ἀκήρατος
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ον, (κηραίνω)
A undefiled, pure, ὕδωρ Il.24.303; inviolate, χεῦμα, ὄμβρος, S.OC471,690 (lyr.); χρυσός pure gold, Archil.Supp.4, Alcm.23.54, Hdt.7.10.ά, Simon.64, cf. Pl. R.503a, Plt.303e; φλόξ Secund.Sent.5; untouched, unhurt, οἶκος καὶ κλῆρος, κτήματα, Il.15.498, Od.17.532; ἀπαρτίη Hippon.26; σκάφος A.Ag.661; ἁνίαι strong reins, Pi.P.5.32; πλόκοι unshorn locks, E. Ion1266; λειμών unmown meadow, Id.Hipp.73; ἀ. ἐμπόριον virgin market, Hdt.4.152; ἀ. φιλία X.Hier.3.4; ἐπιστήμη, ἤθη, Pl.Phdr.247d, Lg.735c; ἀ. φάρμακα spells that have all their power, A.R.4.157. 2 of persons, undefiled, a virgin, E.Tr.675, Pl.Lg.84cd; ἀ. λέχος E. Or.575: c. dat., ἀκήρατος ἄλγεσι, τύχαις untouched by woes, etc., Hipp.1113, HF1314: c. gen., ἀ. κακῶν without taint of ill, Hipp.949; ἀ. ὠδίνων free from throes of child-birth, A.R.1.974, etc.: poet. Sup. ἀκηρότατος AP12.249 (Strat.). II (κεράννυμι) unmixed, ποτόν A.Pers.614.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήρᾰτος: -ον, (κεράννυμι) ὡς τὸ ἀκέραιος, ἀμιγής, ἀμόλυντος, ἀμίαντος, καθαρός, κυρίως ἐπὶ ὑγρῶν, ὕδωρ, Ἰλ. Ω. 303· ποτόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614· χεῦμα, ὄμβρος, Σοφ. Ο. Κ. 471, 690· ἀκ. χρυσός, καθαρός, Ἡρόδ. 7. 10, 1. Σιμων. 64· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 503Α, Πολιτικ. 303Ε. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέγγικτος, ἀκέραιος, ὁλόκληρος, Λατ. integer· οἶκος καὶ κλῆρος, κτήματα, Ἰλ. Ο. 498, Ὀδ. Ρ. 532· σκάφος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἁνίαι = ἰσχυραὶ ἡνίαι, Πινδ. Π. 5.43· ἀκ. κόμη, ἀκούρευτος, Εὐρ. Ἴων 1266· ἀκ. λειμών, μὴ θερισμένος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 73· ἀκ. φιλία, κόσμος, Ξεν. Ἱερ. 3.4., Κύρ. 8. 7, 22· ἐπιστήμη, ἤθη, Πλάτ. Φαῖδρ. 247D., Νόμ. 735C· ἀκ. φάρμακα, ἐπῳδαὶ ἔχουσαι ἅπασαν αὑτῶν τὴν δύναμιν, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 157: - ἐν Ἡρόδ. 4, 152., τὸ ἐμπόριον τοῦτο ἦν ἀκ. τοῦτον τὸν χρόνον, δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ἢ ὡς = ἄθικτον, ὃ δὲν ἐπεσκέφθη τις ἔτι, «ἀσύχναστον», ἢ ὡς = ἐν πλήρει ἐνεργείᾳ καὶ ἀκμῇ. 2) ἐπὶ προσώπ., Λατ. integer, παρθένος ἀκ., ἀμίαντος, Εὐρ. Τρῳ. 670· οὕτως, ἀκ. λέχος, Εὐρ. Ὀρ. 575· καὶ μετὰ δοτ. ἀκήρατος ἄλγεσι, τύχαις, = ἄθικτος ὑπὸ θλίψεων, δυστυχιῶν κτλ., Εὐρ. Ἱππ. 1113, Ἡρ. Μαιν. 1314, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ἀκ. κακῶν, ἄνευ σκιᾶς κακοῦ, αὐτόθι 949 ἀκ. γάμων, Πλάτ. Νόμ. 840D· ἀκ. ὠδίνων, ἀπηλλαγμένος ὠδίνων (ἐπὶ τεκνογονίας), Ἀπολλ. Ρόδ. 1.974, κτλ., πρβλ. ἀκέραιος, ἀκηράσιος, ἀκραιφνής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non mêlé, sans alliage, pur;
2 non entamé, non endommagé, entier, intact : ἀκήρατος ἄλγεσι EUR qui ne connaît pas le malheur, la souffrance.
