πήγνυμι

From LSJ
Revision as of 18:11, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήγνῡμι Medium diacritics: πήγνυμι Low diacritics: πήγνυμι Capitals: ΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: pḗgnymi Transliteration B: pēgnymi Transliteration C: pignymi Beta Code: ph/gnumi

English (LSJ)

3pl.

   A πηγνύουσι Hdt.4.72 (v.l.), Thphr.HP6.6.9, but πηγνῦσι Hdt. l.c. codd. plur., Hp.Vict.2.60 ; opt. πήγνυτο Pl.Phd.118a codd. ; inf. πηγνύειν X.Cyn.6.7, Dsc.4.95 : impf. πήγνυον Orph.L.567 (περι-), Nonn.D.5.50 : late form of pres. πήσσω (q. v.): fut. πήξω Il.22.283 ; Dor. πάξω Pi.O.6.3 : aor. ἔπηξα, Ep. πῆξα Od.12.15, etc. ; Aeol. part. πάξαις Pi.O.10(II).45 : pf. πέπηχα, only plpf. ἐμ-πεπήχεσαν D.C.40.40 :—Med. in trans. sense, πήγνῠμαι Hes.Op.809 : fut. πήξομαι Gal. 10.388 : aor. ἐπηξάμην Hes.Op.455, Hdt.6.12, etc. :—Pass. πήγνῠμαι : fut. πᾰγήσομαι Ar.V.437, Th.4.92 ; πήξομαι (as Pass.) Hp.Aër.8 : aor. 1 ἐπήχθην, Ep. 3pl. πῆχθεν Il.8.298, Dor. subj. παχθῇ Theoc.23.31, part. πηχθείς E.Cyc.302 : more freq. aor. 2 ἐπάγην [ᾰ], Ep. πάγην, Ep. 3pl. πάγεν Il.11.572 ; part. παγείς A.Eu.190, E.IA395 : pf. πέπηγμαι (κατα-, συμ-) D.H.5.46, Arr.An.2.21.1: plpf. ἐπέπηκτο Jul. Or.3.123b ; but in the best authors, πέπηγα is used as the pf. Pass., Il.3.135, etc. ; Aeol. πέπᾱγα Alc.34 ; opt. πεπαγοίην Eup.435 : plpf. ἐπεπήγειν Il.13.442, Th.3.23 :    I stick or fix in, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε [τὴν αἰχμήν] Il.4.460, etc. ; ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξε 13.570 ; ἐν γαίῃ π. ἐρετμόν Od.23.276 (or γαίῃ 11.129) ; π. ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν 11.77 (or τύμβῳ 12.15) ; [γύην] ἐν ἐλύματι π. Hes.Op.430; ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pi.N.7.26 ; fix in the earth, plant, σκῆπτρον S.El.420, cf. Aj.821 ; σκηνήν, σκηνὰς π., pitch a tent, And.4.30, Pl.Lg.817c (in Med., σκηνὰς πηξάμενοι pitching themselves tents, Hdt.6.12); σταύρωμα π. Th.6.66; τὰς σχαλίδας π. ὑπτίας X.Cyn.6.7 ; plant seeds or cuttings, Thphr.HP6.6.9, 7.4.10 : intr. pf. and Pass., δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει the spear stuck fast in his heart, Il.13.442 ; [δοῦρα] ἐν χροῒ πήγνυτο 15.315 ; [ὀϊστοὶ] ἐν χροῒ πῆχθεν 8.298 ; δοῦρα ἐν σάκεϊ πάγεν 11.572 ; [ξίφος] πέπηγεν ἐν γῇ S.Aj.819 ; σκηνὴ ἔσκε πεπηγυῖα ἑτοίμη Hdt.7.119 ; κυρβασίας ὀρθὰς πεπηγυίας ib.64, cf. 70 :—Med., ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι, of kissing, AP5.254 (Paul. Sil.).    