θεν

From LSJ
Revision as of 14:05, 12 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεν Medium diacritics: θεν Low diacritics: θεν Capitals: ΘΕΝ
Transliteration A: then Transliteration B: then Transliteration C: then Beta Code: qen

English (LSJ)

old termin. of the gen., as in ἐμέθεν, Διόθεν, etc.: freq. with Ablatival sense, denoting A motion from a place, as in Λεσβόθεν, Ἀβυδόθεν, ἄλλοθεν, οἴκοθεν, etc.: so with Preps., ἀπὸ Τροίηθεν Od.9.38; ἐξ οὐρανόθεν Il.8.19, cf. A.D.Adv.184.12 sq.: most of the forms in -οθεν were parox., exc. οἴκοθεν, ἄλλοθεν, πάντοθεν (sts. παντόθεν), ἔκτοθεν, ἔνδοθεν, ib.191.27 sq. (other exceptions in Hdn.Gr.1.500).

German (Pape)

[Seite 1195] Suffixum, an Nomina gehängt, die Bewegung von einem Orte her, weg bezeichnend, οἴκοθεν, οὐρανόθεν, vom Hause, vom Himmel her, vgl. πόθεν; seltener von Personen, Διόθεν, θεόθεν, von Zeus, von den Göttern. Bei den Dichtern tritt auch noch ἐκ u. ἀπό dazu, z. B. ἐξ οὐρανόθεν, Il. 8, 19, ἀπὸ Τροίηθεν, Od. 9, 38. – In einigen Wörtern steht dafür auch θε, ἔντοσθε, ὄπισθε, πάροιθε.

Greek (Liddell-Scott)

θεν: ἀρχαία κατάληξις τῆς γενικῆς, οἷον ἐμέθεν, σέθεν, Διόθεν, θεόθεν, κτλ.· οὕτω καὶ ἔν τισιν ὀνόμασιν ἡγουμένης προθέσεως, ἀπὸ Τροιήθεν Ὀδ. Ι. 38· ἐξ οὐρανόθεν Ἰλ. Θ. 19. ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον εἰς οὐσιαστ. ἢ ἐπίθετα καὶ δεικνύον ὡς ἡ πρόθεσις ἐκ τὴν ἀπὸ τόπου κίνησιν. κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ -δε. ὡς ἄλλοθεν, οἴκοθεν, κτλ., ἐξ ἄλλου μέρους, ἐκ τοῦ οἴκου. Ἔν τισι λέξεσι τὰ φωνήεντα μηκύνονται πρὸ τοῦ -θεν, ὡς ἀμφοτέρωθεν, ἑτέρωθεν. Ἀλλαχοῦ, ὡς ἔνερθε, ἔκτοσθε, ἔντοσθε, ὄπισθε, πάροιθε, οἱ ποιηταὶ παρέλειπον τὸ ν χάριν τοῦ μέτρου· ἀλλ’ ἐκτὸς τῶν Ὁμηρικῶν τούτων τύπων ἡ ἄδεια αὕτη ἦτο σπανία ἔτι καὶ παρὰ μεταγενεστέροις.

English (Autenrieth)

a suffix forming an ablatival genitive; of place, Τροίηθεν, οἴκοθεν, ἄλλοθεν, ‘from Troy,’ ‘from home,’ ‘from elsewhere,’ and with prepositions, ἀπὸ Τροίηθεν, Od. 9.38; ἐξ ἁλόθεν, Il. 21.335; less often of persons, Διόθεν, θεόθεν, ‘from Zeus,’ ‘from a god.’

Greek Monotonic

θεν:I. αρχ. κατάληξη της γεν., όπως στο ἐμέθεν, σέθεν, Διόθεν, θεόθεν· μερικές φορές μετά από πρόθ., ἀπὸ Τροίηθεν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐξ οὐρανόθεν, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως αχώριστο μόριο, που υποδηλώνει κίνηση από έναν τόπο, αντίθ. ως προς το -δε, όπως στο ἄλλοθεν, οἴκοθεν, από άλλο τόπο, από το σπίτι.

Greek Monolingual

(AM -θε και -θεν)
κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνησηδώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν»)
αρχ.
κατάληξη της γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγήσέθεν», «θεόθεν», «Διόθεν», «Ιλιόθεν»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε ΙΕ επίθημα -dhe που διακρίνεται επίσης στα λατ. un-de «πόθεν;», in-de «εκείθεν», στο αρχ. ινδ. ku-ha «πού;» και στο αβεστ. ku-dᾱ «πού;» Το επίθημα -θε απαντά πολλές φορές παρεκτεταμένο σε -θεν για ευφωνικούς λόγους και είναι κατάλοιπο καταλήξεως δηλωτικής της γενικής ή της αφαιρετικής πτώσεως, οι οποίες συχνά συνετάσσοντο και με τις προθέσεις από και εξ (πρβλ. εμέ-θεν, σέ-θεν, Ιλιόθεν, από Τροίη-θεν, εξ ουρανό-θεν). Εξελίχθηκε σε επιρρηματική κατάλ. δηλωτική της από τόπου κινήσεως (άνω-θεν, οίκο-θεν) αλλά και της χρονικής συνέχειας από ένα σημείο αφετηρίας και εξής (πρβλ. αν-εκα-θεν) και έτσι διατηρείται μέχρι σήμερα (πρβλ. πού-θε. δώ-θε. κεί-θε). Είναι συγγενές με τα επιθήματα -θι και -θα, που έχουν σημασία τοπική].

Middle Liddell


I. old termin. of the gen., as in ἐμέθεν, σέθεν, Διόθεν, θεόθεν; sometimes after Preps., ἀπὸ Τροίηθεν Od.; ἐξ οὐρανόθεν Il.
II. as insep. Particle, denoting motion from a place, opp. to -δε, as in ἄλλοθεν, οἴκοθεν, from another place, from home.