φθονέω

From LSJ
Revision as of 15:00, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθονέω Medium diacritics: φθονέω Low diacritics: φθονέω Capitals: ΦΘΟΝΕΩ
Transliteration A: phthonéō Transliteration B: phthoneō Transliteration C: fthoneo Beta Code: fqone/w

English (LSJ)

aor. ἐφθόνησα, later A ἐφθόνεσα LXX To.4.7, JHS46.45 (Athens, iii/iv A.D.), AP5.303, 7.607 (Pall.), Nonn.D.3.159:—Med., fut. in pass. sense φθονήσομαι D.47.70:—Pass., fut φθονηθήσομαι X.Hier.11.15: aor. ἐφθονήθην E.El.30, X.Mem.4.2.33, etc.: pf. part. ἐφθονημένος J.AJ6.11.10, Vett.Val.330.2: (φθόνος):—bear ill-will or malice, grudge, be envious or jealous, I abs., εἴ περ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω φθονέουσα Il.4.55,56; κρείττων δόξα τῶν φθονούντων too high for envy, D.3.24; εἰ πέφυκε φθονεῖν τὸ θεῖον (cf. φθονερός 1.2) Arist.Metaph.982b32: c. acc. etinf., οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι I do not grudge that any should give thee, Od. 18.16; οὐ φθονῶ σ' ὑπεκφυγεῖν S.Ant.553; τὸ μὲν σὸν οὐ φθονῶ καλῶς ἔχειν E.Med.312; ἐφθόνησαν [οἱ θεοὶ] ἄνδρα ἕνα βασιλεῦσαι Hdt.8.109; ἔφη (sc. ὁ Σωκράτης) φθονεῖν τοῦς ἐπὶ ταῖς φίλων εὐπραξίαις ἀνιωμένους X.Mem.3.9.8; ὁ φθονῶν ἐπὶ κακοῖς τοῖς τῶν πέλας ἡδόμενος Pl.Phlb.48b. 2 c. dat. pers., πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ Hes.Op.26; οὐ φ. ἀγαθοῖς Pi. P.3.71; φ. φασὶ μητρυιὰς τέκνοις E.Ion1025; τισὶ φ. καὶ δυσμενῶς ἔχειν Isoc.12.241, cf. 8.13; freq. with part. added, φ. τινὶ εὖ πρήσσοντι to envy him for his good fortune, Hdt.7.236,237; παιδικοῖς φ. οὐσίαν κεκτημένοις Pl.Phdr.240a, cf. Lys.27.11; without a Noun expressed, καλῶς πράττουσι, πλουτοῦντι φ., Isoc.1.26, Lys.21.15, etc.: c. dat. rei, φ. τοῖς ἀγαθοῖς τινος X.Cyr.2.4.10 (v.l. ἐπὶ τοῖς ἀγ., cf. Isoc. 1.26; ἐφ' οἷς ἕτεροι ποιήσαντες ἐτιμήθησαν φ. D.20.151): c. gen. rei, τοῦ εὐτυχέειν φθονέουσι καὶ τὸ κρέσσον στυγέουσι Hdt.7.236; οὐδέ τί σε χρὴ ἀλλοτρίων φθονέειν to be envious because of other men's goods Od.18.18: c. dat. pers. et gen. rei, bear a grudge against a person on account of a thing, E.HF1309. 3 resent, c. gen., τῆς δοκήσεως τῶν κερδῶν Th.3.43: c. dat. rei, feel righteous indignation at, ταῖς εὐπραγίαις τινῶν Isoc.8.124; also c. dat. pers., Id.4.184, D.28.18. b φ. τινὶ folld. by ει... or ἐάν . . take it ill or amiss that... Hdt.3.146, X.HG2.4.29; μή μοι φθονήσητ', ει . . Ar.Ach.496: abs., φ. ἐάν τις . . Lys.3.9; φθονεῖς ἄπαις οὖσ', εἰ . . E.Ion1302; also φ. τινὶ ὅτι... X.Cyr.3.1.39; φ. ὅτι . . Lys. 24.3, dub.l. in 18.16. II refuse from feelings of envy or ill-will, grudge, c. inf., οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Od.11.381; μὴ φθόνει κιρνάμεν Pi.I.5(4).24; φράσαι E.Med.63; σαυτὸν ἐπιδοῦναι Ar.Th.249; μὴ φθονήσῃς is freq. in dialogue, do not refuse to do a thing, μὴ φ. διδάξαι Pl.R.338a, cf. Hp.Mi.372e, Smp. 223a; also μὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι Id.Grg.489a; μὴ φθονήσῃς alone, Id.Prt.320c; δῆλον ὅτι οὐ φθονήσει Ἱππίας ἀποκρίνεσθαι Id.Hp.Mi.363c; οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα Id.Ap.33a: c. part., μηδέ μοι φθόνει λέγων A.Th.480 (nisi leg. λόγων): c. acc. et inf., τί φθονέεις . . ἀοιδὸν τέρπειν; Od.1.346: c. dat. et inf., τῇ δ' οὐκ ἂν φθονέοιμι . . ἅψασθαι 19.348; οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος A.Th. 236. 2 grudge, refuse to grant a thing, φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν, μήτ' εἴ τινα . . μαντικῆς ἔχεις ὁδόν S.OT310: c. dat. pers. et gen. rei, οὔ τοι ἡμιόνων φθονέω Od.6.68; μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων A.Pr.583 (lyr.), cf. E.Hec.238; μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Pl.Euthd.297b, cf. X.Cyr.8.4.16; φ. τοῖς ἑαλωκόσι τῆς σωτηρίας Plb.6.58.5: c. gen. rei only, to be grudging of a thing, πέπλων, καρποῦ, E.HF333, Pl.Mx.238a; μηδ' ὀλίγης φθονέσῃς γαίης JHS l. c. III Pass., to be envied or begrudged, Hdt.3.52, S.Fr.188, E.El.30; διὰ σοφίαν φ. ὑπό τινος X.Mem.4.2.33; ἐπ' ἐσθλοῖς E.Fr. 814 (lyr.); φθονηθέντα ὑπὸ Μοίρης JRS18.30 (Phrygia): c. gen., to be grudged a thing, φ. τοῦ γάμου ὑπὸ δαιμονίου τινός Plu.2.772b.

German (Pape)

[Seite 1272] 1) neidisch sein, Neid, Mißgunst hegen, Il. 4, 55. 56. – 2) beneiden, mißgönnen, vorenthalten, c. dat. der Person, Pind. I. 3, 71, und c. gen. der Sache, Od. 6, 68. 17, 400; Hes. O. 26; Her. 7, 236. 237; μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων Aesch. Prom. 586; Eur. Hec. 238 u. öfter; Plat. καὶ μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Euthyd. 297 b, u. A.; aber auch c. acc. der Sache, φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν, μήτ' εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν Soph. O. R. 310; selten ἐπί τινι, Xen. Cyr. 2, 4,10; – φθονεῖς, εἰ πατὴρ ἐξεῦρέ με Eur. Ion 1302; u. so mit folgdm εἰ u. ἐάν Plat. Rep. VII, 528 a IX, 579 d u. A.; mit ὅτι, Xen. Cyr. 3, 1,39; – c. inf., οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι, ich will mich nicht weigern zu erzählen, Od. 11, 381; μὴ φθόνει κιρνάμεν Pind. I. 4, 26; vgl. Aesch. Spt. 218, der auch μηδέ μοι φθόνει λέγων vrbdt, 462; ἐπειδὴ σαυτὸν ἐπιδοῦναι φθονεῖς Ar. Th. 249; und in Prosa, μὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι τοῦτο Plat. Gorg. 489 a, Rep. I, 338 a Ion 530 d; ἐφθόνουν οἱ παλαιοὶ διδάσκειν νεωτέρους, die Alten wollten die Jüngern aus Mißgunst nicht unterrichten; u. mit folgdm acc. c. inf., τί τ' ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν Od. 1, 348, einem Andern nicht gönnen, daß er Etwas thue, scheel dazu sehen; vgl. 18, 16. 19, 348; Her. 8, 109; οὐ φθονῶ σ' ὑπεκφυγεῖν Soph. Ant. 549. – Pass. φθονοῦμαι, mir wird nicht gegönnt, παίδων ἔδεισε μὴ φθονηθείη φόνῳ Eur. El. 30; Xen. Hier. 11, 6; παρ' αὐτοῖς τοῖς διδοῦσι φθονηθείς Pol. 13, 2,5.

Greek (Liddell-Scott)

φθονέω: ἀόρ. ἐφθόνησα, παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς ἐφθόνεσα, Ἀνθ. Π. 5. 304., 7. 607, Νόνν. Δ. 3. 159. ― Μέσ., μέλλ. ἐπί παθ. σημασίας φθονήσομαι Δημ. 1160 ἐν τέλ. ― Παθ., μέλλ., φθονηθήσομαι Ξεν. Ἱέρων 11, 15· ― ἀόρ. ἐφθονήθην Εὐρ. Ἠλ. 30, Ξενοφ., κλπ.· πρκμ. ἐφθόνημαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 10· (φθόνος). Ὡς καὶ νῦν, εἶμαι διατεθειμένος κακῶς ἢ ζηλοτύπως, αἰσθάνομαι φθόνον ἢ ζηλοτυπίαν ἢ ἔχω κακὰς διαθέσεις, εἶμαι κακῶς διατεθειμένος, 1) ἀπολ., εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω φθονέουσα Ἰλ. Δ. 55, 56· κρείττων δόξα τῶν φθονούντων Δημ. 35. 11· ― μᾶλλον ὡρισμένως: ἔφη φθονεῖν τοὺς ἐπὶ ταῖς φίλων εὐπραξίαις ἀνιωμένους Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 8· ὁ φθονῶν ἐπὶ κακοῖς τοῖς τῶν πέλας ἥδεται Πλάτ. Φίληβ. 48Β· πρβλ. φθόνος ἐν ἀρχῇ. 2) μετὰ δοτικ. προσώπ., πτωχὸς πτωχῷ φθονέει, καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 26· οὐ φθ. ἀγαθοῖς Πινδ. Π. 3. 124· φθονεῖν... φασὶ μητρυιὰς τέκνοις Εὐρ. Ἴων 1025· φθ. καὶ δυσμενῶς ἔχειν τινὶ Ἰσοκρ. 283Β, πρβλ. 161C· ― συχν. μετὰ μετοχῆς, φθ. τινὶ εὖ πρήσσοντι, διὰ τὴν εὐτυχίαν του, Ἡρόδ. 7. 236, 237· φθ. τισι οὐσίαν κεκτημένοις Πλάτ. Φαῖδρ. 240Α, πρβλ. Λυσίαν 178. 38· οὕτως ἄνευ τοῦ ἀντικειμένου ἀλλὰ μετὰ μόνης μετοχῆς, καλῶς πράττουσι, πλουτοῦντι φθ. Ἰσοκρ. 7D, Λυσίας 163. 2, κλπ.· ― οὕτω καὶ μετὰ δοτ. πράγματ., φθ. ταῖς εὐπραγίαις τινὸς Ἰσοκρ. 184C, πρβλ. 108Ε· οὕτω καί, φθ. ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς τινος Ξεν. Κύρ. 2. 4, 10, Ἰσοκρ. 7C, πρβλ. Δημ. 503. 13. 3) μετὰ δοτικ. προσώπου καὶ γενικ. πράγματος, ἀρνοῦμαι, ἀποποιοῦμαι, οὔτε τοι ἡμιόνων φθονέω τέκος, οὔτε τευ ἄλλου Ὀδ. Ζ. 68· μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων Αἰσχύλ. Προμ. 583, πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 238, Ἡρ. Μαιν. 1309· μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Πλάτ. Εὐθύδ. 297Β, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 4, 16· (ὡς παρ’ Ὁρατίῳ invidere alicui alicujus rei 2 Sat. 6. 84)· ― ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος μόνον, ἐπιβλέπω μετὰ φθόνου εἴς τι, οὐδέ τί σε χρὴ ἀλλοτρίων φθ., «οὕτωςσύνταξις: οὐ χρή σε φθονεῖν μοι τῶν ἀλλοτρίων» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 18, πρβλ. Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 333, Θουκ. 3. 43, Πλάτ. Μενέξ. 238Α· ― πρβλ. μεγαίρω Ι. 5. 4) ἑπομένης προτάσεως διὰ τοῦ εἰ..., ἢ ἐάν.., δυσαρεστοῦμαι, ἐάν..., Ἡρόδ. 3. 146, Εὐρ. Ἴων 1302, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29, Λυσί. 97. 15· ― διὰ τοῦ ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 39, Λυσί.. 150. 38., 168. 21. ΙΙ. ἀρνοῦμαι, ἀποποιοῦμαι ἕνεκα φθόνου ἢ δυσμενείας, μετ’ ἀπαρεμφ., οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Ὀδ. Λ. 381· μὴ φθόνει κιρνάμεν Πινδ. Ι. 5 (4). 30· φράσαι Εὐρ. Μήδ. 63· σαυτὸν ἐπιδοῦναι Ἀριστοφ. Θεσμ. 249, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 489Α· μὴ φθονήσῃς, εἶναι συχνὸν ἐν διαλόγῳ, μὴ ἀρνηθῇς νά…, Λατ. ne graveris, μὴ φθ. διδάξαι Πλάτ. Πολ. 338Α, πρβλ. Ἱππίαν Ἐλάττ. 372Ε (οὕτω, μὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 489Α)· καὶ παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 320C, Συμπ. 222Ε· οὕτως, ἀλλὰ δῆλον ὅτι οὐ φθονήσει Ἱππίας, ἐάν τι αὐτὸν ἐρωτᾷς, ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 363C· ― ἅπαξ μετὰ μετοχῆς ἀντὶ ἀπαρεμφ., μηδέ μοι φθόνει λέγων Αἰσχύλ. Θήβ. 480 (ἀλλ’ ὁ Valck. διώρθωσε λόγων)· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., τί φθονέεις... ἀοιδὸν τέρπειν; Ὀδ. Α. 346, πρβλ. Σ. 16· ἐφθόνησαν [οἱ θεοὶ] ἕνα ἄνδρα βασιλεῦσαι Ἡρόδ. 8. 109· εἰ πέφυκε φθονεῖν τὸ θεῖον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 13 (ἴδε φθονερὸς Ι. 2), πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 553, Εὐρ. Μήδ. 312· ― ὡσαύτως μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., τῇ δ’ οὐκ ἂν φθονέοιμι… ἅψασθαι; Ὀδ. Τ. 348· οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 236. 2) φθ. τινί τι, ὡς τὸ Λατιν. invidere aliquid alicui, ἀρνοῦμαι νὰ παράσχω ἢ δώσω, Πολύβ. 6. 58, 5· ― ἐν Σοφ. Ο. Τ. 310, φθονήσας μήτ’ ἀπ’ οἰωνῶν φάτιν, μήτ’ εἴ τινα... μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, ἡ φυσικὴ σύνταξις εἶναι, μὴ φθονήσας, εἴτε τιν’ ἔχεις ἀπ’ οἰωνῶν φάτιν, εἴτε μαντικῆς ὁδόν. ΙΙΙ. Παθ., φθονοῦμαι, Λατιν. invideor (Orat. A. P. 55), Ἡρόδ. 3. 52, Σοφ. Ἀποσπ. 194, Εὐρ. Ἠλ. 30, Ξεν., κλπ.· τινος Πλούτ. 2. 772Β· ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 811.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. φθονήσω, ao. ἐφθόνησα, pf. πεφθόνηκα;
1 porter envie, être jaloux, jalouser : τινι porter envie à qqn, être jaloux de qqn ; τινος ou ἐπί τινι être jaloux de qch ; φθ. τινί τινος envier qch à qqn ; φθ. ὅτι, εἰ, ἐάν être jaloux de ce que;
2 refuser par jalousie ou malveillance : τινί τινος, τινί τι qch à qqn ; τινι avec l’inf. à qqn de ; avec l’inf. seul : οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι OD je ne refuse pas de dire ; μὴ φθόνει, μὴ φθονήσῃς avec l’inf. : ne refuse pas de ; avec un part. : μηδέ μοι φθόνει λέγων ESCHL et ne refuse pas de me dire ; avec une prop. inf. : οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι OD et je ne refuse pas que qqn donne.
Étymologie: φθόνος.