2 stick or fix on, κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177 ; σκόλοψι δέμας E.IT 1430 ; κρᾶτα πήξασ' ἐπ' ἄκρον θύρσον Id.Ba.1141 :—Pass., ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι having their limbs fixed on spits, Id.Cyc. 302 ; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A.Eu.190.    3 fix upon an object, κατὰ χθονὸς ὄμματα π. Il.3.217 : intr. pf., πρὸς ἀστρονομίαν ὄμματα πέπηγεν Pl.R.53od, cf. Jul. l. c. (Pass.); πεπηγυῖα τὰς τῶν ὀμμάτων βολὰς ἐς τὰ τῆς ψυχῆς ἀπόρρητα Philostr.Jun.Im.11 : c. inf., ἡ σοφία ἀρέσκειν πέπηγε is bent upon pleasing, Pl.R.605a : abs., τὸ πεπηγὸς ὄμμα immovable eye, fixed gaze, Hp.Prorrh.1.46, cf. Gal.16.610.    II fasten [different parts] together, fit together, build, νῆας πῆξαι Il.2.664 ; ἴκρια π. Od.5.163 :—Med., πήξασθαι ἄμαξαν build oneself a wagon, Hes. Op.455 ; νέας πηξάμενοι Hdt.5.83 :—Pass., to be joined or put together, ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν Pl.Phdr.246c.    III make solid or stiff, esp. of liquids, freeze, θεὸς . . πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον A.Pers.496 ; τοὺς ποταμοὺς ἔπηξε (sc. ὁ θεός) Ar.Ach.139 ; βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους X. An.4.5.3 ; curdle, γάλα Dsc.4.95 :—Med., τυροὺς πήγνυσθαι to make oneself cheese (by curdling the milk), Luc.VH1.24 :—Pass. and intr. pf., become solid, stiffen, γοῦνα πήγνυται Il.22.453 ; ἄρθρα πέπηγέ μου E.HF1395 (but also, become firm or set, of limbs, Ael.NA2.11 ; πεπηγυῖα ὑγιεινὴ κατάστασις Gal.Thras.7) ; of liquids, freeze, ἡ θάλασσα πήγνυται Hdt.4.28 ; ἅλες πήγνυνται salt crystallizes, ib.53, cf.6.119 ; φόνος πέπηγεν A.Ch.67(lyr.); πεπάγαισιν ὐδάτων ῤόαι Alc.34, cf. X.An.7.4.3 ; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος was not frozen so as to bear, Th.3.23 ; ἁνίκα [χιὼν] παχθῇ Theoc.23.31 ; ὄστρακον [ᾠοῦ] π. Arist.GA 752a35; γάλα π. Id.PA676a14 ; ὀφθαλμῶν οἱ μὲν ὑγιεῖς, οἱ δὲ πεπηγότες blind, of buds, Thphr.CP5.12.10 : metaph., to be petrified, struck dumb, Antiph.166.7.    IV metaph., fix, ὅρους τοῖς βαρβάροις Lycurg.73, cf. Aristopho 9.7 : Astrol., fix, determine a nativity, Sch. Ptol.Tetr.103 :—Med., ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ', ὅπως . . that he might keep it fixed in his heart, Pi.N.3.62 ; establish, χορούς Him.Or.16.6 :— Pass. and intr. pf., to be irrevocably fixed, established, εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται Th.4.92 ; πῆγμα (Aurat. for πῆμα) γενναίως παγέν A.Ag. 1198; κακῶς παγέντας ὅρκους E.IA395 ; ὀρθὰς παγείσας φρένας Carc. 6.2 ; μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα D.4.8 ; τὰ καλῶς πεπηγότα τῇ φύσει Id.25.90. (Cf. Lat. pango.)

