σκολιός

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολιός Medium diacritics: σκολιός Low diacritics: σκολιός Capitals: ΣΚΟΛΙΟΣ
Transliteration A: skoliós Transliteration B: skolios Transliteration C: skolios Beta Code: skolio/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A curved, bent (opp. ὀρθός, εὐθύς), σ. σίδηρος Hdt.2.86; σ. σκίπωνι E.Hec.65 (anap.); of rivers and paths, winding, ποταμός Hdt. 1.185, cf. 2.29; Μαίανδρος σ. εἰς ὑπερβολήν Str.12.8.15; οἶμος, ἀτραπός, etc., A.R.4.1541, Nic.Th.478, etc.; ῥηγμῖνες Arist.Mete.367b14; λαβύρινθος Call.Del.311; πλέγμα ἕλικος AP7.24 (Simon.); πλοκαμῖδες Nonn.D.14.182; twisted, tangled, βάτος AP7.315 (Zenod. or Rhian.), cf. 11.33 (Phil.); ἐς τὸ σ. Hp.Art.37.    2 bent sideways, δουλείη κεφαλή, σκολιή Thgn.536; γένυες Pi.Fr.203; ἵππος σ. crooked made or going askew, Pl.Phdr.253d.    II metaph., crooked, i.e. unjust, unrighteous, θέμιστες Il.16.387; μῦθοι, δίκαι, Hes.Op.194,221; αἰ σκολιὰν (sc. ῥήτραν) ὁ δᾶμος ἕλοιτο, Spartan law ap. Plu.Lyc.6; λόγος Thgn.1147; ἀπάται Pi.Fr.213; πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς Id.P.2.85; riddling, obscure, ῥημάτια Luc.Bis Acc.16; τὸ σ. τῆς εἰσόδου (into true science) Vett.Val.250.23: rarely of men, ἰθύνει σκολιόν makes the crooked one straight, Hes.Op.7; σ. καὶ φοβερός Plu.2.551f: with Verbs, σκολιὰ φρονεῖν, opp. εὐθὺς ἔμμεν, Scol.16; σ. πράττειν Pl.Tht. 173a; τυφλὰ καὶ σ. Id.R.506c, cf. Grg.525a; σκολιά, τά, indirect methods, Cic.Att.13.39.2. Adv. σκολιῶς Hes.Op.258,262; σ. ἔχοντος τοῦ χρησμοῦ D.S.16.91; εἰς πλάγια καὶ σκολιά Pl.Tht.194b.    III σκολιόν, τό, intestine, σπλάγχανα καὶ νεφρὸν καὶ σκολιόν SIG1002.5 (Milet., v/iv B.C.), cf. Schwyzer 721.23 (Mycale, iv B.C.), al.

German (Pape)

[Seite 902] (nach den Alten von σκέλλω, durch Trockenheit gekrümmt?), krumm, gebogen; σκίπων, Eur. Hec. 65; σίδηρος, Her. 2, 86; gewunden, geschlängelt, übh. ungrade, Ggstz v. ὀρθός, ὄρθιος; dah. auch schief, schräg, εἰς πλάγια καὶ σκολιὰ τυποῦσα, Plat. Theaet. 194 b; verdreht, u. bes. häufig übertr., unredlich, falsch, tückisch, hinterlistig, σκολιαὶ θέμιστες Il. 16, 387, μῦθοι Hes. O. 194, δίκαι 221. 252; auch adv. σκολιῶς, 260. 264; im eigtl. Sinne, ὁδοί, Pind. P. 2, 85; ἀπάται, frg. 232; λαβύρινθος, Callim. Del. 311; seltener von Menschen, Hes. O. 7; σκολιὰ φρονεῖν, Scol. 14 Jac.; σκολιὸν λέγειν, Ar. Vesp. 1240, Schol. κολακικόν; εὐθύνει δὲ δίκας σκολιάς, Solon v. 36 bei Dem. 19, 255; πάντα σκολιὰ ὑπὸ ψεύδους καὶ ἀλαζονείας, Plat. Gorg. 525 a; πράττειν σκολιά, Theaet. 173 a. – Strab. XIV setzt ἔργα σκολιά den ξόανα ἀρχαῖα gegenüber, die man auf künstliche Bildsäulen gedeutet hat, es muß aber Σκοπάδια heißen, od. Σκόπα. – Dunkel ist σκολιῶν ὄρθρων κνίσματα δακρυχαρῆ Mel. 102 (V, 166).

