πλάτος

From LSJ
Revision as of 14:40, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάτος Medium diacritics: πλάτος Low diacritics: πλάτος Capitals: ΠΛΑΤΟΣ
Transliteration A: plátos Transliteration B: platos Transliteration C: platos Beta Code: pla/tos

English (LSJ)

(A) [ᾰ], εος, τό, (πλατύς) A breadth, width, σώματος Simon.188, etc.: abs., τὸ π. or π., in breadth. Hdt.1.193, 4.195, X.Oec.19.3; ἴση μῆκός τε π. τε Emp.17.20. b Math., breadth, i.e. the second dimension, ἐν μήκει καὶ π. καὶ βάθει Pl.Sph.235d, cf. Arist.Ph.209a5; κατὰ π., opp. κατὰ μῆκος, κατὰ βάθος, Id.Cael.299b26, Mete.341b34. 2 plane surface, Pl.Plt.284e, Lg.819e; μεγέθους τὸ ἐπὶ δύο [συνεχὲς] π. Arist.Metaph.1020a12. 3 latitude, whether terrestrial or celestial, Str.1.4.2, Cleom.1.4, 2.4, Ptol.Alm.2.12, Vett.Val.30.12. 4 metaph., plane, ἐν τῷ ψυχικῷ π. Procl.Inst.201. 5 plane of flat fish, Arist.HA489b33; flat of the tail, ib.549b1; flat part of the body of the fishing-frog, Id.PA695b15. 6 extension, breadth of a subject, Gal.1.316; οὐκ ὀλίγον τὸ π. Id.11.738. 7 = πλάτας, Judeich Altertümervon Hierapolis No.322, al. II metaph., range of variation, latitude, π. ἔχειν Plot.6.3.20; ἡ ὑγίεια π. ἔχει Gal.6.12, cf.11.737. III with Preps., ἐν πλάτει in a loose sense, broadly, Posidon. ap.Stob.1.8.42, Str.2.1.39, D.H.Comp.21, EM673.24; opp. κατ' ἀκρίβειαν, S.E.M.10.108; ὡς ἐν π. Sor.1.24 (but περὶ ὧν ἐν τῷ π. λέγομεν which we will discuss in detail, D.L.7.76); also ἐπὶ πλάτει Ἑλληνίζειν talk loose Greek, Phld.Po.2.9; κατὰ πλάτος λέγεσθαι to be said loosely, Chrysipp.Stoic.2.164, cf. Sor.1.6, 21. IV = πλατύτης 3, Demetr. Eloc.177. V π. καρδίας, of Solomon, width of knowledge, LXX 3 Ki.2.35a. VI ἀργυρίου πλάτη, = δραχμαί, IG9(1).189.15 (Tithora, ii A.D.).
πλάτος (B) [ᾰ], ὁ, = πλάτας, IGRom.4.866 (Laodicea ad Lycum).

German (Pape)

[Seite 626] τό, die Breite; Ar. Av. 1129; ἐν μήκει καὶ βάθει καὶ πλάτει, Plat. Soph. 235 d; διώρυχα τρίπλεθρον τὸ πλάτος, Critia. 115 d; u. so gew. bei Folgdn; ἐν πλάτει od. κατὰ πλάτος, in aller Breite, d. i. ausführlich, bes. Sp.; ἐν πλάτει τε καὶ κατ' ἀκρίβειαν, S. Emp. adv. phys. 2, 108; Ggstz κατὰ περιγραφήν, 15.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
largeur d'un objet massif ; πλάτος HDT, τὸ πλάτος XÉN en largeur.
Étymologie: πλατύς.

Russian (Dvoretsky)

πλάτος: εος (ᾰ) τό ширина Her., Arph. etc.: ἐν μήκει καὶ βάθει καὶ πλάτει Plat. в длину, в глубину и в ширину; τὸ π. Xen. и κατὰ τὸ π. Arst. в ширину.

Greek (Liddell-Scott)

πλάτος: -εος, τό, (πλᾰτὺς) ὡς καὶ νῦν, Σιμωνίδ. (?) 183, Ἡρόδ., κλ.· ― ἀπολ., πλάτος ἢ τὸ πλάτος, κατὰ τὸ πλάτος, Ἡρόδ. 1. 193., 4. 195, Ξεν. Οἰκ. 19. 3· ἐν μήκει καὶ βάθει καὶ πλάτει Πλάτ. Σοφιστ. 235D· κατὰ πλάτος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατὰ μῆκος καὶ κατὰ βάθος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 1, 17, Μετεωρ. 1. 4, 6, πρβλ. Φυσ. 4. 1, 8· ‒ παρὰ τοῖς Μαθ., τὰ πλάτη, εἶναι αἱ κατ᾿ ἐπιφάνειαν διαστάσεις. 2) τὸ πλατὺ τῆς οὐρᾶς τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8., 5. 17, 6. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 2· πρβλ. πλάτη Ι. ΙΙ. μεταφορ., ἐν πλάτει ἐν κοινῇ χρήσει, Ἐτυμολ. Μέγ. 673. 24, κτλ.· ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν συνόψει, Ψελλός, κλ.

English (Strong)

from πλατύς; width: breadth.

English (Thayer)

πλάτους, τό (cf. πλάξ), from Herodotus down), breadth: μῆκος); τῆς γῆς, opposed to the ends or corners of the earth, מֶרְחָב, Habakkuk 1:6).

