λευκός

Revision as of 14:40, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

ή, όν,

   A light, bright, clear (opp. μέλας in all senses), αἴγλη Od. 6.45; λευκὸν (v.l. λαμπρόν) . . ἠέλιος ὥς Il.14.185; λ. φάος S.Aj.708 (lyr.), cf. infr. 11.3; αἰθήρ E.Andr.1228 (anap.); of metallic surfaces, λέβης Il.23.268; λ. γαλήνη a glassy calm, Od.10.94; of water, clear, limpid, Il.23.282, Od.5.70, A.Supp.23 (anap.); λ. νᾶμα E.HF573; -ότατος ποταμῶν Call.Jov.19.    2 metaph., clear, distinct, of the voice, Arist.Top.106a25, S.E.M.6.41: in literary sense, clear, λ. στίχος AP11.347 (Phil.): prov., λευκὸς Ἑρμῆς, when a rogue was detected, Macar. 5.53. Adv. -κῶς, πάντα φαίνειν, of Hermes, Corn.ND16: Comp. -ότερον, διαλεχθῆναι Hld.7.20.    II of colour, white, freq. in Hom., varying from the pure white of snow ([ἵπποι] -ότεροι χιόνος Il.10.437) to the grey of dust (λευκοὶ ἐγένοντο κονισάλῳ 5.503); γάλα λ. 4.434; κρῖ 5.196; ἄλφιτα 18.560; ἡνία λεύκ' ἐλέφαντι 5.583; ὀδόντες 10.263; ὀστέα 16.347; ἱστία 1.480; φᾶρος 18.353, etc.; λ. ἅρμα, = λεύκιππον, E.Ph.172; of the white horses used by tyrants, λ. ζεῦγος D. 21.158, cf. λεύκιππος; λ. λίθος marble, OGI219.36 (Sigeum, iii B.C.), etc., cf. λευκόλιθος; λευκῷ<ν>λίθῳ λ. στάθμη a white line on a white stone, prov. of explanations which do not explain, S.Fr.330; ἡ λ. ῥίζα white root (= ἡ τοῦ δρακοντίου, acc. to Gal.19.118), Hp.Morb.2.48, Nat.Mul.32; freq. of white or grey hair, λ. κάρη Tyrt.10.23; θρίξ S.Ant.1092; λ. γῆρας Id.Aj.625 (lyr.); λευκὰ γήρᾳ σώματα E.HF 909, etc.    b of the human skin, white, fair, sts. as a sign of youth and beauty, χρώς, πήχεε, Il.11.573, Od.23.240; λ. παρειά, παρηΐς, S.Ant.1239, E.Med.923; σάρξ, δέρη, ib.1189 (v.l.), IA875 (troch.); freq. with the notion of bare, κῶλον, πούς, Id.Ba.665, 863 (lyr.), Ion 221 (lyr.); cf. λευκόπους.    c of persons, white-skinned, Pl.R.474e: hence, weakly, womanish, Ar.Th.191, Ec.428, X.HG3.4.19; λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Macar.5.55; cf. λευκόπρωκτος, λευκόχρως.    d λευκαὶ φρένες in Pi.P.4.109 is expld. by Hsch. μαινόμεναι, frantic, passionate (cf. λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν, Id.).    2 λ. χρυσός, pale gold, i.e. gold alloyed with silver (prob. the same as ἤλεκτρον), opp. ἄπεφθος χρυσός, Hdt.1.50.    3 metaph., bright, fortunate, happy, λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου A.Pers.301, cf. Ag.668; a joyful day or holiday, Call.Aet.1.1.2; λ. ἡμέρα a happy day, S.Fr.6, cf. Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.39; variously expld. in Phylarch. 83 J., Plu.Per.27; ἡ λ. ψῆφος the vote of acquittal, Luc.Harm.3, cf. Hsch.    III λεύκη, ἡ, leuko/n, τό, as Subst., v. sub vocc. (Cogn. with Lat. lux, etc.)

German (Pape)

[Seite 34] (δυκ, luc-is), licht, leuchtend, glänzend, hell; αἴγλη, heller Glanz, Od. 6, 45; λευκὸν ἠέλιος ὥς, leuchtend wie die Sonne, Il. 14, 185; von hellglänzenden Metallen, λευκὸς λέβης, ein blanker Kessel, Il. 23, 268; λευκὸν ἦμαρ, Aesch. Pers. 293 Ag. 654, s. unten; λευκὸν.εὐάμερον φάος, Soph. Ai. 694; αἰθήρ, der lichte, klare Aether, Eur. Andr. 1229; χρυσός, Her. 1, 50. – Dah. klar, rein, ὕδωρ, Il. 23, 282 Od. 5, 70; Hes. O. 741; Aesch. Suppl. 23; γαλήνη, heitere, klare Meeresstille, Od. 10, 94; νᾶμα, Eur. Herc. Fur. 573, vgl. Mel. 1352 u. Sp., wie Callim. Iov. 19. – Gew. weiß, von der Farbe, Ggstz μέλας, Il. 3, 103; Plat. Rep. VII, 523 d u. A.; bes. γάλα, Il. 4, 434; Pind. N. 3, 74; Aesch. Pers. 603 u. sonst gew.; Schaum, Eur. Med. 1174; vom Schnee, λευκότεροι χιόνος, Il. 10, 431; vgl. Soph. Ant. 114 u. Plat. γύψου ἢ χιόνος λευκοτέρα, Phaed. 110 c; ὀδόντες, Il. 10, 263 u. öfter, wie ὀστέα, 16, 347 u. öfter, wie vom Elfenbein, ἐλέφας, 5, 583; Pind. N. 7, 78; vom Mehl, ἄλφιτα, Il. 18, 560 u. öfter; auch κρῖ λευκόν, 5, 196; von der weißen Hautfarbe, 11, 573 u. öfter zur Bezeichnung zarter Schönheit, πῆχυς, 5, 314; παρειά, Soph. Ant. 1224; παρηΐς, Eur. Med. 923; σάρξ, 1189 El. 823; δέρη, I. A. 875; auch πούς, Bacch. 664. 861, in welcher Vbdg man es auch »nackt« erkl.; auch vom Staube, Il. 5, 503; vom Marmor, Παρίου λίθου λευκοτέρα στήλη Pind. N. 4, 81; von Gewändern, φᾶρος, Il. 18, 353; auch ἱστία, Od. 2, 426 u. öfter; πεπλώματα, Aesch. Suppl. 701 u. A., wie στολή, Plat. Legg. XII, 947 b; vgl. λευκὸν ἀμπέχει Ar. Ach. 988, wobei zu bemerken, daß weiß die Farbe der Freude ist; vom Haar, λευκὰς κόρσας, Aesch. Ch. 280; ἐξ ὅτου λευκὴν ἐγὼ τήνδ' ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Soph. Ant. 1079; daher γῆρας, Ai. 613; vgl. λευκὸν κρᾶτα Eur. Suppl. 289, ὦ λευκὰ γήρᾳ σώματα Herc. Fur. 910; τῶν πρεσβυτέρων αἱ λευκαὶ τρίχες ἐμελαίνοντο Plat. Polit. 270 e. Auch χρυσός, Her. 1, 50 von legirtem Golde, im Ggstz von ἄπεφθος; τὸ λευκὸν τοῦ ὠοῦ, das Weiße des Eies, Arist. gen. anim. 3, 2. 4, 4, τὸ λευκὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, das Weiße im Auge u. ä., wie bei uns. – Weiß gilt aber auch als Zeichen der Weichlichkeit u. Schwäche eines im Schatten erzogenen, nicht im Freien von der Sonne gebräunten Leibes, daher blaß, bleich, Vorwurf, λευκοὺς τοὺς δειλοὺς ὀνειδίζουσιν, Paroemiogr. App. 3, 61, οὐδὲν ἀνδρῶν λευκῶν ὄφελος ἢ σκυτοτομεῖν, ib. 4, 35. Vgl. Ar. Th. 191 Eccl. 428; Xen. Hell. 3, 4, 19; u. so ist λευκαὶ φρένες, Pind. P. 4, 109, ein schwacher, leichtbethörter Sinn, oder der Leichtsinn, der ernster Tiefe ermangelt. – Λευκὸν erkl. B. A. 50 auch ἀγαθόν, denn das Weiße ist Glück verheißend, u. λευκὴ ψῆφος, das freisprechende Stimmsteinchen, vgl. Diogen. 6, 8; Luc. Harm. 3. Daher ἡ λευκὴ ἡμέρα, der glückliche Tag, Mein. Men. p. 107; ἡ ἐπ' εὐφροσύνῃ, Paroemiogr. App. 3, 60; vgl. Plut. Pericl. 27 u. Lob. zu Phryn. p. 473. S. auch die oben aus den Tragg. angeführten Stellen. – Uebertr. auch = einleuchtend, klar, leicht zu verstehen, στίχος, Philp. 44 (XI, 347); οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς σαφέστερόν θ' ὃ βούλει bei Ath. IX, 383 a; λευκότερόν τινι διαλεχθῆναι Heliod. 5, 20. – Τὸ λευκὸν εἰδέναι, Ar. Equ. 1279, weiß und schwarz unterscheiden können. – Von der Stimme, hell, klar, rein, Arist. top. 1, 15; Poll. 2, 117 erkl. ἐκκεκαθαρμένη; vgl. S. Emp. adv. mus. 40. – Adv. λευκῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λευκός: -ή, -όν, (√ΛΥΚ, *λύκη, ὃ ἴδε, πρβλ. λεύσσω)· -φωτεινός, λαμπρός, καθαρός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέλας, ἐπὶ πάσης σημασίας, αἴγλη Ὀδ. Ζ. 45· λευκόν... ἠέλιος ὣς Ἰλ. Ξ. 185· οὕτω λ. φάος Σοφ. Αἴ. 709 (πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 3)· αἰθὴρ Εὐρ. Ἀνδρ. 1228· καὶ ἐπὶ μεταλλικῶν ἐπιφανειῶν, λέβης Ἰλ. Ψ. 268· λ. γαλήνη, μεγάλη γαλήνη, παριστάνουσα λευκὴν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Κ. 94· ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ ὕδατος καθόλου, λαμπρόν, διαυγές, διαφανές, Ἰλ. Ψ. 282, Ὀδ. Ε. 70, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 24· λ. νᾶμα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 573· λευκότατος ποταμῶν Καλλ. εἰς Δία 19. 2) μεταφ., καθαρός, σαφής, εὐκρινής, διαυγής, ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 41· πρβλ. λαμπρὸς Ι. 2, σομφὸς ΙΙ· - ὡσαύτως ἐπὶ συγγραφέων, Ἀνθ. Π. 11. 347, πρβλ. Ἀθήν. 383Α· ἐνῷ τοὐναντίον παρὰ Στατίῳ 5. 3, 157: ὁ Λυκόφρων καλεῖται ater, δηλ. ὁ σκοτεινός· - παροιμ., λευκὸς Ἑρμῆς, ὅτε ἀπατεών τις ἀνεκαλύπτετο, Παροιμιογρ.· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. λευκότατα, σαφέστατα, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 2· - ἐντεῦθεν προέκυψεν, ΙΙ. ἡ κοινὴ ἔννοια τοῦ χρώματος, λευκός, «ἄσπρος», λίαν συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἀλλά, ὡς ἅπαντα τὰ παρ’ Ἕλλησιν ὀνόματα χρωμάτων, λίαν, ἀόριστον, ἀπὸ τοῦ καθαρῶς λευκοῦ χρώματος τῆς χιόνος (ἵπποι λευκότεροι χιόνος Ἰλ. Κ. 437), μέχρι τοῦ φαιοῦ χρώματος τοῦ κονιορτοῦ (Ἰλ. Ε. 503)· λ. γάλα, κρῖ, ἄλφιτα, ἐλέφας, ὀδόντες, ὀστέα, ἱστία, φᾶρος, κτλ.· - λ. ἅρμα = λεύκιππον, Εὐρ. Φοίν. 172· λευκοὶ ἵπποι, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς τυράννοις, ἴδε τὰ σχόλ. εἰς Δημ. Μειδ. 565. 27, πρβλ. λεύκιππος· ὡσαύτως ἐπὶ λευκῆς ἢ φαιᾶς κόμης, λ. κάρα Τυρταῖ. 10. 23· θρὶξ Σοφ. Ἀντ. 1093, πρβλ. λευκανθής· λ. γῆρας ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 625· λευκὰ γήρᾳ σώματα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 909, κτλ. β) ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιδερμίδος, λευκός, «ἄσπρος», ὡραῖος, παρ’ Ὁμ., ὡς σημεῖον νεότητος καὶ καλλονῆς, Ἰλ. Λ. 573, Ὀδ. Ψ. 240· λευκοὺς δὲ θεῶν παῖδας εἶναι Πλάτ. Πολ. 474E· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., λ. παρειά, παρηὶς Σοφ. Ἀντ. 1239, Εὐρ. Μήδ. 923· σάρξ, δέρη αὐτόθι 1189, Ι. Α. 875· ἀλλὰ συχνάκις μετὰ τῆς ἐννοίας τῆς γυμνότητος, ποὺς ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 665, 863· Ἴων 221, πρβλ. λευκόπους, λευκόω ΙΙ. γ) βραδύτερον, «ἄσπρος», ὡς σημεῖον ἁβρᾶς διαίτης καὶ ἐκθηλύνσεως, ὡς τὸ ἐσκιατραφημένος, κατάλευκος, ὠχρός, μὴ ἔχων τὴν ἐπιδερμίδα μελαψὴν ἐκ τοῦ ἡλίου καὶ τοῦ ἀέρος, ὅθεν ὠχρός, ἀσθενής, γυναικώδης, Ἀριστοφ. Θεσμ. 191, Ἐκκλ. 428, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 19· παροιμ., λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Παροιμιογρ., πρβλ. λευκόπρωκτος, λευκόχρως, καὶ ἴδε μέλας Ι. δ) τὸ λευκαὶ φρένες παρὰ Πινδ. Π. 4. 