German (Pape)

[Seite 608] auch πηγνύω, fut. πήξω, aor. ἔπηξα, aor. pass. ἐπήχθην (πῆχθεν, Il. 8, 298, Eur. Cycl. 302), häufiger ἐπάγην, u. fut. παγήσομαι, Theocr. 4, 92, perf. II. mit intrans. Bdtg πέπηγα, ein aor. med. ἐπηγόμην erst Sp., wie Aesop. S. auch πήσσω; – festmachen; – a) etwas Loses, Bewegliches befestigen, hineinstoßen, -stecken, -schlagen, wie einen Nagel, eine Stoßwaffe u. dgl.; auch aufstecken; -spießen, anheften u. dadurch befestigen, κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι, den Kopf auf Pfähle stecken, Il. 18, 177; ὄμματα κατὰ χθονὸς πῆξαι, die Augen fest auf die Erde richten, 3, 217, wie intrans., πρὸς ἀστρονομίαν ὄμματα πέπηγεν, Plat. Rep. VII, 530 d; u. übertr., ἡ σοφία αὐτοῦ τούτῳ ἀρέσκειν πέπηγεν, ist fest nur darauf gerichtet, X, 605 a; κρᾶτα πήξασ' ἐπ' ἄκρον θύρσον, Eur. Bacch. 1139; u. pass., ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι, Cycl. 301; so auch πέπηγε ἐν γῇ, das Schwert steckt fest in der Erde, Soph. Ai. 806. – b) einzelne Theile unter einander befestigen und zum Ganzen verbinden, zusammenfügen, zusammensetzen, dah. bauen, zimmern, νῆας πῆξαι, Il. 2, 664; auch im med., ἅμαξαν πήξασθαι, sich einen Wagen bauen, Hes. O. 457; νῆας, σκηνὰς πήξασθαι, sich Schiffe, Hütten bauen, 811; Her. 5, 83. 6, 12; u. pass., ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν, Plat. Phaedr. 246 c; ὄρνις καλιὰν πήγνυται, der Vogel bau't sich sein Nest; auch παγάς, Netze zurecht machen und aufstellen, Xen. Cyr. 1, 6, 39; σκηνὰς πήξαντες, Zelte aufschlagen, Plat. Legg. VII, 817 c, wie Andoc. 4, 30; Pol. 6, 27, 2; σχεδίας, 3, 46, 1; übtr. ὅρους, Lycurg. 73; vgl. τοὺς κακῶς παγέντας ὅρκους, Eur. I. A. 395; εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται, Thuc. 4, 92. – c) Weiches, Flüssiges fest, steif od. hart machen, gerinnen od. gefrieren lassen; θεὸς πήγνυσι δὲ πᾶν ῥέεθρον, Aesch. Pers. 488; τοὺς ποταμοὺς ἔπηξεν, Ar. Ach. 139; ὅτι ψύχοιτό τε καὶ πήγνυτο (opt.), Plat. Phaed. 118 c; πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους, Xen. An. 4, 5, 3. 7, 4, 3; pass. fest, steif, hart werden, γοῦνα πήγνυται, die Glieder werden steif, erstarren, Il. 22, 453; u. im intrans. perfect., τίτας φόνος πέπηγεν, Aesch. Ch. 67; auch ἄρθρα πέπηγέ μου, Eur. Herc. f. 1395, die Glieder sind steif; πέπηγεν αὐτοῦ τὰ πολλά, Luc. D. Mar. 14, 3. Bei Antiphan. (Ath. VI, 224 c) ist πήγνυμαι »zu Stein werden«, dem voranstehenden λίθινος γίγνομαι eutsprechend. – Von der Milch, Diosc. u. a. Sp., γάλα πεπ ηγός, geronnene Milch; auch ἅλες πήγνυνται, das Salz wird fest, Her. 4, 53. – d) übtr., befestigen, festsetzen, feststellen, Bestand geben, u. in den intrans. tempp. Bestand, Festigkeit bekommen haben, μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα, Dem. 4, 8, u. öfter, u. Sp.; διάνοια πεπηγυῖα καὶ ἄτολμος, Plut. Symp. 7, 10, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πήγνῡμι: γ΄ πληθ. πηγνύουσι (Dind. πηγνῦσι) Ἡρόδ. 4. 2, Ἱππ. 362. 46· εὐκτ. πήγνυτο (διάφ. γραφ. -ύοιτο) Πλάτ. Φαίδων 118Α· ἀπαρ. πηγνύειν Ξεν. Κυν. 6. 7· παρατ. πήγνυον Ὀρφ., Νόνν.· μεταγεν. τύπος τοῦ ἐνεστ. πήσσω (ἴδε ἐν λ.)· ― μέλλ. πήξω Ἰλ. Χ. 283, Δωρ. πάξω Πίνδ.· ― ἀόρ. ἔπηξα, Ἐπικ. πῆξα, Ὁμ. καὶ Ἀττ.· Δωρ. μετοχ. πάξαις, Πινδ. Ο. 10 (11). 55· ― πρκμ. πέπηχα, γνωστὸς μόνον ἐκ τοῦ ὑπερσυντ. ἐμπεπήχεσαν, Δίων Κ. 40. 40· ― Μέσ. ἐπὶ μεταβατ. σημασ., πήγνῠμαι Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 807· μέλλ. πήξομαι Γαλην., ἴδε κατωτ. ἀόρ. ἐπηξάμην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. ― Παθ., πήγνῠμαι· μέλλ. πᾰγήσομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 437, Θουκ. 4. 92· πήξομαι (ὡς παθ.) Ἱππ. 285. 50· ― ἀόρ. α΄ ἐπήχθην, Ἐπικ. γ΄ πληθ. πῆχθεν Ἰλ. Θ. 298, Δωρ. ὑποτ. παχθῇ Θεόκρ. 23. 31, μετοχ. πηχθεὶς Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀλλὰ συνηθέστερος ὁ ἀόρ. β΄ ἐπάγην [ᾰ], Ἐπικ. πάγην, Ὅμ. καὶ Ἀττ., Ἐπικ. γ΄ πληθ. πάγεν Ἰλ. Λ. 572· μετοχ. παγείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 190, Εὐρ. Ι. Α. 395 ― πρκμ. πέπηγμαι (κατα-, συμ-) Διον. Ἁλ. 5. 46, Ἀρρ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς ἀρίστοις συγγραφ. πέπηγα εἶναι ἐν χρήσει ὡς παθ. πρκμ., Ἰλ. Γ. 135, καὶ Ἀττ., Δωρ. πέπᾱγα Ἀλκαῖ., 34· ὑπερσ. ἐπεπήγειν Ἰλ., Ἀττ. ― (Ἐκ τῆς √ΠΑΓ, ἥτις φαίνεται καὶ ἐν τῷ παγῆναι, πάγος, πάγη, πάχνη, πάσσαλος (ὅ ἐστι πάγσαλος), ἐκτεταμ. πήγνυμι, πηγός, πῆγμα· πρβλ. Σανσκρ. pa←, pa←-ayâmi (ligo)· Λατ. pac-iscor, pax (pac-is), pang-o, pe-pig-i, pig-nus· Γοτθ. fah-an (πιάζειν)· ga-fahs (ἄγρα)· κτλ. Ριζικὴ σημασία, ποιῶ τι ἰσχυρὸν ἢ στερεόν· ἀμετάβ. καὶ παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι στερεός. Ι. ἐμπήγω, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε [τὴν αἰχμὴν] Ἰλ. Δ. 460, κτλ.· ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξε Ν. 570· ἐν γαίῃ π. ἐρετμὸν Ὀδ. Ψ. 276 (ἢ ἁπλῶς γαίῃ Λ. 129)· οὕτω, π. ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμὸν Λ. 77 (ἢ ἁπλῶς τύμβῳ Μ. 15)· γύην ἐν ἐλύματι π. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 428· ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Πινδ. Ν. 7. 38 ― ἐμπήγω εἰς τὴν γῆν, στήνω, σκῆπτρον Σοφ. Ἠλ. 420, πρβλ. Αἴ. 821· σκηνὴν π., στερεώνω, στήνω, Ἀνδοκ. 33. 9, Πλάτ. Νόμ. 817C, (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σκηνὰς πήξασθαι, νὰ στήσωσι τὰς σκηνὰς των, Ἡρόδ. 6. 12)· π. σταύρωμα Θουκ. 6. 66· τὰς σχαλίδας π. ὑπτίας Ξεν. Κυν. 6. 7· ― ἀμετάβ. πρκμ. καὶ παθ., δόρυ δ’ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει Ἰλ. Ν. 442· ἐν χροῒ δοῦρα πήγνυτο Ο. 315· ὀϊστοὶ πῆχθεν ἐν χροῒ Θ. 298 δοῦρα ἐν σάκεϊ πάγεν Λ. 572· [[[ξίφος]]] πέπηγεν ἐν γῇ Σοφ. Αἴ. 819· σκηνὴ ἔσκε πεπηγυῖα ἑτοίμη Ἡρόδ. 7. 119· οὕτω, κυρβασίας ὀρθὰς πεπηγυίας (ἴδε κυρβασία) Ἡρόδ. 7. 64, πρβλ. 70. ― Μέσ., χείλεα ἐν ἀλλήλοις πηξάμενοι, ἐπὶ κλήματος, Ἀνθ. Π. 5. 255. 2) ἐμπήγω, κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι, «ἀνασκολοπίσαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 177· ὅτω, σκόλοψι πήξωμεν δέμας Εὐρ. Ι. Τ. 1430· κρᾶτα πήξασ’ ἐπ’ ἄκρον θύρσον φέρει διὰ Κιθαιρῶνος μέσου ὁ αὐτ. ἐν Βακχ. 1141. ― Παθ., πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 302· ὑπὸ ῥάχιν παγέντες, ἀνασκολοπισθέντες, Αἰσχύλ. Εὐμ. 190. 3) προσηλώνω, κατὰ χθονὸς ὄμματα π. Ἰλ. Γ. 217· ― ἀμεταβ. πρκμ., ὄμματα πέπηγε πρός τι Πλάτ. Πολ. 530D· μετ’ ἀπαρεμφ., ἀρέσκειν πέπηγε, εἶναι προσηλωμένος εἰς τὸ ἀρέσκειν, Λατιν. in eo defixus est ut..., αὐτόθι 605Α. ΙΙ. συνενώνω, συναρμόζω, ἑπομένως, κτίζω, κατασκευάζω, νῆας πῆξαι Ἰλ. Β. 664 (ὅθεν τὸ ναυπηγέομαι), πρβλ. Ὀδ. Ε. 163· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἅμαξαν πήγνυμαι, κατασκευάζω δι’ ἑαυτόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 453· νῆας πήξασθαι Ἡρόδ. 5. 83· ― Παθ., συνδέομαι ἢ συνάπτομαι, ψυχὴ καὶ σῶμα παγὲν Πλάτ. Φαῖδρ. 246C· οὕτω, σῶμα διὰ τῶν νεύρων πέπηγε, εἶναι συνηρμοσμένον διὰ τῶν νεύρων, Ἰω. Χρυσ. ΙΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, κάμνω τι νὰ παγώσῃ, νὰ πήξῃ, θεός... πήγνυσι πᾶν ῥεέθρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 496· ἔπηξε (ἐξυπακ. ὁ θεὸς) τοὺς ποταμοὺς Ἀριστοφ. Ἀχ. 139· οὕτως, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ τῶν μελῶν αὐτῶν, καὶ ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους Ξεν. Ἀναβ. 4. 5, 3· τυροὺς πήγνυμαι, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν (διὰ τῆς συμπήξεως τοῦ γάλακτος), Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 24· ― ἀμεταβ. πρκμ. καὶ παθ., στερεοποιοῦμαι, σκληρύνομαι, τραχύνομαι, γοῦνα πήγνυται, γίνονται δυσκίνητα, δύσκαμπτα, Ἰλ. Χ. 453· ἄρθρα πέπηγέ μοι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1395· ἐπὶ ὑγρῶν, παγώνω, πήζω, Ἡρόδ. 4. 28· ἅλες πήγνυνται, τὸ ἅλας κρυσταλλοῦται, Ἡρόδ. 4. 53., 6. 119· φόνος πέπηγεν Αἰσχύλ. Χο. 67· πεπάγασιν ὕδατος ῥοαὶ Ἀλκαῖ. 34, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 3· κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος, ὄχι τόσον ὅσον νὰ ἀντέχῃ, Θουκ. 3. 23· ἁνίκα [χθὼν] παχθῇ Θεόκρ. 23. 31· ᾠὸν π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 5· γάλα π. ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 15, 2· ὀφθαλμοὶ οἱ μὲν ὑγιεῖς, οἱ δὲ πεπηγότες, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν (μπουμπουκιῶν) τῶν δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 10· γάλα πεπηγός, πεπηγμένον, Διοσκ.· ― πρβλ. πάγος, παγετός, πάχνη, πηγάς, πηγυλίς, πηκτός, ἄπηκτος. IV. μεταφορ., ὁρίζω, διορίζω, Λατ. pangere (foedus, κτλ.), ὅρους τινὶ Λυκοῦργ. 157. 7. ― Μέσ., ὄφρα [τι] ἐν φρεσὶ πάξαιτο, ὅπως τηρῇ σταθερῶς ἐν τῇ καρδίᾳ του, Πινδ. Ν. 3. 108: ― ἐν τῷ ἀμεταβ. πρκμ., εἶμαι σταθερῶς καὶ ἀμετακλήτως ὡρισμένος, τεταγμένος, μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ’ ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα Δημ. 42. 15, πρβλ. 797. 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 131, 327.