Étymologie: ἀ, κεράννυμι.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰκήρᾰτος, -ον
1 undamaged, whole ἀκηράτοις ἁνίαις (P. 5.32) ]λυσίμβροτον παρθενίᾳ κε[] ἀκηράτων δαίδαλμα[ (Pae. 8.81)
Spanish (DGE)
(ἀκήρᾰτος) -ον
I 1no cortado, intacto, indemnede una propiedad οἶκος καὶ κλῆρος Il.15.498, κτήματα Od.17.532, ἀπαρτίη Hippon.15
•de otros objetos ἁνίαι Pi.P.5.32, σκάφος A.A.661, πλόκοι ἀκήρατοι bucles sin cortar E.Io 1266, ἀκηράτου λειμῶνος de un prado sin hollar E.Hipp.73, παρθένων κῆπος Ibyc.5.4, ἀκήρατον ἐμπόριον mercado virgen, sin explotar Hdt.4.152
•de animados intacto, puro, virgen de una doncella ἀ. δέ μ' ἐκ πατρὸς λαβὼν δόμων E.Tr.675, cf. A.R.4.1025, Plu.Num.9, λέχος E.Or.575, εὐνή Max.77, de anim., Pl.Lg.840d, μόσχος E.IA 1083.
2 entero, con todo su vigor, íntegro φάρμακα A.R.4.157, como pred. ἀκήρατον ἐκβαίνοντα saliendo intacto de una prueba, Pl.R.413e, ὅπως ... αἱ ... κρ[ί] σεις ... ἀκήρατοι δ[ι] αμένωντι IO 47.20 (II a.C.).
II 1sin mezcla, puro ὕδωρ Il.24.303, χεῦμα agua lustral S.OC 471, ὄμβρος S.OC 690, ποτόν A.Pers.614, cf. Theoc.22.38, ῥόος Nonn.D.22.399, χρυσός Archil.153.5, Alcm.1.54, Hdt.7.10, Pl.R.503a, Plt.303e, μόλυβδος Simon.87, νόμισμα Pl.R.417a, χρυσοῦν γένος καὶ ἀκήρατον Plu.Cor.14, πῦρ ἀκήρατον llama pura Q.S.4.138, ἰκμάς Hp.Aff.52, εἰκόνες D.C.52.35.3
•c. dat. o gen. no mezclado con, libre de θυμὸς ἀ. ἄλγεσι E.Hipp.1114, οὐδεὶς θνητῶν ταῖς τύχαις ἀ. E.HF 1314, ἀ. ἀνδράσι Λῆμνος A.R.1.852, κακῶν E.Hipp.949, ὠδίνων A.R.1.974
•limpio, claro ἀκήρατοί σου αἱ ἀκοαί SB 7205.8 (III d.C.).
2 fig., de abstr. puro, no adulterado, sin mácula ἐπιστήμη Pl.Phdr.247d, Ph.1.265, ἤθη Pl.Lg.735c, ἀρεταί Ph.1.148, φιλία X.Hier.3.4, ἀ. ἀλυπία falta absoluta de penas Pl.Ax.371d, τὸ καθαρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκήρατον τοῦ νοῦ la pureza sin mancha de su espíritu Pl.Cra.396b, cf. D.Chr.36.55, ἡ ἀ. μεγαλοδωρία τοῦ ... Αὐρηλιανοῦ PLips.119ue.2.3 (III d.C.).
III inalterable, indestructible del éter στοιχεῖον ἀκήρατον καὶ θεῖον Arist.Mu.392a9, ἔρως οὐράνιος ἀ. καὶ θεῖος Ph.2.384.
Greek Monolingual
ἀκήρατος, -ον (Α)
1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος
2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός
3. ακούρευτος
4. αθέριστος
5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀ-κέρα-τος < ρίζα κερα- (πρβλ. κερα-ΐζω, ἀ-κέρα-ιος). Η παραγωγή της λ. από το ρ. κηραίνω (< κὴρ) «βλάπτω, καταστρέφω» (που θα δικαιολογούσε το η της λ. ἀκήρατος) προσκρούει στο ότι το ρ. κηραίνω αποτελεί χρονικά μεταγενέστερο σχηματισμό, έτσι η μακρότητα (του η) στο ἀκήρατος (αντί ἀκέρατος) θα πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί είτε με τον βραχυντικό νόμο του Saussure -για την αποφυγή των πολλών αλλεπάλληλων βραχέων
είτε με ετυμολογική επίδραση της λ. κὴρ (βλ. και ετυμολ. του ἀκέραιος). Αν δεν δεχθούμε ότι η σημ. «καθαρός, αγνός, ανόθευτος» είναι προϊόν σημασιολογικής εξελίξεως της αρχικής σημ. «άθικτος, ανέπαφος» με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) επίδραση του κεράννυμι μέσω των ἄκρατος / ἄκρητος, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη ενός άλλου ομόηχου τ. ἀκήρατος («ἀκήρατος ΙΙ») που θα παράγεται διαφορετικά, απευθείας δηλ. από το κεράννυμι (πρβλ. Λεξικό Liddell-Scott). Εδώ προτιμήθηκε η α' άποψη (Chantraine), έτσι γίνεται λόγος για έναν κοινό τ. ἀκήρατος (όπως και για ένα κοινό παράγωγο ἀκηράσιος). Τέλος, οι σημ. (3) και (4) οδήγησαν ορισμένους και στη διάκριση και ενός τρίτου, διαφορετικού τ. ακήρατος, παραγώγου του ρ. κείρω «κουρεύω», διάκριση που δεν φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηράσιος.