βούλομαι

From LSJ
Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλομαι Medium diacritics: βούλομαι Low diacritics: βούλομαι Capitals: ΒΟΥΛΟΜΑΙ
Transliteration A: boúlomai Transliteration B: boulomai Transliteration C: voylomai Beta Code: bou/lomai

English (LSJ)

(Ep. also βόλομαι, q. v.), Dor. βώλ- (q. v.), Aeol. βόλλ- (v. βόλομαι), Thess. βέλλ- IG9(2).517.20, Boeot. βείλ- ib.7.3080, βήλ- SIG1185.18 (Tanagra, iii B. C.), Locr.and Delph. δείλ- IG9(1).334.3, GDI2034.10, Coan, etc. δήλ- (q. v.), Ion. 2sg.

   A βούλεαι Od.18.364, Hdt.1.11: impf. ἐβουλόμην Il.11.79, etc.; ἠβουλόμην E.Hel.752, D.1.15, etc.; Ion. 3pl. ἐβουλέατο codd. in Hdt.1.4, 3.143: fut. βουλήσομαι A.Pr.867, S.OT1077, etc.; later fut. βουληθήσομαι v.l. in Aristid.Or.48(24).8, Gal.13.636: aor. ἐβουλήθην, also ἠβ- (v. infr.), βουληθείς S.OC732, IG22.1236, etc., but Ep. aor. subj. 3sg. βούλεται (from *βόλσ-ε-ται) Il.1.67: pf. βεβούλημαι D.18.2; also βέβουλα (προ-) Il.1.113 (ἐβέβουλε dub. in Epigr. in Berl.Sitzb.1894.907):— forms with augm. ἠ- are found in Att. Inscrr. from 300 B.C. onwards, as IG22.657, al., and occur frequently in Mss. as ἠβούλοντο v.l.in Th. 2.2, 6.79, ἠβούλου Hyp.Lyc.11; said to be Ionic in An.Ox.2.374.— An Act. βούλητε( = βούλησθε) Mitteis Chr.361.10 (iv A. D.):—will, wish, be willing, Hom., etc.: usu. implying choice or preference (cf. IV) opp. ἐθέλω 'consent', εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω Pl.Grg.522e, cf. R. 347b, 437b; ἐὰν βούλῃ σὺ . . ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ Id.Alc.1.135d; ἂν οἵ τε θεοὶ 'θέλωσι καὶ ὑμεῖς βούλησθε D.2.20; οὔτ' ἀκούειν ἠθέλετ' οὔτε πιστεύειν ἐβούλεσθε Id.19.23; but ἐθέλω is also used = 'wish', λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι, E.Alc.281 (so ἐθέλω εἰπεῖν Pl.Prt.309b, but φράσαι τι βούλομαι Ar.Pl.1090): Hom. uses βούλομαι for ἐθέλω in the case of the gods, for with them wish is will: ἐθέλω is more general, and is sts. used where βούλομαι might have stood, e.g. Il. 7.182.—Construct.: mostly c. inf., Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι 11.79, etc.; sts. c. inf. fut., Thgn.184; c. acc. et inf., Od.4.353, and freq. in Prose: when βούλομαι is folld. by acc. only, an inf. may generally be supplied, as καί κε τὸ βουλοίμην (sc. γενέσθαι) Od.20.316; ἔτυχεν ὧν ἐβούλετο (sc. τυχεῖν) Antiph.18.6; πλακοῦντα β. (sc. σε λέγειν) Id.52.11; καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ [Ποσειδάων] (sc. τοῦτο γενέσθαι) Il.15.51; so εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι) Ar.Ra. 1279; βουλοίμην ἄν (sc. τόδε γενέσθαι) Pl.Euthphr.3a.    2 in Hom. of gods, c. acc. rei et dat. pers., Τρώεσσιν . . ἐβούλετο νίκην he willed victory to the Trojans, Il.7.21, cf. 23.682: later c. acc., τὸ βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος that supports the constitution, Arist.Pol.1309b17.    II Att. usages:    1 βούλει or βούλεσθε folld. by Verb in subj., βούλει λάβωμαι; would you have me take hold? S.Ph.761; βούλει φράσω; Ar.Eq.36, cf. Pl.Phd.79a, R.596a; ποῦ δὴ βούλει ἀναγνῶμεν; Id.Phdr.228e.    2 εἰ βούλει if you please, S.Ant.1168, X.An.3.4.41; also εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, to express a concession, or if you like, Pl.Smp.201a, etc.; εἰ μὲν β., φρονήσει, εἰ δὲ β., ἰσχύι Id.R. 432a.    3 ὁ βουλόμενος any one who likes, Hdt.1.54, Th.1.26, etc.; ἔδωκεν ἅπαντι τῷ βουλομένῳ D.21.45; ὁ β. the 'common in former', Ar. Pl.918 (whence, in jest, βούλομαι ib.908); ὅστις βούλει who or which ever you like, Pl.Grg.517b, Cra.432a.    4 βουλομένῳ μοί ἐστι, c. inf., it is according to my wish that... Th.2.3; εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι Pl.Grg.448d; also τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν' ἔσται E.IA33; τὸ κεἰνου βουλόμενον his wish, ib. 1270; but with pass. sense, τὸ β. the object of desire, Luc.Am.37, Plu.Art.28.    5 τί βουλόμενος; with what purpose? Pl.Phd.63a, D.18.172; τί βουληθεὶς πάρει ; S.El.1100.    III mean, Pl.R.362e, 590e, etc.; τί ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος; (folld. by β. λέγειν ὡς . . ) Id.Tht.156c; τί β. σημαίνειν τὸ τέρας D.H.4.59; βούλεται εἶναι professes or pretends to be, Pl.R.595c; β. τὸ ὄνομα ἐπικεῖσθαι Id.Cra.412c; freq. in Arist., τὸ ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἰ . . EN1110b30; β. ἄσωτος εἶναι ὁ ἕν τι κακὸν ἔχων ib.1119b34; β. ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι ib.1125b33; tend to be, ἡ τοῦ ὕδατος φύσις β. εἶναι ἄχυμος Id.Sens.441a3; β. ἤδη τότε εἶναι πόλις ὅταν . . Id.Pol.1261b12, cf. 1293b40; ἡ φύσις β. μὲν τοῦτο ποιεῖν πολλάκις, οὐ μέντοι δύναται ib. 1255b3, cf. GA778a4, al.    2 to be wont, X.An.6.3.18.    IV folld. by ... prefer, for βούλομαι μᾶλλον (which is more usu. in Prose), βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι I had rather... Il.1.117, cf. 23.594, Od.3.232, 11.489, 12.350; β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν . . ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Hdt.3.40; β. παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι (for πολὺν χρόνον, μᾶλλον ἤ . . ) ib.124, cf. E.Andr. 351; less freq. without ἤ... πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν I much prefer... Il.1.112, cf. Od.15.88. (g[uglide]el-g[uglide]ol-, cf. the dialectic forms.)

German (Pape)

[Seite 458] impf. ἐβούλετο Xen. An. 1, 1, 1; ἠβούλετο Cyr. 6, 1, 33; fut. βουλήσομαι; aor. ἐβουλήθην, att. ἠβ.; perf. βεβούλημαι Dem. 18. 2; bei Hom. nur praes. und imperfect.; vgl. προβέβουλα, βόλομαι volo; 1) mit Ueberlegung sich entschließen, vornehmen, vgl. ἐθέλω, von dem es Ammon. so unterscheidet: β. ἐπὶ μόνου λογικοῦ, θέλειν καὶ ἐπὶ ἀλόγου ζῴου; unstreitig ist ἐθέλω das umfassendere Wort, die Neigung, Luft ausdrückend, vgl. Buttm. Lexil. I p. 26 ff., dessen Ansicht nicht durchweg haltbar; bei βούλομαι ist an die Ausführung zu denken, dah. gew. οἱ θεοὶ βούλονται, da sie alles ausführen können; vgl. Eur. I. T. 61 ἀδελφῷ βούλομαι δοῦναι χοὰς, ταῦτα γὰρ δυναίμεθ' ἄν; dah. es oft geradezu = beschließen ist; damit stimmen auch Stellen überein, wie Dem. 2, 20 ἂν οἵτε θεοὶ θέλωσι, καὶ ὑμεῖς βούλησθε, wo nur Geneigtheit der Götter u. Entschließung der Bürger verlangt wird; ja auch 19, 23 οὔτ' ἀκούειν ἠθέλετε οὔτε πιστεύειν ἠβούλεσθε kann so gefaßt werden; obwohl beide Verba an manchen Stellen ohne erheblichen Unterschied gebraucht sind. – Wollen, beabsichtigen, gew. mit dem inf., von Hom. an überall; der inf. fut., den die alten Gramm. verwerfen, findet sich doch an einzelnen Stellen, s. Schäfer ad poet. Gnom. p. 16. Aus Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Il. 1 i, 79 ist zu erkl. Τρώεσσι νίκην 16, 121, er beschloß ihnen Sieg, verlieh ihnen Sieg; τῷ κε Ποσειδάων γε, καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ, αἶψα μεταστρέψειε νόον μετὰ σὸν καὶ ἐμὸν κῆρ Iliad. 15, 51; ἐς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι), ich will ins Bad, Ar. Ran. 1279; τὰ Συρακουσίων, den Spr. geneigt sein, sich für sie entscheiden, Thuc. 6, 80; Sp. sogar κακῶς τινι, Dion. Hal. 3, 21; – τὸ βουλόμενον, die Willensmeinung, Entschluß, Eur. I. A. 33. 1270; Antiph. 5, 73 u. Sp.; – ἔστιν ἐμοὶ βουλομένῳ, = βούλομαι, Thuc. 2, 3; Plat. Soph. 254 b Crat. 384 a u. sonst; – ὁ βουλόμενος, Jeder, der da will, der Erste, Beste, Gorg. 527 a u. sonst sehr oft; auch mit πᾶς, Rep. III, 416 d; seltener ὃς βούλει, Gorg. 417 a; vgl. Crat. 432 a; – βουλόμενος, in der Absicht, um zu, Att.; – βούλει, seltener βούλεσθε, mit darauf folgendem Conj. in auffordernden Fragen, βούλει, φράσω, willst du, soll ich dir sagen, Ar. Equ. 36; βούλει λάβωμαι δῆτα καὶ θίγω τί σου Soph. Phil. 751; vgl. Eur. Phoen. 734; Plat. Gorg. 454 d; auch außer der Frage, εἴτε τι βούλει προσθῇς ἢ ἀφέλῃς Phaed. 95 e; vgl. Rep. II, 372 e; u. wo es parenthetisch ist, πόθεν βούλει, ἄρξωμαι Xen. Oec. 16, 8; erst Sp. haben das fut. dabei; – stärker: verlangen, befehlen, ὁ νόμος βούλεται τούτους εὖ βασανίζειν Plat. Conv. 184 a; bei Sp. behaupten; übertr., von Sachen, τί τοῦτο βούλεται; was will das, was hat das zu bedeuten? τί β. οὗτοςμῦθος; Plat. Theaet. 156 c; vgl. Parm. 128 a Legg. II, 668 c. So bes. auch Arist. – 2) lieberwollen, vorziehen, βούλομ' ἅπαξ ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι Od. 12, 350; vgl. Il. 1, 117. 23, 594 Od. 11, 489. 16, 106; βουλήσει ποτὲ καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ 'ν ἐμοὶ θρασύς Soph. Ai. 1293; vgl. Her. 3, 124; Plat. Alc. II, 658 a; Babr. 65, 7. Seltener ohne ἤ, Il. 1, 112 Od. 15, 88. Häufig im Art., bes. Plat. εἰ δὲ βούλει, wenn du lieber willst, od. wenn du willst, was geradezu Partikel wird »oder auch«. Vgl. βούλεται δ' αὐτοῖς ἡ μὲν ἀνωτάτη σφαῖρα τὸν ἥλιον, es soll bedeuten, Procl. bei Phot. 348.

Greek (Liddell-Scott)

βούλομαι: (Ἐπ. ὡσαύτως βόλομαι, ἴδε ἐν λ.), Ἰων. β΄ ἑνικ. βούλεαι Ὀδ. Σ. 364, Ἡρόδ.˙ παρατ. ἐβουλόμην Ἰλ. Λ. 79, Ἀττ.˙ παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ἡβουλόμην Εὐρ. Ἑλ. 752, Δημ., κτλ., Ἰων. γ΄ πληθ. ἐβουλέατο Ἡρόδ. 1. 4., 3. 143˙ -μέλλ. βουλήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 867, Σοφ., κτλ.˙ μεταγεν. μέλλ. βουληθήσομαι Ἀριστείδ., Γαλην.˙ -ἀόρ. ἐβουλήθην, ὡσαύτως Ἀττ. ἠβ-, βουληθεὶς Σοφ. Ο. Κ. 732, κτλ.˙ -πρκμ. βεβούλημαι Δημ. 226. 11˙ ὡσαύτως βέβουλα (προ-) Ἰλ. Α. 113˙ -λέγεται δὲ ὅτι οἱ μετὰ διπλῆς (διὰ τοῦ η) αὐξήσεως τύποι εἶναι ἀττικώτεροι˙ δὲν ἐπιβάλλονται ὑπὸ οὐδενὸς ποιητ. χωρίου, ἀλλ’ ἀπαντῶσι συχνάκις ἐν χφοις, ὡς ἠβούλοντο Θουκ. 2. 2., 6. 79, Δημ. 307. 4˙ πρβλ. μέλλω. ἐν ταῖς ἀττ. ἐπιγρ. ἀπὸ τ. 300 π. Χ. ἡ αὔξησις γίνεται διὰ τ. η, πρότερον διὰ τ. ε. (Ἐκ √ ΒΟΛ (πρβλ. βόλομαι) παράγονται ὡσαύτως βουλή, βούλησις, βουλεύω, κτλ., πρβλ. Λατ. vol-o, vol-untas, ul-tro· Γοτθ. viljan (βούλεσθαι), Ἀγγλ. will, κτλ.˙ Σανσκρ. var, vrinômi (eligo), vratam (votum)). Ἐν νῷ ἔχω, ἐπιθυμῶ, (ἐθέλω, =προθύμως, ἑκὼν ποιῶ τι), Ὅμ. κτλ.˙ Ἰλ. Ω. 226, Ὀδ. Ο. 21˙ λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι Εὐρ. Ἀλκ. 281˙ ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τὸ βούλομαι ἀντὶ τοῦ ἐθέλω ἐπὶ τῶν θεῶν˙ διότι παρ’ αὐτοῖς τὸ ἐπιθυμῆσαι εἶναι θέλειν. Ἕπεται λοιπὸν ὅτι τὸ ἐθέλω εἶναι ἡ γενικωτέρα λέξις, καὶ ἐνίοτε τίθεται ὅπου ἠδύνατο νὰ τεθῇ τὸ βούλομαι, π. χ. ἐν Ἰλ. Η. 182. –Σύνταξ.˙ κατὰ τὸ πλεῖστον μ. ἀπαρ., Ὅμ., κτλ.˙ ἐνίοτε μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., Θέογν. 187˙ μ. αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀδ. Δ. 353, Ἰλ. Α. 117, καὶ συχν. παρὰ πεζοῖς˙ ὅταν τὸ βούλομαι ἀκολουθῆται ὑπὸ μόνης αἰτιατ., ἀπαρέμφατον δύναται συνήθως νὰ νοηθῇ, ὡς, καί κε τὸ βουλοίμην (ἐνν. γενέσθαι) Ὀδ. Υ. 316˙ ἔτυχεν ὦν ἐβούλετο (ἐνν. τυχεῖν) Ἀντιφ. Αἰολ. 1˙ πλακοῦντα β. (ἐνν. ἔχειν) ὁ αὐτ. Ἀφροδ. 1. 11˙ ἐκ τῆς συντάξεως ταύτης μετ’ ἀπαρ. ἔλαβεν ἀρχὴν ἡ Ὁμηρ. χρῆσις (ἐπὶ τῶν θεῶν). μ. αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην, ἐπεθύμει νὰ νικήσωσιν οἱ Τρῶες, ἀπεφάσισεν, Ἰλ. Η. 21˙ πλῆρες, Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Λ. 79, πρβλ. Ψ. 682˙ οὕτω, καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ (ἐνν. τοῦτο γενέσθαι) Ο. 51˙ οὕτω, εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (ἰέναι) Ἀριστοφ. Βατρ. 1279˙ βουλοίμην ἂν (ἐνν. τὸδε γενέσθαι) Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α˙ -ὡσαύτως, βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος, εὔνουν τῇ πολιτείᾳ, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 5. ΙΙ. Ἀττ. χρήσεις : 1) βούλει ἢ βούλεσθε, ἑπομένης ὐποτακτ. προσθέτει δύναμιν εἰς τὸ αὐθυπότακτον, βούλει λάβωμαι, θέλεις νὰ πιάσω, Σοφ. Φ. 762˙ βούλει φράσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 36, πρβλ. Valck. Ἱππ. 782, Heind. Φαίδων. 79 Α. 2) εἰ βούλει, εὐγενής, φιλόφρων φράσις, ὡς τὸ Λατ. sis (si vis), «ἂν ἀγαπᾷς», Σοφ. Ἀντ. 1168, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 41˙ ὡσαύτως, εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, πρὸς δήλωσιν ὑποχωρήσεως ἢ =ἂν εἶναι ἀρεστόν, Λατ. sin mavis, vel etiam, Πλάτ. Συμπ. 201 Α, κτλ. 3) ὁ βουλόμενος, Λατ. quivis, ὁ πρῶτος θελήσας, Ἡρόδ. 1. 54, Θουκ. κ. ἀλλ.˙ ἔδωκε παντὶ τῷ βουλομένῳ Δημ. 528. 26˙ -οὕτω καὶ ὃς βούλει Πλάτ. Γοργ. 517Β˙ ὅστις βούλει ὁ αὐτ. Κρατ. 432 Α. 4) βουλομένῳ μοι ἐστι, nobis volentibus est, μετ’ ἀπαρ., =εἶναι σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν μου νὰ…, Θουκ. 2. 3˙ εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαί Πλάτ. Γοργ. 448D· πρβλ. ἄσμενος, ἀσπάσιος˙ -ἀλλά, τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν’ ἔσται Εὐρ. Ι. Α. 33˙ τὸ κείνου βουλόμενον, τὴν ἐπιθυμίαν του, αὐτόθι 1270. 5) τί βουλόμενος; μὲ τίνα σκοπόν; Πλάτ. Φαίδων. 63 Α, Δημ. 285. 24˙ τί βουληθεὶς πάρει; Σοφ. Ἠλ. 1100. 6) ἐννοῶ, θέλω νὰ εἴπω τοῦτο καὶ τοῦτο (πρβλ. ἐθέλω 4-6), Πλάτ. Πολ. 590 Ε, κτλ.˙ εἰ βούλει ἀνδρὸς ἀρετὴν ὁ αὐτ. Μένων. 71 Ε˙ τί βούλεται εἶναι; quid sibi vult haec res? ὁ αύτ. Θεαιτ. 156C· -ἐντεῦθεν, βούλεται εἶναι, ἰσχυρίζεται, ἐπαγγέλλεται, προσποιεῖται ὅτι εἶναι, ὡς τὸ μέλλει ἢ κινδυνεύει εἶναι ὁ αὐτ. Πολ. 595C, Κρατ. 412C, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ., τὸ ἑκούσιον βούλεται λέγεσθαι, οὐκ εἰ …, Ἠθ. Ν. 3. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 5., 4. 5, 3, κτλ.˙ ἰδίως ἐπὶ τάσεων, ἡ τοῦ ὕδατος φύσις β. εἶναι ἄχυμος π. Αἰσθ. 4, 4˙ β. ἤδη τότε εἶναι πόλις, ὅταν…, Πολ. 2. 2, 8, πρβλ. 4. 8, 4. βούλεται δηλοῦν Διον. Ἁλ. Ρ. Α. 2, 12. ΙΙΙ. ἑπομένου τοῦ ἢ…, προτιμῶ, ἀντὶ τοῦ βούλομαι μᾶλλον (ὅπερ συχνότερον παρὰ πεζοῖς), καθ’ ὅσον πᾶσα ἐπιθυμία περιλαμβάνει προτίμησιν, βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι, ἢ ἀπολέσθαι, θέλω περισσότερον…, Ἰλ. Α. 117, πρβλ. Ψ. 594, Ὀδ. Β. 232, Λ. 489, Μ. 350˙ β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν . . ., ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Ἡρόδ. 3. 