194 ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. μαινόμεναι, ἐμμανεῖς, ἐμπαθεῖς, ἐξωργισμέναι, οὕτω δὲ καὶ ὁ Bökch· ὁ Dissen ἑρμηνεύει: ὠχραὶ ἐκ φθόνου, φθονεραί, ἐνῷ ὁ Ἕρμανν. νομίζει τὴν φράσιν ὡς ὁμοίαν τῷ Ὁμηρικῷ λευγαλέαι φρένες, (καὶ ἴσως ὑπῆρχε τύπος λευγός, ή, όν, ὅστις κατήντησε νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ λευκός). 2) λ. χρυσός, ὠχρὸς χρυσός, δηλ. χρυσὸς συγκεκραμένος μετ’ ἀργύρου (πιθανῶς ταὐτὸν τῷ ἤλεκτρον), ἐναντίον τοῦ χρυσὸς ἄπεφθος, Ἡρόδ. 1. 50. 3) ἐπειδὴ τὸ λευκὸν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μέλαν ἦτο σημεῖον χαρᾶς, λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, σημαίνει ἡμέραν χαρᾶς μετὰ νύκτα πένθους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 301, πρβλ. Ἀγ. 668· ἀλλὰ λευκὴ ἡμέρα, ὡς τὸ Λατ. candidus dies, creta notandus, τυχηρὰ ἡμέρα, Σοφ. Ἀποσπ. 10a, πρβλ. Meineke Μένανδρ. 107, Κάτουλ. 8. 3· ἡ λ. ψῆφος, ἡ ἀθῳωτικὴ ψῆφος, Λουκ. Ἁρμον. 3. ΙΙΙ. λεύκη, ἡ, καὶ λευκόν, τό, ὡς τὸ οὐσιαστ., ἴδε τὰς λέξεις.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. I. brillant :
1 propr. brillant, éclatant : λευκὴ αἴγλη OD lumière du jour éclatante ; λευκὸν ἡέλιος ὥς IL brillant comme le soleil ; λευκὸς λέβης IL chaudron brillant;
2 clair, pur, limpide, serein : λευκὸν ὕδωρ IL, OD eau limpide ; λευκὴ γαλήνη OD eau calme et brillante (dans un pot);
II. blanc : λευκὸν ἅρμα, attelage de chevaux blancs ; λευκαὶ τρίχες, ou abs. λευκαί ESCHL cheveux blancs ; λευκὸν γῆρας SOPH vieillesse aux cheveux blancs;
-- au sens symbolique :
1 comme signe de jeunesse, de beauté : λευκὴ δέρη EUR, ευκὴ παρειά SOPH cou blanc, joue blanche;
2 comme signe de bonheur : λευκὸν ἦμαρ ESCHL jour de bonheur;
III. pâle : λευκὸς χρυσός HDT or pâle (avec alliage d’argent);
subst. τὸ λευκόν, couleur blanche ; ἡ λευκή (ψῆφος) LUC caillou blanc, càd suffrage favorable;
Cp. λευκότερος, Sp. λευκότατος.
Étymologie: R. Λυκ, briller ; cf. λεύσσω, lat. lux, lumen, etc.

English (Autenrieth)

clear, i. e. transparent or full of light, as water, the surface of water, or the radiance of the sky, Od. 5.70, Od. 10.94, Od. 6.45; then white, as snow, milk, bones, barley, Il. 10.437, Od. 9.246, Od. 1.161, Il. 20.496.

English (Slater)

λευκός
   1 white λευκῷ σὺν γάλακτι (N. 3.77) στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.81) Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ (N. 7.78) ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα ὤθεον fr. 166. 3. met., “Πελίαν ἄθεμιν λευκαῖς πιθήσαντα φρασίν” (sign. dub.: cf. Hesych., λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν (P. 4.109) cf. διάλευκος.