γνῶσις
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
εως, ἡ,
A seeking to know, inquiry, investigation, esp. judicial, τὰς τῶν δικαστηρίων γ. D.18.224; τὴν κατὰ τοῦ διαιτητοῦ γ. Id.21.92, cf. 7.9, Lycurg.141; γ. περὶ τῆς δίκης PHib.1.92.13 (iii B. C.). 2 result of investigation, decision, PPetr.3p.118 (iii B. C.). II knowing, knowledge, Heraclit.56; opp. ἀγνωσίη, Hp. Vict.1.23 (dub.); opp. ἄγνοια, Pl.R.478c; ἡ αἴσθησις γ. τις Arist.GA731a33: pl., Θεὸς γνώσεων κύριος LXX 1 Ki.2.3. b higher, esoteric knowledge, 1 Ep.Cor.8.7,10, Ep.Eph.3.19, etc.; χαρισάμενος ἡμῖν νοῦν, λόγον, γνῶσιν PMag.Par.2.290. 2 acquaintance with a person, πρός τινα Test. ap.Aeschin.1.50; τῶν Σεβαστῶν IPE1.47.6 (Olbia). 3 recognizing, Th.7.44. 4 means of knowing, [αἱ αἰσθήσεις] κυριώταται τῶν καθ' ἕκαστα γ. Arist.Metaph.981b11. III being known, γνῶσιν ἔχει τι, = γνωστόν ἐστι, Pl.Tht.206b. 2 fame, credit, Hdn.7.5.5, Luc.Herod.3. IV means of knowing: hence, statement in writing, PLond.5.1708, etc. (vi A. D.). V = γνῶμα, Hsch. s. h. v.
German (Pape)
[Seite 499] ἡ, 1) das Erkennen, Thuc. 7, 44; Einsicht, Kenntniß, Plat. Soph. 267 b; γνῶσιν ἔχειν Theaet. 193 d u. öfter; auch Folgde; höhere Einsicht, Weisheit, K. S. Aber γνῶσιν ἔχει τι, es wird erkannt, Plat. Theaet. 206 b. – 2) das richterliche Erkenntniß, Dem. 7, 9 u. öfter; vgl. Poll. 2, 129; bes. vom Schiedsrichter: Dekret, Luc. merc. cond. 12. – 3) das Bekanntsein, Bekanntschaft; κατὰ τὴν γνῶσίν μοι τὴν πρὸς αὐτόν Aesch. 1, 50. 68 (in Zeugenaussagen); Ruf, Ruhm, Luc. Herod. 3; Hdn. 7, 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
γνῶσις: -εως, ἡ, (√ΓΝΟ, γιγνώσκω) τὸ νὰ ζητήσῃ τις νὰ μάθῃ, ἡ μετὰ κρίσεως ἐξέτασις ἢ ἔρευνα ἰδίως δικαστική, Λατ. cognitio, τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις Δημ. 302. 28· τὴν τοῦ διαιτητοῦ γν. ὁ αὐτ. 544. 2, πρβλ. 79. 1., 775. 14, Λυκοῦργ. 168. 1. ΙΙ. τὸ γιγνώσκειν, κατέχειν τι ἐν τῇ διανοίᾳ, συχν. παρὰ Πλάτ., ὡς Πολ. 478C, Ἀριστ., κ. ἀλλ.·― ἰδίως: ὑψηλοτέρα γνῶσις, βαθυτέρα σοφία, Α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. 8. 7, 10, π. Ἐφεσ. 3. 19, Ἐκκλ.· πρβλ. γνωστικός. 2) γνωριμία μὲ πρόσωπόν τι, πρός τινα παρ’ Αἰσχίν. 8. 4. 3) τὸ γνωρίζειν, ἀναγνωρίζειν, Θουκ. 7. 44. 4) σαρκικὴ γνωριμία, μῖξις, Κλήμ. Ἀλ. 470. ΙΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τι γνωστόν, γνῶσιν ἔχει τι = γιγνώσκεται Πλάτ. Θεαιτ. 206Β·― φήμη, ὑπόληψις, Ἡρωδιαν. 7. 5, Λουκ. Ἡροδ. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 connaissance, notion;
2 action de reconnaître;
3 action de connaître de ; enquête ou instruction judiciaire ; décision, décret;
4 connaissance (de qqn), relations d’amitié.
Étymologie: γιγνώσκω.
English (Strong)
from γινώσκω; knowing (the act), i.e. (by implication) knowledge: knowledge, science.
English (Thayer)
γνώσεως, ἡ (γινώσκω) (from Thucydides down), knowledge: with the genitive of the object, σωτηρίας, τοῦ Θεοῦ, the knowledge of God, such as is offered in the gospel, τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, of Christ as a saviour, τοῦ Θεοῦ, the knowledge of things which belongs to God, γνῶσις, by itself, signifies in general intelligence, understanding: ψευδωνομος γνῶσις, Wisdom of Solomon , such as is seen in right living, κατά γνῶσιν, wisely, knowledge: what is known concerning divine things and human duties, γνῶσις and σοφία are used together the former seems to be knowledge regarded by itself, the latter wisdom as exhibited in action: γνῶσις is simply intuitive, σοφία is ratiocinative also; γνῶσις applies chiefly to the apprehension of truths, σοφία superadds the power of reasoning about them and tracing their relations." Lightfoot on Colossians , the passage cited. To much the same effect Fritzsche (on Romans , the passage cited), "γνῶσις perspicientia veri, σοφία sapientia aut mentis sollertia, quae cognita intellectaque veritate utatur, ut res efficiendas efficiat. Meyer (on 1 Corinthians , the passage cited) nearly reverses Lightfoot's distinction; elsewhere, however (e. g. on Colossians , the passage cited, cf. 9), he and others regard σοφία merely as the more general, γνῶσις as the more restricted and special term. Cf. Lightfoot as above; Trench, § lxxv.)
Greek Monolingual
η
βλ. γνώση.
Greek Monotonic
γνῶσις: -εως, ἡ (γιγνώσκω),
I. δικαστική έρευνα, διερεύνηση, ανάκριση, σε Δημ.
II. 1. γνώση, σε Πλάτ., Κ.Δ.
2. εξοικείωση με ένα πρόσωπο, πρός τινα, παρ' Αισχίν.
3. γνωριμία, αναγνώριση, παραδοχή, σε Θουκ.
III. το να γίνεται κάτι γνωστό· φήμη, υπόληψη, σε Λουκ.