Greek (Liddell-Scott)

σκολιός: -ά, -όν, κεκαμμένος, κυρτός, «στραβός», λοξός, Λατ. obliquus, ἀντίθετον τῷ ὀρθός, εὐθύς· σκ. σίδηρος Ἡρόδ. 2. 86· σκ. σκίπωνι Εὐρ. Ἑκ. 65· ἐπὶ ποταμῶν ἢ ἀτραπῶν, ἑλικοειδής, ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 185., 2. 29· Μαίανδρος σκ. εἰς ὑπερβολὴν Στράβ. 577· οἶμος, ἀτραπιτός, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1541, Νικ. Θηρ. 478, κτλ.· ῥηγμῖνες Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 25· οὕτω, λαβύρινθος Καλ. εἰς Δῆλ. 311· πλέγμα ἕλικος Ἀνθ. Π. 7. 24· πλοκαμῖδες Νόνν. Δ. 14. 182· συνεστραμμένος, συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», βάτος Ἀνθ. Π. 7. 315, πρβλ. 11. 33· εἰς τὸ σκ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. 2) ὁ κεκαμμένος πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, δουλείη κεφαλή, σκολιὴ (Ὁράτ. capite obstipo), Θέογν. 536· πόδες Πίνδ. Ἀποσπ. 217· ἵππος σκ., στραβοκαμωμένος ἢ βαδίζων λοξῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 253D. - Πρβλ. σκόλιον. II. μεταφορ., διεστραμμένος, δηλ. ἄδικος, «στραβός», θέμιστες Ἰλ. Π. 887· μῦθοι, δίκαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 192, 219· λόγος Θέογν. 1147· ἀπάται Πίνδ. Ἀποσπ. 232. 2· πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 156· αἰνιγματώδης, σκοτεινός, ἀσαφής, ῥημάτια Λουκ. Δὶς Κατηγ. 16· -σπανίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἰθύνει σκολιόν, εὐθύνει, εὐθὺ ποιεῖ τὸν οὐχὶ εὐθύν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 7· σκ. καὶ φοβερὸς Πλούτ. 2. 551F· παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ σκολιός, ὁ Πονηρός, ὁ Σατανᾶς· - μετὰ ῥημάτων, σκολιὰ φρονεῖν, ἀντίθετον τῷ εὐθὺς ἔμμεν, Scol. Gr. 15 Bgk.· σκ. πράττειν, εἰπεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 173A· τυφλὰ καὶ σκ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 506C, πρβλ. Γοργ. 525A· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. σκολιῶς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256, 260· σκ. ἔχειν Διόδ. 16. 91· οὕτως, εἰς σκολιὰ Πλάτ. Θεαίτ. 104B. III. τὸ τοῦ Στράβωνος σκολιὰ ἔργα (σ. 640), ὅπερ μεγάλην ἤγειρε συζήτησιν, εἶναι ἁπλῶς ἠμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ Σκόπα ἔργα, καθ’ ἃ διώρθωσεν ὁ Tyrwhitt., Ἡσύχ. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ σκαληνός).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 oblique, tortueux;
2 fig. tortueux, sans franchise.
Étymologie: R. Σκαρ, aller de côté et d’autre ; cf. σκαίρω, σκιρτάω ; cf. σκαληνός.

English (Autenrieth)

crooked; met., ‘perverse,’ ‘unrighteous’ (opp. ἶθύντατα), Il. 16.387†.

English (Slater)

σκολῐός
   a curving κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Boeckh: -ιαὶ, -ιοὺς, -ιοῖς codd.: cf. c. infra) fr. 203. 3.
   b winding λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι, ἀλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (cf. c. infra) (P. 2.85)
   c crooked, cunning πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213.

English (Strong)

from the base of σκέλος; warped, i.e. winding; figuratively, perverse: crooked, froward, untoward.

English (Thayer)

σκολιά, σκολιόν (opposed to ὀρθός, ὄρθιος, εὐθύς (cf. σκώληξ)), from Homer down, crooked, curved: properly, of a way (τά σκολιά, ἡ εὐθεῖα namely, ὁδός, from perverse, wicked: ἡ γενεά ἡ σκολιά, διεστραμμένη added, unfair, surly, froward (opposed to ἀγαθός καί ἐπιεικής), 1 Peter 2:18.

Greek Monotonic

σκολιός: -ά, -όν, αυτός που έχει λυγιστεί, περιπεπλεγμένος, συνεστραμμένος, ελικοειδής, λοξός, γυριστός, καμπύλος, κυρτός, Λατ. obliquus, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· αυτός που έχει λυγιστεί προς την άλλη μεριά, στραβός, ανάποδος, ανώμαλος, στρεβλός, δουλείη κεφαλή, σκολιή (stat capite obstipo, σε Οράτ.), σε Θέογν.· μεταφ., διεστραμμένος, πανούργος, κακότροπος, δηλ. άδικος, ανειλικρινής, δόλιος, ψευδής, στριμμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· σκολιὰ πράττειν, εἰπεῖν, σε Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. σκολιῶς, σε Ησίοδ.