English (Autenrieth)

(φθόνος): grudge, deny, refuse, τινί τινος, Od. 6.68; w. inf., Od. 11.381, Od. 19.348; acc. and inf., Od. 1.346, Od. 18.16.

English (Slater)

φθονέω
   a be envious of c. dat. μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς (O. 6.74) βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς (P. 3.71)
   b grudge c. inf. μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων (I. 5.24)

English (Strong)

from φθόνος; to be jealous of: envy.

English (Thayer)

φθόνῳ; (φθόνος); from Homer down; to envy: τίνι, one, L text Tr marginal reading WH marginal reading read the accusative; see Buttmann, § 132,15 Rem.; Winer's Grammar, § 31,1b.).

Greek Monotonic

φθονέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐφθόνησα — Μέσ., μέλ. με Παθ. σημασία φθονήσομαι, Παθ. μέλ. φθονηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐφθονήθην· (φθόνος
I. διακατέχομαι από κακία ή μοχθηρία, αισθάνομαι φθόνο, είμαι κακός ή ζηλιάρης, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· με δοτ. προσ., πτωχὸς πτωχῷ φθονέει, σε Ησίοδ.· φθονέω τινὶ εὖ πρήσσοντι, φθονώ κάποιον για την τύχη του, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ. πράγμ., νιώθω ζήλια για κάποιο πράγμα, σε Ισοκρ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.· με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., οὔτοι ἡμιόνων φθονέω, δεν αισθάνομαι καμία έχθρα απέναντί σου για τα μουλάρια, σε Ομήρ. Οδ.· μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος, σε Πλάτ.· με γεν. πράγμ., μόνο, νιώθω φθόνο για κάποιο πράγμα, ἀλλοτρίων φθονέειν, σε Ομήρ. Οδ.
II. αρνούμαι να κάνω κάτι από φθόνο ή κακία, είμαι απρόθυμος να κανω κάτι, με απαρ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· μὴ φθονήσῃς, μην αρνηθείς, Λατ. ne graveris, μὴ φθονήσῃς διδάξαι, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ. και απαρ. ἐφθόνησαν (οἱ θεοὶ) ἕνα ἄνδρα βασιλεῦσαι, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ. και απαρ., τῇ δ' οὐκ ἂν φθονέοιμι ἅψασθαι, σε Ομήρ. Οδ.
III. Παθ., μισούμαι ή φθονούμαι, Λατ. invideor, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

φθονέω:
1) завидовать (Hom., Xen.; φ. τινί τινος Plat.); ὁ φθονῶν ἐπὶ κακοῖς τοῖς τῶν πέλας ἡδόμενος ἀναφανήσεται Plat. завистливый обнаруживает радость по поводу несчастий ближних; τοῖς ἀγαθοῖς τινος φ. Xen. завидовать чьему-л. счастью; φ. ἐπί τινι Isocr., Plat.; завидовать чему-л. (в чем-л.); φθονεῖσθαι διά τι Xen. быть предметом зависти из-за чего-л.; νικῶν οὐκ ἂν θαυμάζοιο, ἀλλὰ φθονοῖο Xen. как победитель ты стал бы предметом не восхищения, а зависти (слова Симонида Гиерону);
2) питать злобу, ненавидеть: ἔδεισε μὴ φθονηθείη φόνῳ Eur. она боялась навлечь на себя ненависть убийством;
3) отказывать (из зависти или недоброжелательства): τί τ᾽ ἄρα φθονέεις ἀοιδὸν τέρπειν; Hom. почему ты не позволяешь певцу услаждать (нас)?; οἱ (θεοὶ) ἐφθόνησαν ἄνδρα ἕνα τῆς Ἀσίης βασιλεῦσαι Her. боги воспротивились тому, чтобы один человек воцарился в Азии; преимущ. с отрицанием μή или οὐ: не отказывать, соглашаться (οὐκ ἂν ἔγωγε τούτων σοι φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Hom.): οὔ τινα φθονέω δόμεναι Hom. я не против того, чтобы кто-нибудь подал (тебе что-л.); μή μοι φθόνει λέγων Aesch. не скрывай от меня ничего; μὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι τοῦτο Plat. не откажи в любезности ответить мне на это; οὐ φθονῶ σ᾽ ὑπεκφυγεῖν Soph. я согласна на твое бегство.

Middle Liddell

φθονέω, φθόνος
I. to bear ill-will or malice, bear a grudge, be envious or jealous, Il., Xen., etc.:—c. dat. pers., πτωχὸς πτωχῷ φθονέει Hes.; φθ. τινὶ εὖ πρήσσοντι to envy him for his good fortune, Hdt.; also c. dat. rei, to feel envy at a thing, Isocr.; ἐπί τινι Xen.:—c. dat. pers. et gen. rei, οὔ τοι ἡμιόνων φθονέω I bear thee no grudge for the mules, Od.; μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Plat.:—c. gen. rei only, to be grudging of a thing, ἀλλοτρίων φθονέειν Od.
II. to refuse to do a thing from envy or ill-will, to grudge doing, c. inf., Od., Eur., etc.; μὴ φθονήσῃς do not refuse, Lat. ne graveris, μὴ φθ. διδάξαι Plat.:—also c. acc. et inf., ἐφθόνησαν [οἱ θεοὶ] ἕνα ἄνδρα βασιλεῦσαι Hdt.;—also c. dat. et inf., τῇ δ' οὐκ ἂν φθονέοιμι ἅψασθαι; Od.
III. Pass. to be envied or begrudged, Lat. invideor, Hdt., Eur., etc.

Chinese

原文音譯:fqonšw 弗拖尼哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:嫉妒
字義溯源:嫉妒,妒忌,憎惡;源自(φθόνος)*=惡意,嫉妒心);或出自(φθείρω)=毀壞*)
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 嫉妒(1) 加5:26