φαρμακευτικός
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ή, όν,
A of or by means of drugs or pharmacy, κάθαρσις Pl.Ti.89b: ἡ -κή (sc. τέχνη), = φαρμακεία, opp. surgery. Gal.15.425, D.L. 3.85; φ. ἰατρός one who prescribes drugs, Gal.Thras.24.
German (Pape)
[Seite 1256] zum φαρμακευτής gehörig, von ihm kommend; κάθαρσις Plat. Tim. 89 b; ἡ φαρμακευτική, sc. τέχνη, die Kenntniß der Arzneimittel, die Lehre von denselben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακα ἢ φαρμακοποιΐαν, ἰατρικός, Πλάτ. Τίμ. 89Β· ― ἡ φαρμακευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = φαρμακεία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν χειρουργικήν, Διογ. Λ. 3. 85, Γαλην. VI, 22C, D., 33F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la préparation ou l’administration des médicaments.
Étymologie: φαρμακεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φαρμακευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φαρμακεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων
2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτική
α) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη της παρασκευής τών φαρμάκων
β) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που ασχολείται με την παρασκευή και τυποποίηση τών φαρμάκων
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπάνω επιστήμη
2. αυτός που έχει ιδιότητες φαρμάκου («φαρμακευτικές ουσίες»)
3. φρ. α) «φαρμακευτικά φυτά»
βοτ. φυτά που περιέχουν ουσίες δραστικές στους ζώντες οργανισμούς και χρησιμοποιούνται ως φάρμακα
β) «φαρμακευτική βιομηχανία» — βιομηχανικός κλάδος που ασχολείται με τη σύνθεση, την τελειοποίηση και την πειραματική χρησιμοποίηση τών φαρμάκων, τα οποία στη συνέχεια διοχετεύονται στην αγορά με τη μορφή ιδιοσκευασμάτων, η φαρμακοβιομηχανία
γ) «φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα»
(φαρμ.) κάθε φάρμακο το οποίο φέρεται στην αγορά παρασκευασμένο εκ τών προτέρων σε ιδιαίτερη συσκευασία, χαρακτηρίζεται με ειδική, προστατευόμενη ονομασία και κυκλοφορεί ύστερα από κρατική άδεια και αφού προηγηθεί αυστηρός επιστημονικός έλεγχος
δ) «φαρμακευτικό προϊόν»
(φαρμ.) κάθε ουσία ή μίγμα ουσιών που παράγεται και προσφέρεται για πώληση ή παρουσιάζεται για χρήση στη διάγνωση, τη θεραπεία, τον μετριασμό ή την πρόληψη νόσου και τών συμπτωμάτων της στον άνθρωπο ή στα ζώα ή για χρήση με στόχο την αποκατάσταση, διόρθωση ή μεταβολή οργανικών λειτουργιών στον άνθρωπο ή στα ζώα
ε) «φαρμακευτικός κώδικας»
(νομ.) σύνολο οδηγιών επικυρωμένων από τον νόμο, που αναφέρονται στο επάγγελμα του φαρμακοποιού
στ) «φαρμακευτική χημεία»
(φαρμ.-χημ.) επιστημονικός κλάδος της φαρμακευτικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών στοιχείων ή τών χημικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική
ζ) «φαρμακευτική αγωγή»
(ιατρ.-φαρμ.) η χρήση φαρμάκων για την αντιμετώπιση νόσου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. (ενν. τέχνη) α) διδασκαλία σχετική με τα φάρμακα
β) η χρήση φαρμάκου, φαρμακεία
2. φρ. «φαρμακευτικός ἰατρός» — αυτός που υποδεικνύει φάρμακα (Διογ. Λαέρ.).