem, λαμβάνω τὴν ἄδειαν νὰ παρουσιάσω ἀγωγὴν (ἰδίως ἰδιωτικήν), πιθαν. ἐπειδὴ οἱ προεδρεύοντες ἄρχοντες ἀπεφάσιζον τὴν τάξιν τῶν ἐκδικαστέων ὑποθέσεων διὰ κλήρου, συχν. παρὰ τοῖς Ρήτορσι· λαγχάνω δίκην τινί, ἐναντίον τινός, Πλάτ. Εὐθύφρων 5Β, Νόμ. 938Β· πρός τινα Λυσ. 149. 3· ἔγκλημά τινι Δημ. 912. 1· τοῦ κλήρου τὴν δίκην λ., ἐνάγω διὰ κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 68. 44· καὶ ἄνευ τοῦ τὴν δίκην, εἴληχε μὲν αὐτῷ τῆς θυγατρὸς ὡς οὔσης ἐπικλήρου Ἰσαῖ. 60, ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχίν. 41. 13, Δημ. 1173. 3· λ. τινὶ φόνου Δημ. 554. 5· ἀλλ’ ὡσαύτως, λαγχάνει τῷ υἱεῖ τῷ ἑαυτοῦ τῆς ἐπικλήρου Ἀνδοκ. 16. 7, πρβλ. 21· λ. δίκην τινὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας χιλίων ταλάντων ὑπέρ τινος Δημ. 1378. 11, πρβλ. Ἰσοκρ. 347Α· ἀπολ., λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Ἰσαῖ. 87. 18. - Παθ., αἱ δίκαι ἐλήχθησαν Λυσ. 149. 2· πρὸ τοῦ τὴν δίκην ληχθῆναι Δημ. 1265. 23· ἀπροσώπ., τούτοις λαγχάνεται ὁ αὐτ. 645. 18· - ἴδε ἐν λέξ. λῆξις. ΙΙ. μετὰ γεν. διαιρετικῆς, γίνομαι κάτοχος πράγματός τινος, κτῶμαί τι, λαμβάνω, τυγχάνω ὥς κεν Ἀχιλλεὺς δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ Ἰλ. Ω. 76· ἔλαχον κτερέων Ὀδ. Ε. 311· οὕτω Θέογν. 934, Πινδ. Ι. 8 (7). 137, Ἀποσπ. 45. 6· οὕτω παρ’ Ἀττ., εὖ πραπίδων λαχόντα Αἰσχύλ. Ἀγ. 380· χρυσῆς... τιμῆς λαχεῖν Σοφ. Ἀντ. 699· οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 450· γέννας... θείας λαχόντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 267· διπλοῦ βίου λαχόντες Εὐρ. Ἱκέτ. 1086· πατρῴων οὐ λαχών, μὴ λαβὼν τὴν κληρονομίαν μου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1192· τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς Θουκ. 2. 44· οὔτε σίτου οὔθ’ ὕπνου δύνανται λαγχάνειν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· - ὅτι δὲ ἡ γενικὴ αὕτη εἶναι διαιρετικὴ εἶναι φανερὸν ἐκ τούτων τῶν φράσεων: χθονὸς λαχεῖν τοσοῦτον ἐθανεῖν μόνον Σοφ. Ο. Κ. 790· γάμου μέρος λαχοῦσα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 918· τύμβου κοινὸν εἰληχὼς μέρος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1135· τῆς γῆς τὸ πρὸς Νότον εἴληχε ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 19. 5. ΙΙΙ. ἀπολ., λαμβάνω κλῆρον, Ὀδ. Ι. 334· διὰ τοῦ λαγχάνειν, διὰ κλήρου, Ἰσοκρ. 144Β, Διόδ., κτλ.· περί τινος Ὑπομν. εἰς Δημ. 510. 27., 511. 4, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 24. IV. Μεταβ. ἐνεργείας μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλασ. ἀορ. λέλᾰχον, ὄφρα πυρός με Τρῶες... λελάχωσι θανόντα, «ὅπως με πυρὸς μεταλαχεῖν καὶ μετασχεῖν ποιήσωσιν ἀποθανόντα οἱ Τρῶες» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 80., Χ. 343· ἐπήν με πυρὸς λελάχητε Ψ. 76, πρβλ. Ο. 350· - ἀλλ’ ὁ ἀόρ. οὗτος κεῖται ἀμεταβ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 341· - πρβλ. λανθάνω Β. Ι. V. ἀμεταβ., πίπτω εἰς τὸν κλῆρον ἢ τὸ μερίδιόν τινος, ἐς ἑκάστην [νῆα] ἐννέα λάγχανον αἶγες, ἐννέα αἶγες ἦσαν τὸ μερίδιον ἑκάστου τῶν πλοίων, Ὀδ. Ι. 160· αἰὼν δυσαίων ἔλαχεν Εὐρ. Ἑλ. 213· ὅσοις τὸ σωφρονεῖν εἴληχεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 80· τὸ λαχὸν μέρος Πλάτ. Νόμ. 745Ε· τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν Δευκαλίωνι Στράβ. 443.

French (Bailly abrégé)

f. λήξομαι, ao.2 ἔλαχον, pf. εἴληχα;
Pass. ao. ἐλήχθην, pf. εἴληγμαι;
A. tr. I. obtenir par le sort ou par la volonté des dieux ; en gén. obtenir en partage, à l’ao. et au pf. avoir en partage : γέρας IL un honneur ; ἐμὲ Κὴρ ὕπερ λάχε γεινόμενον IL le destin qui me reçut à ma naissance ; κλήρῳ λαχεῖν IL, πάλῳ λαχεῖν HDT avoir obtenu par le sort, avoir en partage;
II. particul. obtenir par le sort un poste, une charge, etc. :
1 être désigné par le sort pour occuper un poste : πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Λύκιοι IL les Lyciens ont leur poste assigné du côté de Thymbrè ; ἐπί, ἐν, πρὸς πύλαις λαχεῖν ESCHL avoir son poste aux portes (de la ville) ; abs. λαχεῖν HDT avoir un poste assigné ; avec un inf. : κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι IL j’ai été désigné par le sort pour venir ici à sa suite ; ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν IL j’ai eu pour ma part la blanche mer pour l’habiter;
2 à Athènes en parl. des magistrats désignés par le sort οὐδεμίαν λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθείς ESCHN n’ayant exercé ni par désignation au sort ni par élection aucune charge ; avec l’inf. : ὁ λαχὼν πολεμαρχέειν HDT celui qui fut désigné par le sort comme polémarque ; abs. οἱ λαχόντες βουλευταί LYS les sénateurs désignés au sort;
3 t. de droit att. λαγχάνειν δίκην obtenir le droit d’intenter des poursuites (parce que les causes étaient entendues selon l’ordre assigné par un tirage au sort) : πρός τινα, contre qqn;
4 avec le gén. obtenir une part de, obtenir, recevoir : ὥς κεν Ἀχιλλεὺς δώρων ἐκ Πριάμοιο λάχῃ IL afin qu’Achille reçoive des présents de Priam ; τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς λαχεῖν THC obtenir la fin la plus glorieuse;
III. tirer au sort;
IV. à l’ao.2 épq. λέλαχον, faire obtenir, accorder : πυρὸς θανόντα IL faire obtenir, càd accorder, rendre à un mort les honneurs du bûcher;
B. intr. tomber au sort, tomber en partage à qqn : ἐς ἑκάστην [[[νῆα]]] ἐννέα λάγχανον αἶγες OD un lot de neuf chèvres était assigné à chaque navire.
Étymologie: R. Λαχ, atteindre.