French (Bailly abrégé)

A. tr. aux temps suiv. : prés., impf. ἐπήγνυν, f. πήξω, ao. ἔπηξα ; Pass. prés. πήγνυμαι, impf. ἐπηγνύμην, f.2 παγήσομαι, ao.2 ἐπάγην, ao. ἐπήχθην, pf. πέπηγμαι;
I. fixer en enfonçant :
1 ficher, enfoncer : ἐν μετώπῳ IL clouer (le casque) sur le front (avec la pointe de l’arme) ; ἐρετμὸν γαίῃ OD, ἐν γαίῃ OD enfoncer une rame dans la terre ; τύμβῳ OD, ἐπὶ τύμβῳ OD fixer sur un tombeau ; abs. ficher dans le sol, enfoncer en terre : σκῆπτρον SOPH un sceptre ; Pass. ὅρος παγήσεται THC une borne sera plantée;
2 ficher, empaler, embrocher ; ἀνὰ σκολόπεσσι IL, σκόλοψι EUR sur des pieux;
3 p. anal. fixer : κατὰ χθονὸς ὄμματα IL les yeux sur le sol;
II. fixer en assemblant, assembler, ajuster, construire : νῆας IL des vaisseaux;
III. fixer en rendant compact ; faire fixer, faire coaguler, faire geler, acc. ; Pass. se solidifier, se cristalliser, geler ; en parl. des articulations se raidir;
IV. en gén. fixer solidement, rendre ferme, consistant : ὅρκος παγείς EUR serment confirmé solennellement ; ὅρκου πῆγμα παγέν ESCHL fixité d’un serment confirmé solennellement;
B. intr. (au pf.2 πέπηγα et au pqp. ἐπεπήγειν) s’enfoncer, être enfoncé, avec ἔν τινι;
Moy. πήγνυμαι;
1 assembler ou construire pour soi, acc.;
2 faire coaguler pour soi : τυρούς LUC se faire du fromage.
Étymologie: R. Παγ, ficher, fixer, rendre consistant ; cf. lat. pango.

Spanish

fijar, clavar, pegar

English (Strong)

a prolonged form of a primary verb (which in its simpler form occurs only as an alternate in certain tenses); to fix ("peg"), i.e. (specially) to set up (a tent): pitch.

English (Thayer)

1st aorist ἔπηξα; from Homer down; to make fast, to fix; to fasten together, to build by fastening together: σκηνήν, A. V. pitched. Compare: προσπήγνυμι.)