40˙ β. παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι, ἔνθα τις θὰ περιέμενε πολὺν χρόνον, μᾶλλον ἢ…αὐτόθι 124˙ πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 351˙ -σπανιώτερον ἄνευ τοῦ ἢ…, πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν, πολὺ προτιμῶ…, Ἰλ. Α. 112, πρβλ. Ὀδ. Ο. 88. Πρβλ. μάλα ΙΙ. 3.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐβουλόμην ou ἠβουλόμην, f. βουλήσομαι, ao. ἐβουλήθην ou ἠβουλήθην, pf. βεβούλημαι;
I. vouloir (en gén. et plutôt au sens de désirer, p. opp. à θέλω, qui semble marquer plutôt l’idée de vouloir proprement dite);
1 vouloir : Τρώεσσιν νίκην IL la victoire pour les Troyens ; β. Τρώεσσιν κῦδος ὀρέξαι IL vouloir procurer de la gloire aux Troyens ; εἰ βόλεσθε épq. αὐτὸν ζώειν OD si vous voulez qu’il vive ; βούλεσθαι… μᾶλλον ἤ, vouloir… plutôt que, préférer, aimer mieux ; βούλομαι παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστέρησθαι HDT je préfère rester fille longtemps encore, plutôt que d’être privée de mon père ; βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι IL je préfère voir mon peuple sauvé plutôt que perdu ; ολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν IL je préfère la garder chez moi ; abs. avoir une préférence pour, incliner vers, préférer : β. τὰ Συρακοσίων THC se déclarer en faveur des Syracusains;
2 désirer, souhaiter : τι qch ; βούλει ἀναγνῶμεν ; PLAT veux-tu que nous lisions ? ἄλλῃ βούλεσθαι IL souhaiter que qch arrive autrement ; τό τινος βουλόμενον EUR la faculté de vouloir, la volonté de qqn ; ὁ βούλομενος, le premier venu, litt. celui qui le désire, à qui cela convient ; τί βούλομενος ; PLAT, τί βουληθείς ; SOPH dans quelle intention ? litt. voulant ou ayant voulu quoi ?;
3 avoir l’intention de, montrer une tendance à : βούλεται εἶναι PLAT il a la prétention d’être, il a une tendance à être, il n’est pas éloigné d’être ; signifier, vouloir dire : τί ἡμῖν βούλεται τοῦτο ; PLAT que nous veut cela ? qu’est-ce que cela signifie ? (cf. lat. quid sibi vult haec res ?);
II. vouloir bien, consentir à : βούλει λάβωμαι ; SOPH veux-tu que je prenne ? εἰ βούλει SOPH si tu veux bien, s’il te plaît (cf. lat. sis = si vis).
Étymologie: R. Ϝολ ou Ϝελ, vouloir, désirer ; cf. lat. volo et velle.

English (Autenrieth)

(βόλεται, βόλεσθε, ἐβόλοντο): will, wish, prefer; Τρώεσσι δὲ βούλετο νῖκήν, Il. 7.21, etc.; often with foll. ἤ, βούλομ' ἐγὼ λᾶὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι, Il. 1.117.

English (Slater)

βούλομαι
   1 wish βούλομαι παίδεσσιν Ἑλλάνων[ fr. 118.