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
πλάτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε -ος].
(II)
το, ΝΜΑ
1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος του τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων, πλάτος δὲ στεινήν», Ηρόδ.)
2. επίπεδη, λεία επιφάνεια
3. μαθημ. (κυρίως για το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο) η μικρότερη διάσταση
4. ευρεία, απέραντη έκταση (α. «και κολυμπάει στ' ωκεανού τα πλάτια», Ζερβ.
β. «καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς γῆς καὶ ἐκύκλευσαν... τὴν πόλιν», ΚΔ)
5. φρ. «πλάτος γεωγραφικό»
γεωγρ. η απόσταση, πάνω σε σφαίρα ή χάρτη, ενός τόπου από τον Ισημερινό, βόρεια ή νότια από αυτόν, η οποία δίδεται σε μοίρες, πρώτα και δεύτερα λεπτά
νεοελλ.
1. φυσ. (στην κυματική) η μέγιστη μετατόπιση ενός κινητού, που εκτελεί ταλάντωση σε σχέση με τη θέση της ισορροπίας του
2. (μετεωρ.) (στην κλιματολογία) η διαφορά ανάμεσα στις δύο ακραίες τιμές ενός περιοδικού στοιχείου του κλίματος ενός τόπου με ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση της θερμοκρασίας
3. αστρον. (σε ένα σύστημα σφαιρικών συντεταγμένων) η γωνιακή απόσταση ενός σημείου της ουράνιας σφαίρας από το θεμελιώδες, ισημερινό, επίπεδο
4. (ραδιοηλ.) η μέγιστη τιμή, στην οποία φθάνει σε κάθε ημιπερίοδο η τάση ή η ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος σε κάποιο κύκλωμα ενός ραδιοφωνικού πομπού ή δέκτη
5. φρ. α) «πλάτος εννοίας»
(φιλοσ.) (στην παραδοσιακή λογική) το σύνολο τών αντικειμένων στα οποία αναφέρεται μια έννοια
β) «κατά βάθος και πλάτος» — από κάθε άποψη της έννοιας, ως περιεχομένου και ως περιέχοντος
γ) «πλατών μεταβολή»
αστρον. η μικρή μεταβολή τών πλατών τών διαφόρων τόπων ως αποτέλεσμα μιας ελαφράς κίνησης ολόκληρης της Γης σε σχέση με τον άξονα περιστροφής της
μσν.-αρχ.
φρ. α) «πλάτος καρδίας» — η ευρύτητα τών γνώσεων, της μάθησης, της εμπειρίας
β) «ἐν πλάτει» — με πολλά, συνήθως περιττά λόγια, εκτεταμένα και χωρίς ακριβολογία
αρχ.
1. η ράχη πλατιού ψαριού
2. το πλατύ μέρος της ουράς τών ψαριών
3. το πλατύ, επίπεδο τμήμα του σώματος του ψαριού βάτραχος
4. ο επίπεδος χώρος πάνω στον οποίο οικοδομούνται τάφοι, κρηπίδωμα τύμβου, πλάτας
5. διάρκεια, χρονικό διάστημα
6. μτφ. α) το επίπεδο, η επιφάνεια («ἐν τῷ ψυχικῷ πλάτει», Πρόκλ.)
β) σειρά μεταβολών, μεταπτώσεων, αλλοιώσεων («ἡ ὑγιεία πλάτος ἔχει», Γαλ.)
7. φρ. α) «ἐν τῷ πλάτει» και «ἐπὶ πλάτει» και «κατά πλάτος» και «διὰ πλάτους»
(με επιρρμ. σημ.) εκτεταμένα, με λεπτομέρειες
β) «ἀργυρίου πλάτη» — οι δραχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάτος έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. πλατύς (πρβλ. βάρος: βαρύς) και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που ανάγονται στην απαθή βαθμίδα της ρίζας (πρβλ. αρχ. ινδ. prathas- «πλάτος», αβεστ. fraθah- «πλάτος»)].

Greek Monotonic

πλάτος: -εος, τό (πλᾰτύς), εύρος, φάρδος, πλάτος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., πλάτος ή τὸ πλάτος, κατά το πλάτος, στον ίδ., σε Ξεν.

Middle Liddell

πλάτος, ος, εος, τό, [πλᾰτύς]
breadth, width, Hdt., etc.:— absol., πλάτος or τὸ πλ., in breadth, Hdt., Xen.

Chinese

原文音譯:pl£toj 普拉拖士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:寬度
字義溯源:寬,闊,寬廣,遍滿;源自(πλατύς)=平闊,寬廣);而 (πλατύς)出自(πλάσσω)*=模造)
出現次數:總共(4);弗(1);啓(3)
譯字彙編
1) 寬(2) 啓21:16; 啓21:16;
2) 遍滿(1) 啓20:9;
3) 闊(1) 弗3:18

English (Woodhouse)

width

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πλατύς ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: πλαταμών, πλάτανος, πλάτη (=πλατιά ἐπιφάνεια), πλάθανονπλαθάνη (=πλαστήρι), πλαίσιον, πλατύνω, πλάτυνσις, πλάτυσμα, πλατυντέον, πλατυσμός, Πλάτων, Πλάταια.